Στα δεκαπέντε μου πήγα στο στρατό,
στα ογδόντα μου γύρισα πίσω.
Στο δρόμο βρήκα ένα συχωριανό
και θέλησα να μάθω για το πατρικό μου.
«Εκεί κάτω είναι το σπίτι σου
σκεπασμένο από δέντρα και θάμνους».
Αγριόσποροι φυτρώναν στην αυλή
κι αγριομολόχες δίπλα στο πηγάδι.
Θα βράσω τους σπόρους και θα φτιάσω ένα χυλό
και θα κάνω σούπα τις αγριομολόχες.
Μα η σούπα κι ο χυλός κι αν ετοιμάστηκαν,
με ποιον θα κάτσω να τα μοιραστώ;
Βγήκα έξω ν’ αγναντέψω την ανατολή
και μούσκεψαν τα ρούχα μου απ’ τα δάκρυα μου.
«Παλιό τραγούδι», αγνώστου, 1ος αιώνας μ.Χ.
Από την ανθολογία «Κινέζικη ποίηση» (εκδόσεις Πλέθρον – μετάφραση Αμαλίας Τσακνιά)
Ελάχιστοι ποιητές στην ιστορία της Κίνας ενδιαφέρθηκαν να δημοσιεύσουν το έργο τους. Την ίδια αδιαφορία έδειξαν και για τη διατήρηση του. Ποίηση απογυμνωμένη από αυταρέσκεια – ποιος Δυτικός θα το φανταζόταν; Ό,τι έχει σωθεί, οφείλεται στις προσπάθειες της εκάστοτε αρχής, που είχε τα δικά της, εκάστοτε, κίνητρα. Άλλωστε, αυτοκράτορες και αξιωματούχοι όλων των δυναστειών, υπήρξαν δεινοί ποιητές και οι ίδιοι (ανεξαρτήτως της, συχνά, τυραννικής βασιλείας τους) καθώς εκείνα τα χρόνια η ποίηση ήταν και ένα πολύ καλό εργαλείο για να αναρριχηθεί κανείς στην εξουσία. Την ίδια στιγμή, η επική ποίηση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.
Όλα αυτά, σε πλήρη αντίθεση με τη Δύση, όπου οι ευγενείς αντιμετώπιζαν την ποίηση με περιφρόνηση – οι δε ελάχιστοι συγκριτικά ποιητές ήταν, με σπάνιες εξαιρέσεις, άτομα ταπεινής καταγωγής. Βέβαια, οι Αυτοκράτορες της Κίνας είχαν άλλο έναν λόγο για να καταγράψουν την ποίηση των συνανθρώπων τους καθώς, «ερευνώντας» την, σφυγμομετρούσαν την κοινή γνώμη. Στην Κίνα λοιπόν, την υπερδύναμη που κάποτε διοικήθηκε από ποιητές, η ποίηση ήταν πρωτίστως έκφραση λαϊκή. Που θα πει, δίχως τις Δυτικές πολυτέλειες της ψυχαναλυτικής γραφής και του αναστοχασμού.
Με την τελευταία του ταινία, ο σκηνοθέτης Λι Ρουιτζούν (που έχει ενοχλήσει κατά καιρούς το καθεστώς) αποχαιρετά αυτή την εποχή: Ράθυμο και βαθιά μελαγχολικό, το φιλμ του διαδραματίζεται σε ένα απόμακρο, ορεινό χωριό που η πρόοδος της εποχής μας φαίνεται να έχει προσπεράσει. Στον τόπο αυτό, ο Ρουιτζούν παρακολουθεί το «καταναγκαστικό» προξενιό ανάμεσα στον Μα, έναν μεσήλικα αγρότη και στην Κάο, μια στείρα γεροντοκόρη με εύθραυστη υγεία. Κανείς δεν τους θέλει και ο καθένας έχει τους λόγους του: Ο μεγάλος αδελφός του αγρότη (που εργάζεται στενά με τους γαιοκτήμονες της περιοχής) θέλει να τον ξεσπιτώσει και να πουλήσει το οίκημα για αντιπαροχή, η δε οικογένεια της Κάο δεν αντέχει πια να συντηρεί μια άρρωστη γυναίκα που δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα. Σημειώστε πως όλο το χωριό μοιάζει να εκμεταλλεύεται ή να περιγελά την αθωότητα του αγρότη, που μαζί με όλα τα άλλα, είναι υποχρεωμένος να επισκέπτεται συχνά την πόλη, καθώς η σπάνια ομάδα αίματος του τον καθιστά μοναδικό αιμοδότη του χωριού για τις ανάγκες ενός προύχοντα του, που πάσχει από μια σπάνια ασθένεια.
