Skip to main content

Άλκηστη Ηλιάδη: «…κραυγή ενάντια στον εκφοβισμό και την καταπίεση κάθε μορφής…»

Το πρωτότυπο έργο της Άλκηστης Ηλιάδη με τίτλο «Ψ.» παρουσιάζεται στο Studio Μαυρομιχάλη, κάθε Τετάρτη και Πέμπτη, για 10 παραστάσεις [Μαυρομιχάλη 134, Αθήνα].

Το «Ψ.» είναι μία γλυκόπικρη εξομολόγηση με καυστικό χιούμορ. Μία βουτιά προς τα μέσα, αναζητώντας την προσωπική ευθύνη ως καταλύτη για την απελευθέρωση από τους δαίμονές μας. Ντυμένο με πρωτότυπα τραγούδια της συγγραφέως και του Οδυσσέα Αποστολόπουλου, το έργο δεν ψιθυρίζει· μιλά φωναχτά στις ψυχές.

Η Άλκηστης Ηλιάδη μίλησε μαζί μας.

Θα θέλατε να μας συστήσετε το έργο; Τι διαδραματίζεται στην υπόθεσή του;

«Το “Ψ.” είναι ένα θεατρικό “pasodoble”. Ένα έργο για δύο, εμάς και τον Εαυτό μας. Η δισυπόστατη θεώρηση του Είναι μας στο έργο αυτό δεν αντιμετωπίζεται ως σχάση, αλλά ως το αποκορύφωμα της εσωτερικής μας ισορροπίας, αποτέλεσμα της βαθιάς και απροϋπόθετης επαφής μας με όλα τα κομμάτια που μας συγκροτούν, ειδικά με όσα στερούνται φωτός. Εξιστορεί ένα ταξίδι στη συνύπαρξη των διαφορετικών φωνών που ενυπάρχουν στην Ψυχή μας και αγκαλιάζει την δυαδικότητα που βρίσκει την καλύτερη έκφρασή της στην αμοιβαία αποδοχή, στη σύμπλευση. Η αρμονία του “Ψ.” συνδέεται με τη συνέπεια σκοπών, λόγων και έργων προς τον Εαυτό και την ψυχή μας.

Είναι ένα έργο με κωμικές αποχρώσεις, μα και πικρό. Μέσα από πολλές εικόνες, άλλοτε πολύχρωμες και φωτεινές, άλλοτε σκοτεινές και τραυματικές, ο θεατής παρακολουθεί ένα ταξίδι προς τα μέσα, σαν χαρτογράφηση της ζωής των ηρώων, των συμπλεγμάτων που τους στερούν την ανάσα αλλά και των απελευθερωτικών εκρήξεων που τους ωθούν στο φως.

Το “Ψ.”, μια ιστορία για τα στόματα που (μας) κλείνουν και (μας) κλείνουμε. Βασικός άξονάς του είναι η καταγγελία της σιωπής και της ανοχής, της έξωθεν και έσωθεν επιβεβλημένης αλλά και η ανάδειξη της βαρύτητας της ατομικής ευθύνης, που μπορεί να είναι καταλύτης για την απελευθέρωση από τους δαίμονές τους, αλλά και τα χειρότερα δεσμά για το στραγγαλισμό του εαυτού τους, όταν αυτή απουσιάζει. Οι ήρωες του “Ψ.” αναμετρώνται με τις οι εξουσιαστικές φιγούρες και τις καταπιεστικές συμβάσεις που τους “κλειδώνουν στην ντουλάπα”. Αυτές γεννούν ή τροφοδοτούν την αδράνεια, την εθελοτυφλία και, τελικά, την αλλοτρίωση, άλλοτε βίαια επιβαλλόμενες και άλλοτε με δική μας συνυπευθυνότητα, αυτή της μη επαγρύπνησης, της μη αντίστασης. Για αυτό, η γέννηση ενός νέου εαυτού που σέβεται βαθιά και ολιστικά την ύπαρξή του, συνήθως προϋποθέτει τον θάνατο του παλιού μας Είναι. Οι ήρωές μας κάνουν αυτό το ταξίδι, που είναι χωρίς επιστροφή αλλά όχι χωρίς σωτηρία.

