Skip to main content

Δανάη Δραγωνέα: «…γλώσσα είναι κάτι τόσο ζωντανό που χωράει τα πάντα…»

Η δημοσιογράφος Δανάη Δραγωνέα υπογράφει «Το Νησί της Βροχής- Ένα μυστικό ημερολόγιο» που κυκλοφορεί από τον εκδοτικό Οίκο Α.Α. Λιβάνη· ένα τρυφερό και περιπετειώδες μυθιστόρημα, η πλοκή του οποίου εκτυλίσσεται στην Κέρκυρα το 1996 και μιλά με χιούμορ για τη θέση των γυναικών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα.

Η Ίζι είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να επιστρέψει από την Κέρκυρα στο αγαπημένο της Λονδίνο. Ώσπου στη σοφίτα του παμπάλαιου σπιτιού όπου έχει μετακομίσει γνωρίζει την Αριάνα, η οποία θέλει να φύγει από το «νησί της βροχής» ακόμη περισσότερο και απ’ όσο η ίδια. Βέβαια, υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα: η Αριάνα ζει στον 19ο αιώνα…

Μαζί με το (πρώην) πιο αντιπαθητικό αγόρι της τάξης της, τον Βικέντιο, η Ίζι θα προσπαθήσει να λύσει το μυστήριο γύρω από την Αριάνα, ακολουθώντας ίχνη καλά κρυμμένα σε ένα αινιγματικό τετράδιο μουσικής.

Ένα ημερολόγιο 100 ετών,  κρυμμένο σε σοφίτα, γίνεται η αφορμή για ένα εφηβικό μυθιστόρημα γεμάτο χιούμορ και μυστήριο!

Πώς ήταν η ζωή για τις γυναίκες την περίοδο της Μπελ Επόκ στην Ελλάδα; Και τι σχέση μπορεί να έχει ένα ημερολόγιο 100 ετών κρυμμένο σε μια σοφίτα με την πρώτη φεμινίστρια;

Η συγγραφέας μίλησε μαζί μας.

Στο πρώτο σας βιβλίο επιλέγετε να απευθυνθείτε ίσως στο πιο απαιτητικό κοινό, τους εφήβους. Τι σας οδήγησε σ’ αυτή την απόφαση;

«Δεν είχα σκοπό να γράψω ένα εφηβικό μυθιστόρημα, ούτε είχα αποφασίσει να μιλήσω για κάποιο συγκεκριμένο θέμα. Η αλήθεια είναι πως ακόμα και ο όρος  “εφηβική λογοτεχνία” μου φαίνεται αρκετά γενικός καθώς καλύπτει ένα φάσμα ηλικιών με πολύ διαφορετικές ανάγκες και αναζητήσεις.  Ωστόσο, τα βιβλία που διάβαζα όταν ήμουν σε αυτή την ηλικία υπήρξαν πολύ σημαντικά και σίγουρα με έκαναν να αισθάνομαι λιγότερη μοναξιά. Σκέφτομαι πώς αν έχει κάτι να προσφέρει η εφηβική λογοτεχνία ίσως είναι αυτό: ιστορίες που σου λένε ότι δεν είσαι ο μόνος που φοβάται».

Ξέρατε από την αρχή τι επρόκειτο να γράψετε ή σας οδήγησαν οι ήρωές σας;

«Ενώ δουλεύω με πολύ συγκεκριμένο και αυστηρό καθημερινό πρόγραμμα τις περιόδους που γράφω, ταυτόχρονα μου επιτρέπω αρκετή ελευθερία σχετικά με το θέμα και την πλοκή. Μου αρκεί να γνωρίζω τους χαρακτήρες. Ακολουθώντας τους, ανακαλύπτω τις συνδέσεις ανάμεσα στα πράγματα και σιγά σιγά αποφασίζω ποια από όλες τις ιστορίες τους είναι εκείνη που με ενδιαφέρει περισσότερο να διηγηθώ».

Σε ποια σημεία θα ταυτιστούν οι έφηβοι αναγνώστες με τους κεντρικούς σας χαρακτήρες;

«Η Ίζι είναι πεισματάρα, μελοδραματική και πάρα πολύ θυμωμένη. Ταυτόχρονα είναι αστεία, εφευρετική και ονειροπόλα. Ο Βικέντιος από την άλλη, είναι απόμακρος και ισχυρογνώμων, αλλά την ίδια στιγμή είναι συναισθηματικός, έξυπνος και δημιουργικός. Μέσα από την αναγκαστική τους φιλία, η Ίζι και ο Βικέντιος βρίσκουν έναν τρόπο να “χωρέσουν” τους εαυτούς τους. Νομίζω, το να νιώθεις ότι περισσεύεις είναι κοινό γνώρισμα  πολλών εφήβων αλλά φυσικά και ακόμα μεγαλύτερων… παιδιών».