Κάπως έτσι τέλος πάντων παντρεύονται ο Μα και η Κάο. Θα περάσουν μέρες μέχρι να πουν μια λέξη ο ένας στον άλλο – αλλά όπως και να’ χει, η ζωή είναι αυτή που είναι: Θα εργαστούν στα χωράφια, θα ψαρέψουν στα ποτάμια, θα δειπνήσουν, και θα κοιμηθούν. Η τρυφερή καρδιά του Μα όμως θα «ξεκλειδώσει» την Κάο που στην αγκαλιά του βρίσκει έναν προστάτη – και εκείνος, μια αγαπημένη σύντροφο. Στα ταξίδια του Μα στην πόλη, για το προαναφερθέν «ραντεβού» αιμοδοσίας, η Κάο είναι πάντα στο πλευρό του. Μετά τη διαδικασία, τους κάνουν το τραπέζι στο ίδιο κινέζικο εστιατόριο και εκείνοι, κάθε φορά, κοιτάζουν τα γεμάτα πιάτα με απορία. Μοιάζουν να μην μπορούν να αναγνωρίσουν ούτε ένα από τα φαγητά.
Για να στεγάσουν την αγάπη τους λοιπόν, αποφασίζουν να χτίσουν μαζί ένα καινούργιο σπίτι στο χωριό τους, τον τόπο που έχουν αποφασίσει να μην εγκαταλείψουν ποτέ, όχι από τοπολατρικό πείσμα, αλλά επειδή δεν ανήκουν πουθενά αλλού. Τα εμπόδια είναι πολλά, σε κάθε ένα από αυτά όμως ο Μα θα μουρμουρίσει στην Κάο μια μικρή σοφία, ένα μικρό στιχάκι, και, σαν άλλος Κομφούκιος, θα την καθησυχάσει. Δυστυχώς, ούτε αυτή η κατάκτηση μοιάζει αρκετή για να τους προστατέψει: Η αγάπη τους έχει ανθίσει σε τόπο άνυδρο, στερημένο από συναισθήματα, όπου οι ζωές των άλλων δεν έχουν πια την παραμικρή αξία. Μόνο καταφύγιο, η αξιοπρεπής έξοδος.
Δεν είναι λοιπόν μόνο η αλληλεγγύη που μοιάζει να έχει πεθάνει στην Κίνα, μας λέει ο Ρουιτζούν καθώς βλέπει και την ίδια την ποίηση να σβήνει, θύμα κι αυτή μιας ιλιγγιώδους «εξέλιξης» που δεν έχει τι να κάνει με τις διδαχές του Κομφούκιου ή του Ταοϊσμού. Και ο «Σπόρος μιας αγάπης» αναπαράγει κινηματογραφικά τον λυρικό ντετερμινισμό της Κινεζικής ποίησης για να καταγράψει το χαμό της: Όλα κοντοστέκονται στα όρια του υπαινιγμού, οι στιγμές θλίψης και χαράς αποκρυσταλλώνονται σε συνθέσεις χωμάτινες και αρμονικές (μονάχα οι στιγμές των ηρώων στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον διαταράσσουν την ισορροπία ρυθμού και ύφους). Με άλλα λόγια, αυτή εδώ δεν είναι μια ταινία που διακατέχεται από καταγγελτικές προθέσεις.
Παρ’ όλα αυτά, η έξοδο της επετράπη σε ελάχιστα σινεμά (το βραβείο στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βερολίνου ίσως λειτούργησε προειδοποιητικά για τις αρχές) ενώ μόλις άρχισε να σημειώνει εισπρακτική άνοδο, εξαφανίστηκε κι απ’ αυτά. Το λες και ποιητική δικαιοσύνη: Είτε εξαφανίζεις αυτή την ταινία, είτε την προβάλεις, το επιμύθιο είναι το ίδιο.
Δύσκολοι καιροί για ποιητές.
Σκηνοθεσία & σενάριο: Λι Ριουτζούν
Διεύθυνση φωτογραφίας: Γουέιχουα Γουάνγκ
Μουσική: Πέιμαν Γιαζντανιάν
Ηθοποιοί: Χάι-Κουίνγκ Γιανγκ Γκουανγκρούι Γου Ρενλίν
Διάρκεια: 130’