Είναι ένα σύγχρονο έργο που ψηλαφίζει διαχρονικά θέματα, υπό το πρίσμα του τοπίου που έχει διαμορφωθεί στο Σήμερα. Γραμμένο την περίοδο 2018-2020, σε μία εποχή που φαινομενικά ενθαρρύνεται η πολυφωνία και η διαφορετικότητα. Είμαστε, όμως, πραγματικά έτοιμοι να υπάρχουμε με σεβασμό ως “διαφορετικοί” μεταξύ μας; Έχουν εξαφανιστεί πλήρως οι αγκυλώσεις του χτες που πρέσβευαν την ανάγκη για επιβεβλημένη ομοιομορφία και επίπλαστη ισορροπία με το μέσα μας; Πώς αντιμετωπίζουμε το ψυχικό τραύμα, που προκύπτει από όσα μας φιμώνουν; Πώς συμφιλιωνόμαστε με τον εαυτό μας; Πόσο τον αφουγκραζόμαστε, όταν οι γύρω φωνές μάς αποξενώσουν από αυτόν; Είναι οι “άλλοι” πραγματικά τα εμπόδια προς την αυτοεκπλήρωσή μας; Ποια είναι, τελικά, η προσωπική μας ευθύνη στην αλλαγή;

Το “Ψ.”  αφορά ανθρώπους όλων των ηλικιών και κυρίως όλων των φάσεων της ζωής. Γιατί η ανάγνωσή του μπορεί να γίνει πολυπρισματικά και όχι εγκλωβισμένη σε ηλικιακές φόρμες ή status ζωής. Γράφτηκε σαν κραυγή ενάντια στον εκφοβισμό και την καταπίεση κάθε μορφής· δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να έχει φωνή για όλους. Μόνο έτσι, μπορεί να αναδείξει, άλλωστε, και τα εργαλεία που οφείλει κάθε άτομο να ενεργοποιήσει για να αντιταχθεί σθεναρά σε κάθε μορφή επιβολής».

Πώς προέκυψε η ιδέα της συγγραφής του;

«Το “Ψ.” κυοφορήθηκε για χρόνια μέσα μου, γεννήθηκε όμως τη στιγμή που αισθανόμουν ακατανίκητη την ανάγκη να δημιουργήσω μόνη μου ένα μονοπάτι προς το φως, εκεί που ένιωθα ότι δεν υπήρχε χώρος για όνειρα. Το “Ψ.” είναι παιδί της απελπισίας, σταθερά προσανατολισμένο όμως στο φως. Αφετηρία ήταν μια ειλικρινής ενδοσκόπηση, διαδικασία διαπλαστική, σχεδόν ψυχαναλυτική για μένα, που με οδήγησε στο να αφουγκραστώ φωνές που, συχνά φιμωμένες, ζούσαν αποσυρμένες στην ψυχή μου και, αναγνωρίζοντας τες ως κομμάτια μου οργανικά, να τους δώσω χώρο να ανασάνουν, απελευθερωμένες από εγκρατήσεις, φόβους και καταπιεστικές  ανασφάλειες.  Στέκει, λοιπόν, ως προσωπικός φάρος, για να μην ξεχάσω ποτέ πώς “πλοηγήθηκα” όταν βρέθηκα σε βαθύ σκοτάδι.