Χρειάστηκε να «αυτολογοκριθείτε» ως προς τη χρήση της γλώσσας που χρησιμοποιήσατε, ώστε να γίνετε πιο προσιτή στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα;

«Δεν μου πέρασε καθόλου από το μυαλό. Ο κάθε ήρωας μιλά ανάλογα με την προσωπικότητά του και δεν απευθύνεται κάπου. Στο “Νησί της Βροχής” κανείς δεν ήθελε να είναι προσιτός σε κανέναν (γέλια). Με αυτή τη λογική, προσπάθησα απλώς να είμαι όσο πιο ειλικρινής απέναντι στους χαρακτήρες. Επίσης, θεωρώ πως η γλώσσα είναι κάτι τόσο ζωντανό που χωράει τα πάντα. Παλιακές εκφράσεις -που για κάποιο λόγο σου έρχονται στο μυαλό, μπερδεμένη αργκό -που χρησιμοποιείς με λάθος τρόπο, αγγλικά -που ακούγονται σαν ελληνικά, λέξεις ακαταλαβίστικες -που φέρνεις από κάποιο χωριό και, φυσικά, λέξεις που φτιάχνεις για μια στιγμή και την επόμενη τις ξεχνάς».

Και με τον διδακτισμό, ένα από τα μεγάλα ζητήματα του εφηβικού μυθιστορήματος; Πώς ξεπεράσατε αυτόν τον σκόπελο;

«Ακόμα περισσότερο από το να διηγούμαι ιστορίες, μου αρέσει να διαβάζω ή να ακούω τις ιστορίες των άλλων. Αυτό είναι κάτι που κάνω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και όλοι οι διαφορετικοί κόσμοι με τους οποίους έχω έρθει σε επαφή με έχουν βοηθήσει να μένω μακριά από βεβαιότητες και απόλυτα σχήματα».

Το βιβλίο σας μας μεταφέρει στην Κέρκυρα και το Λονδίνο. Τι σας συνδέει με αυτές τις δύο πόλεις;

«Η Κέρκυρα είναι το μέρος που μεγάλωσα, ένας τόπος γεμάτος ρωγμές από τις οποίες το παρελθόν εισέρχεται στο παρόν εκεί που δεν το περιμένεις. Με το πέρασμα του χρόνου νιώθω πως, στο μυαλό μου, συχνά αποκτά μυθικές διαστάσεις. Είναι το μέρος που όταν ήμουν 5 χρονών μπορούσα να περπατάω ξυπόλητη, να κάνω παρέα με αδέσποτα ζώα και να παίζω με τους φίλους μου στην πίσω πλευρά των ανακτόρων. Είναι το μέρος που επιστρέφω ακόμα, όταν χρειάζομαι την επαφή με το μαγικό στοιχείο που κρύβει ο κόσμος της παιδική μου ηλικίας.

Στο Λονδίνο βρέθηκα για το μεταπτυχιακό μου γύρω στα 23. Έμενα ανατολικά και γρήγορα κατάλαβα ότι για να τα βγάλω πέρα, σε μια πόλη που μου φαινόταν να αλλάζει κάθε στιγμή, χρειαζόμουν συμμάχους. Το πιο σημαντικό πράγμα που έμαθα όσα χρόνια έμεινα εκεί ήταν να σχετίζομαι με ανθρώπους πολύ διαφορετικούς από εμένα και πως όταν τα πράγματα αλλάζουν, αντί να παγώνεις υπάρχει και η δυνατότητα να τα ακολουθείς και να εξερευνάς τις νέες συνθήκες που ανοίγονται μπροστά σου».

Το μυστήριο ξεκινά, όταν η ηρωίδα σας βρίσκει στη σοφίτα του σπιτιού της ένα ημερολόγιο 100 ετών. Εσείς, ως έφηβη γράφατε ημερολόγιο;

«Δεν είχα ημερολόγιο, αλλά είχα το πρόχειρο του σχολείου που ξεκινούσε σαν “κανονικό” πρόχειρο και όσο πλησίαζε προς τις τελευταίες σελίδες γινόταν  το τετράδιο μου, γεμάτο με στίχους τραγουδιών, ζωγραφιές, ατελείωτες σκέψεις και  ημιτελείς διαλόγους με  τους συμμαθητές  μου την ώρα του μαθήματος».