Δεν ήταν όμως μόνο ιδιοτελές το κίνητρο της συγγραφής του “Ψ.”. Η ευλογία της δημιουργίας μας επιβάλλει να επιτελούμε παράλληλα και μία ουσιαστικότερη αποστολή αντί να ομφαλοσκοπούμε στείρα. Είναι ανάγκη να γίνουμε οι λέξεις και η αναπνοή για τους σύγχρονούς μας ανθρώπους. Να μετουσιώσουμε την ανάγκη μας για ατομική έκφραση σε όχημα της συλλογικής έκφρασης. Αισθάνθηκα την ανάγκη να δημιουργήσω έναν οδικό χάρτη, μία πυξίδα Εξόδου και για άλλους που χάνονταν αλυσοδεμένοι μέσα στις “Ντουλάπες”, κατασπαραγμένοι από την αλλοτρίωση και φιμωμένοι από τους έσωθεν και έξωθεν εξουσιαστικούς δαίμονες. Το “Ψ.” γράφτηκε με αφετηρία την ανάγκη να τακτοποιηθεί μία «μέσα τρικυμία», απέκτησε όμως αυτούσια υπόσταση και ανέπτυξε μία ανεξάρτητη δυναμική, που κινητροδοτείται από την επιθυμία να συναντήσει άλλες “ψυχές με πολύχρωμους εαυτούς που είναι βουβοί μέσα στα καλούπια”. Για να μη νικήσει η σκοτεινιά που “κουρνιάζει στην ψυχή και τρέφεται με τραύματα”.

Το κείμενο μεταπλάστηκε δεκάδες φορές μέχρι την τελική παραστάσιμη μορφή του, σε μια διαδικασία εσωτερικής “ανασκαφής” βαθύτατα εκπαιδευτική για μένα ως συγγραφέα του. Σκοπός μου ήταν να “μιλήσω”, αλλά με τέτοιο τρόπο που το έργο να μην “μονολογεί” εγκλωβισμένο σε μια προσωπική αφήγηση που δεν θα αφορούσε κανέναν. Επομένως, φέρει αυτοβιογραφικά στοιχεία ως πρώτη ύλη, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτά.  Η πρώτη ύλη μετασχηματίζεται δημιουργικά, συχνά “διαστρέφεται” μέσα από φακούς “διακωμώδησης” για να αποκολληθεί από την περιοριστική αναφορά στο ατομικό βίωμα και να αποκτήσει μία “αυτόνομη” ζωή που αφορά πολλούς. Σκοπός είναι το “Ψ.” να αποτελεί δίαυλο ευρύτερης θεώρησης του ατομικού βιώματος ως συλλογικού».

Η Ψουψούλα Καθαρίζου – Παρκετέζα και ο Ψ. είναι οι δύο πρωταγωνιστές της παράστασης. Μιλήστε μας για αυτούς! Και για την επιλογή των ονομάτων τους!

«Sui generis προσωπικότητες και οι δύο!
“Πολυφωνικά” εργαλεία καταγγελίας της σιωπής και της αλλοτρίωσης. Κυριολεκτικά “πολυφωνικά”, αφού είναι μεν δύο, αλλά κάνουν για χίλιους! Μιμούνται και αναπαριστούν επί σκηνής χιλιάδες “φέτες ζωής” με πολλούς άλλους πρωταγωνιστές να αναδύονται ανάγλυφοι μπροστά στα μάτια των θεατών.
Αλλά και “πολυφονικά” εργαλεία, θα έλεγα…σκηνοθετική αδεία! Στο διάβα τους, “δολοφονούν” τα θέσφατα και τα στερεότυπα που μας κλειδώνουν στις Ντουλάπες και Χορεύουν pasodoble, σε μία αδιόρατη ταυρομαχία, με διακύβευμα την επιβίωση.
Η παρήχηση του ψι στο όνομά τους, είναι, νομίζω μία όμορφη τροφή για σκέψη! Το κλειδί των απαντήσεων θα δοθεί…επί σκηνής!