Οι δύο ήρωες σας, η Ίζι και ο Βικέντιος έρχονται σ’ επαφή με ένα περίεργο κορίτσι βγαλμένο από τον 19ο αιώνα, την Αριάνα, και στην προσπάθειά τους να λύσουν ένα μυστήριο, μαθαίνουν για τις δράσεις της πρώτης Ελληνίδας φεμινίστριας. Σε μια κοινωνία γεμάτη ανισότητες και έμφυλες διακρίσεις, οι έφηβοι μπορεί να είναι η λύση για ένα καλύτερο αύριο; Και ένα βιβλίο έχει τη δύναμη να καταρρίψει στερεότυπα και παγιωμένες αντιλήψεις;

«Βρισκόμαστε σε μια περίοδο γεμάτη απαισιοδοξία, κάτι που έχει οδηγήσει σε μια γενικευμένη αίσθηση ματαιότητας. Νιώθω ότι ο τρόπος που κοιτάζουμε το μέλλον, μας κάνει να θέλουμε να τρέξουμε να κρυφτούμε στην ασφάλεια ενός ρομαντικοποιημένου παρελθόντος. Η φυγή στη νοσταλγία μπορεί να λειτουργεί καταπραϋντικά αλλά, ταυτόχρονα, εμπεριέχει μεγάλη βία. Για παράδειγμα, η κατάσταση για τις γυναίκες στην Ελλάδα σήμερα, παραμένει ιδιαίτερα προβληματική, ωστόσο έχουν γίνει τεράστια βήματα προς τα εμπρός. Αυτή τη στιγμή, σαν κοινωνία, αποτυγχάνουμε συλλογικά να φανταστούμε ένα επιθυμητό μέλλον, αλλά το να στραφούμε στο παρελθόν, μπορεί να είναι ακόμα πιο επικίνδυνο. Δεν ξέρω αν τα βιβλία μπορούν να καταρρίψουν στερεότυπα και παγιωμένες αντιλήψεις  αλλά σίγουρα μας βοηθούν να φανταστούμε κοινωνίες καλύτερες από τη δική μας. Έχοντας για συμμάχους μας λέξεις, κενά και σημεία στίξης μπορούμε ίσως να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε μια σειρά από μέλλοντα που μοιάζουν λιγότερο απειλητικά».

Αν μπορούσατε να γυρίσετε τον χρόνο πίσω, τι θα θέλατε να πείτε στον 12χρονο εαυτό σας;

«Θα ήθελα να έχω διατηρήσει την παιδικότητά μου λίγο περισσότερο και, ταυτόχρονα, να έχω υπάρξει πιο ανεξάρτητη. Αλλά ακόμα και τώρα δεν έχω βρει πώς συνδυάζονται αυτά τα χαρακτηριστικά, έτσι νομίζω ότι θα μου έλεγα απλώς να ξεκινήσω να ασχολούμαι νωρίτερα με την πυγμαχία και την κολύμβηση».

Τι σας δίνει έμπνευση;

«Η ευγένεια, το χιούμορ και η ελευθερία. Και η θάλασσα. Οπωσδήποτε και η θάλασσα».

Τι σας γεμίζει ελπίδα και τι σας εξοργίζει σε βαθμό να χάνετε την πίστη σας για τον άνθρωπο;

«Πριν από λίγο καιρό έγινα μητέρα· έτσι άρχισα να παρατηρώ ακόμα περισσότερο τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο ένα παιδί. Το πώς εξερευνούν τα πάντα, η σχέση που αναπτύσσουν με τη φύση, η αγάπη τους για τα ζώα…Είναι σαν να ερχόμαστε μέσα σε μια αρμονία. Θυμώνω όταν βλέπω αυτή την αρμονία να εξαφανίζεται. Αλλά δεν χάνω την ελπίδα μου. Πώς θα μπορούσα; Μένω σε ένα σπίτι όπου ένας ελέφαντας είναι ερωτευμένος  με έναν ποντικό, μια αλεπού φοράει χρυσά παπούτσια και ροχαλίζει συνεχώς και ο φίκος στη γωνία του σαλονιού πού και πού μοιάζει γενναίος σαν πλάτανος».