Ψουψούλα Καθαρίζου – Παρκετέζα: Το καλύτερο φτερό στην πιάτσα. Το όνομά της τα λέει όλα. Manager υγρού φορτίου και υπεύθυνη αποστολών υγρών καθαριστικών στην εταιρεία Latra Ltd. Έχει δικό της application, το “PsoupsoulaApp” με σήμα το φτερό στρουθοκάμηλου. Περιοδεύει ανά την επικράτεια με αποστολή της να εξαφανίζει τους λεκέδες. Παντός είδους.
Για να αποφεύγει την ενδοσκόπηση, βρωμίζει τα καθαρά και έτσι έχει λόγο να ξανακαθαρίζει. Επίσης, ανακατεύει τα τακτοποιημένα για να έχει λόγο να συγυρίζει, χωρίς να σκέφτεται. Και κυρίως χωρίς να λύνει. Δεν αντέχει τα στραβά κάδρα. Αλλά κάνει τα στραβά μάτια. Όπως και άπειρες ομοιοκαταληξίες. Όταν πιέζεται, μιλάει εμμονικά με δεκαπεντασύλλαβο. Μεγαλωμένη τη δεκαετία του ’90, ζει πολλές διαφορετικές ζωές και παίζει ρόλους φωναχτά μέσα στη ντουλάπα της, αλλά έξω από αυτήν…σιωπή. Ανοχή και σιγή. Έχει αγαπήσει σφόδρα τον Πάτρικ Σουέιζι και τον Μάκη.  Αλλά τελικά τη ζωή της αλλάζει ο Χάρης Χάρμας, που πίστευε στο Θαύμα του Κάρμα.

Ψ. : Μυστήριος τύπος με πολλά πρόσωπα. Είναι το σώμα δεκάδων φωνών και η φωνή δεκάδων σωμάτων.
Εμφανίζεται απρόσκλητος, στο μισοσκόταδο και ρωτάει ασταμάτητα. Πολυεργαλείο απαράμιλλης φυσικής αντοχής, γιατί στέκει ακλόνητος, ενώ στραγγαλίζεται συστηματικά μέσα στη Ντουλάπα, όσο η Ψουψούλα παίζει τους ρόλους της. Δεν υποκύπτει όμως. Είναι πολύ σκληρός για να τον πεθάνει.
Λατρεύει το pasodoble και ζαλίζεται με το δεκαπεντασύλλαβο. Χόμπι του να σηκώνει τα χαλιά για να βγουν οι βρώμες και να πιέζει το δάχτυλο σε πληγές, όταν κακοφορμίζουν. Δεν βολεύεται σε συρταράκια και απεχθάνεται τη σιγή της φίμωσης.
Βασικό του χαρακτηριστικό η δισυπόστατη ύπαρξή του. Είναι εντός και ταυτόχρονα εκτός.
Αγαπημένο του πουλί, η στρουθοκάμηλος -γιατί θέλει αλλά δεν μπορεί να πετάξει· είναι όμως πολύ δυνατή και μπορεί να απομακρυνθεί από τις κακοτοπιές, αν το συνειδητοποιήσει. “Αν κοιτάξει και δει, μόνο τότε θα σωθεί.”, λέει.
Αν ήταν μέρος του σώματος, θα ήταν στόμα. Όχι ένα, πολλά. Γιατί πιστεύει ότι τους φόβους εξαφανίζουν τα μάτια και τα στόματα που μιλούν άφοβα για όνειρα.
Αγαπάει τις τρύπιες απόχες. Κυνηγάει τα όνειρά του ακόμη και με αυτές. Εύχεται μια μέρα να του φυτρώσουν εκατό πόδια για να τρέχει πίσω από κάθε μικρή φλογίτσα ελπίδας, ώσπου να βγει στο Φως. Αξεσουάρ του οι τιράντες και οι κιμωλίες».

Γιατί  επιλέξατε το όνομα του Ψ.  και για τον τίτλο;

«Ο τίτλος φέρει ουσιαστικά το ελληνικό γράμμα ψι. Είναι ομόηχος του πρωταγωνιστή “Ψ.”, στην πραγματικότητα όμως αναφέρεται στο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, που είναι ουσιαστικά το “τελευταίο” πριν το τελευταίο. Το ψι ως γράμμα βρίσκεται ένα βήμα πριν το οριστικό τέλος του ωμέγα. Μία τελευταία ευκαιρία να αρθρωθεί φωνή, πριν το μεγάλο “ο”, το Ωμέγα, καταπιεί 23 γράμματα σαν τέλος (ή σημάνει μια νέα Αρχή, πριν το Άλφα), στον ελπιδοφόρο κύκλο μιας αέναης επανάληψης.

Άλλη μία ιδιαιτερότητα του ψι είναι ότι πρόκειται για ένα διπλό σύμφωνο της γλώσσας μας. Ο ήχος του διαμορφώνεται και το γράμμα γεννιέται από το συνδυασμό δύο γραμμάτων, του πι και του σίγμα. Δημιουργείται επειδή αυτά τα δύο σχεδόν συμπλέουν χρονικά όταν εκφέρονται. Συνεργάζονται. Και προφανώς αλληλεπιδρούν: κανένα από τα δύο δεν ακούγεται το ίδιο όταν προφέρεται μόνο του. Το ψι δημιουργείται όταν τα δύο αυτά σύμφωνα ακουστούν αρμονικά μαζί.

Το δικό μας “Ψ.” ευαγγελίζεται την αρμονία ανάμεσα στον Ψ. και την Ψουψούλα. Την ένωση των δύο, την ισορροπία τους, τη συνύπαρξη των διαφορετικών. Όλα αυτά, πριν το “φινάλε” του Ωμέγα. Με δεδομένο πάντα ότι τίποτα δεν έχει ακόμη τελειώσει και υπάρχει χώρος για ζωή, φωνή, αλλαγή.

Επίσης, και η γραφή του γράμματος ψ είναι “καθρεπτική”. Μοιάζει σαν να αποτελείται από δύο μέρη, το ένα γραμμένο ως αντικατοπτρισμός του άλλου. Έτσι και το “Ψ.”. Είναι τελικά είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Της Ψυχής μας. Μα και ό,τι την βασανίζει. Κυρίως αυτό.

Τέλος, σε συμβολικό επίπεδο, το ψ στην ελεύθερη απεικόνισή του μοιάζει με το σύμβολο της τρίαινας. Η τρίαινα συνδέεται μυθολογικά (πέραν του Ποσειδώνα) και με τον ινδουιστή Θεό Σίβα και θεωρείται ότι είναι το όπλο που χρησιμοποιεί για να επαναφέρει τη διασαλευμένη τάξη. Έτσι, στο έργο μας, ο Ψ. είναι καταλύτης για την εξέλιξη της ιστορίας και την αποκατάσταση της ισορροπίας. Ακόμη, το γράμμα ψ (ως προς τον συμβολισμό του ως τρίαινας) και ο Ψ. ως ήρωας μοιράζονται τις ιδιότητες που φέρουν οι τρεις λόγχες που απαρτίζουν μία τρίαινα:  τη δημιουργία, την επιβίωση και την καταστροφή. Όλα αυτά είναι εγγενή στοιχεία της ιστορίας μας, αφού το θνησιγενές της ύπαρξής μας σε όλες τις διαστάσεις του κυριαρχεί στο έργο. Παράλληλα, οι τρεις λόγχες της τρίαινας -και άρα το ψ ως επιλογή – συμβολίζουν τις τρεις όψεις του χρόνου (παρελθόν, παρόν, μέλλον), τρία επίπεδα στα οποία κινείται ακατάπαυστα το έργο, διαπλέκοντας τα με τρόπο μαγικό, αλλά και τα τρία μονοπάτια της αυτοπραγμάτωσης (θέληση, δράση, αφοσίωση) που ευαγγελίζεται ο Σίβα, τα οποία αποτελούν βασικές συνιστώσες της “Εξόδου” από την προσωπική μας Ντουλάπα».

Σκέψεις, συναισθήματα που πιστεύετε ότι προκαλεί η επαφή του θεατή με το έργο;

«Εύχομαι οι θεατές να συνδεθούν βαθιά τόσο με τον Ψ. όσο και με την Ψουψούλα. Να βγουν από το θέατρο με ένα θριαμβευτικό αίσθημα ανακούφισης και απελευθέρωσης!  Να βιώσουν χαρά και να συν-κινηθούν. Αυτή την συν-κίνηση και συγκίνηση θα ήθελα να πάρουν μαζί τους αποχαιρετώντας τους ήρωες. Άλλωστε, για τον θεατή, η θεατρική εμπειρία μπορεί να είναι άκρως μετασχηματιστική, σχεδόν ιαματική. Αυτή ίσως να είναι η μεγαλύτερη αναγνώριση για τους συντελεστές μιας παράστασης. Η παρακολούθησή της να είναι καθοριστική για τη σκέψη και τη ζωή των θεατών. Με την ευχέρεια της αποστασιοποίησης από όσα βιώνουν οι ήρωες ενός έργου, παρακολουθώντας το από τη θέση ενός θεατή, μπορεί κανείς να κάνει ταυτόχρονα μία κατάδυση στη δική του ψυχή σχετικά προστατευμένος αλλά σταθερά προβληματισμένος. Και αν η επιδραστικότητα του έργου είναι πραγματικά μεγάλη, θα εκτρέψει ίσως τον θεατή από την πεπατημένη πορεία, θα γίνει αφετηρία για την αλλαγή που οραματίζεται αλλά ίσως δεν τολμά.

Το χιούμορ επίσης λειτουργεί  σαν έναν μεγεθυντικός καθρέφτης. Το έργο έχει γλυκόπικρη γεύση και βασικό του όχημα είναι ο αυτοσαρκασμός των ηρώων. Αυτά ως εκφραστικά εργαλεία μπορούν με λεπτότητα αλλά χειρουργική ακρίβεια να φέρουν τον θεατή αντιμέτωπο με αλήθειες που ίσως επιλέγει να αποσιωπά. Εξάλλου, το θέατρο δεν παρέχει λύσεις, ωθεί όμως στον προβληματισμό, στην αναρώτηση, στην αμφισβήτηση των θέσφατων. Εύχομαι το χιούμορ να γαργαλήσει τους θεατές όσο και εμάς στις πρόβες και να τρυπώσει μέσα τους απελευθερωτικά!

Αισθάνομαι ότι οι θεατές θα εντοπίσουν πολλά σημεία επαφής με τη δική τους πραγματικότητα. Λόγω του κοινωνικού χαρακτήρα του έργου, σκιαγραφούνται σε αυτό τόσο ανθρώπινες σχέσεις όσο και οι εσωτερικοί μας διάλογοι. Είτε ταυτίζεται με τους ήρωες, λοιπόν, είτε διαφοροποιείται πλήρως,  ο θεατής παρακολουθεί τον αγώνα για την ψυχική σωτηρία τους και βλέπει ανάγλυφη την εσωτερική τους πάλη. Αντιπαραβάλλοντας στην πορεία των ηρώων τις διαδρομές του, σκέφτεται και επεξεργάζεται τις δικές του αναλογίες “εγκλωβισμού” και “εγκλεισμού” στις προσωπικές του Ντουλάπες, διαπιστώνοντας ταυτοχρόνως τους μηχανισμούς Εξόδου, που είναι και το διακύβευμα του έργου. Παρακολουθώντας πώς βιώνουν οι ήρωες τον εγκλεισμό, την αλλοτρίωση, την παραίτηση, οι θεατές έχουν την ευκαιρία να δουν να προβάλουν μπροστά τους ανάγλυφες οι δυνάμεις που πρέπει να ενεργοποιεί κανείς για τη σωτηρία του κρυμμένου Εαυτού του.

Και επειδή το έργο ισορροπεί μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, η δυναμική του έγκειται σε αυτό ακριβώς: ότι σκιαγραφεί έναν τρόπο να “υπάρχουμε” ακόμη και στο Μεταίχμιο. Απεικονίζει έναν μετασχηματισμό. Και τελικά ίσως καταγράφει πώς μπορούμε να είμαστε πραγματικά παρόντες στη ζωή μας, ακόμα και όταν ζούμε στην κόψη της. Αυτός ακριβώς είναι και ο χαρακτήρας των ηρώων αυτών. Μεταιχμιακός. Ελπίδα μας είναι ο θεατής να συνειδητοποιήσει τη δύναμη ώθησης που ενυπάρχει σε κάθε μεταιχμιακό σημείο και να τη συνδέσει με τα δικά του “μεταίχμια”.  “Όλοι μας έχουμε άλλωστε μία αχίλλειο πτέρνα” λέει ένα από τα τραγούδια μας. Αλλά “η ζωή θέλει εμπρός και όχι με την όπισθεν.”. Ας είναι το “Ψ.” η αφετηρία για την εκτόξευση μας στη ζωή που πραγματικά ονειρευόμαστε».

Θα μας πείτε μια ατάκα, κάποια λόγια από το έργο;

«Επειδή τα τραγούδια στο “Ψ.” είναι οργανικά συνδεδεμένα με τη δράση, ας γίνουν οδοδείκτες μας μερικοί στίχοι από τραγούδια που ακούγονται στην παράσταση, σε μουσική Οδυσσέα Αποστολόπουλου:

“Μην περιμένεις κανέναν να σε βγάλει από τη Ντουλάπα/

Μίλα κι ασ’ τα θαύματα να κάνουν φασαρία/

Ασ’ τους φόβους σου να κλαίνε στη γωνία/

Πίστεψε στο κάρμα σου, μείνε στην ουσία/

Γίνε εσύ το θαύμα σου, γίνε η σωτηρία/

Τα σκιάχτρα πέτα στα πιο βαθιά πηγάδια/

Ελευθερώσου και ανάπνεε τα βράδια/

Τους φόβους κάψε, πίστευε, και έξω απ’ τα μετόπισθεν/

Γιατί η ζωή θέλει εμπρός και όχι με την όπισθεν/”».

Έχετε γράψει το έργο, τους στίχους των τραγουδιών, το σκηνοθετείτε και, επίσης, ερμηνεύετε· νιώθετε περισσότερο κοντά σε κάποια από τις  ιδιότητες; Και πώς θα περιγράφατε τον  συνδυασμό τους σε μια παράσταση –όπως στην παρούσα;  

«Το “Ψ.” είναι ένας αγώνας ισορροπίας, σύνθεσης των διαφορετικών. Μακάρι να το πετύχω φορώντας τα διαφορετικά καπέλα, με σύνεση και μέτρο.

Με την αφορμή του “Ψ.” βιώνω για πρώτη φορά τη θεατρική εμπειρία ολιστικά. Είναι μια βαθιά εκπαιδευτική διαδικασία για μένα. Στην σκηνοθεσία και τη συγγραφή πειραματίστηκα για πρώτη φορά με το “Ψ.”, ενώ η στιχουργία και η υποκριτική με έχουν συντροφεύσει καλλιτεχνικά για μεγαλύτερο διάστημα. Όμως σε όλες αυτές τις εκφράσεις δημιουργίας, νιώθω σταθερά να βρίσκομαι σε μαθητεία. Και αυτό κάνει την εμπειρία ακόμη πιο ουσιαστική και βαθιά.

Οι ιδιότητες στις οποίες αναφέρεστε είναι εκφάνσεις της Τέχνης. Η σύνθεση τους, όμως, ενέχει, μια τρομερή πρόκληση. Να μάθεις μέσα από αυτές να μοιράζεσαι. Γιατί το θέατρο είναι σύμπραξη, συμπόρευση, επικοινωνία. Ο πλουραλισμός των ερεθισμάτων στα οποία εκτίθεσαι φορώντας διαφορετικά “καπέλα” σε μια παράσταση, γίνεται το εφαλτήριο για να μάθεις να κοιτάζεις και να βλέπεις μέσα από τα μάτια των καλλιτεχνών με τους οποίους συμπράττεις και όχι να δρας απορροφημένος σε έναν εγωκεντρικό μικρόκοσμο. Όσο πιο πολλές ιδιότητες συγκεντρώνεις, τόσο πιο αχόρταγα μάτια και αυτιά στις ανάγκες και τα ερεθίσματα των άλλων πρέπει να έχεις. Αυτό είναι θαυμαστός πλούτος για τον δημιουργό και τον ερμηνευτή. Βαθαίνει την κατανόηση, εμπλουτίζει τα εκφραστικά εργαλεία, τις προσλαμβάνουσές του αλλά και τις δεξιότητες διαχείρισης μιας ομάδας. Εκκινώντας τη δημιουργία από τα διαφορετικά “μετερίζια” που αναφέρετε, συνειδητοποιώ τις αδυναμίες μου, μαθαίνω να αφουγκράζομαι τους συνεργάτες μου, να ασκούμαι στην ανταλλαγή και στο μοίρασμα. Οι ατομικές ιδιότητες από μόνες τους δεν υποδηλώνουν ικανότητα.  Η ομάδα κάνει τα θαύματα.

Η συγγραφή, η πρωτογενής δημιουργία πηγάζει από την επιθυμία να αποτυπώσεις την ψυχή και τις σκέψεις σου με τρόπο και μέσο διαχρονικό, αλλά και να μετουσιωθεί το δημιούργημά σου σε όχημα συλλογικής έκφρασης. Το ίδιο συμβαίνει και με τη στιχουργία. Ουσιαστικά, δημιουργούμε στίχους που αφηγούνται ένα μέρος της δράσης του έργου. Οπότε υπό την έννοια αυτή, αισθάνομαι την ευθύνη οι στίχοι να είναι διεισδυτικοί και αιχμηροί, να χωθούν στις τσέπες των θεατών, για να ξεπηδήσουν κυρίως αφού φύγουν από το θέατρο. Τότε θα έχουμε πετύχει ένα μέρος από το σκοπό μας.

Αναφορικά με τη σκηνοθεσία, δεν αντιμετωπίζω τον εαυτό μου ως σκηνοθέτη. Είμαι νέα ηθοποιός που ψάχνει λόγους να υπάρξει σκηνικά, να συνδεθεί ψυχικά, να μεταβεί ουσιαστικά από τη μία λέξη στην άλλη. Όλη η σκηνοθετική γραμμή της παράστασης στηρίχθηκε στην ανάγκη μας να δρούμε σκηνικά μόνο με βάση το τι πραγματικά χρειάζεται το σώμα και η ψυχή του ηθοποιού – ρόλου για να κινήσει την κάθε σκηνή, αποφεύγοντας τις φόρμες, το φλύαρο σκηνικό πλουραλισμό και τις υπερβολές που μας απομακρύνουν από την ουσία του έργου. Έτσι, “θέτοντας” πλαίσια και αρμούς για τις «σκηνές», κατανοώ καλύτερα ως ηθοποιός τη «μεγάλη εικόνα» του έργου. Η ευλογία όμως για αυτόν που “σκηνοθετεί” είναι όταν το έμψυχο υλικό, με το οποίο συνεργάζεται, είναι τόσο ευέλικτο, πλούσιο σκηνικά και ψυχικά, ιδιοφυές, ταλαντούχο και εργατικό όπως ο Άρις Λεοντόπουλος, ο σκηνικός μου partner-in-crime. Το ίδιο πολύτιμη ήταν και η εμπνευσμένη κινησιολογική καθοδήγηση της Πηνελόπης Μωρούτ που φωτίζει τη σκηνοθετική γραμμή.

Τέλος, ως ηθοποιός, λατρεύω την αμεσότητα και τη συμπυκνωμένη επιδραστικότητα της τέχνης αυτής πάνω στην ανθρώπινη ψυχή. Ζεις τόσες ζωές μέσα σε λίγη ώρα. Ανεκτίμητο. Και η επαφή με το κοινό είναι βαθιά μετασχηματιστική. Το ίδιο ιερή είναι για μένα και η ζωντανή εκτέλεση των τραγουδιών, που συνιστούν οργανικό στοιχείο της παράστασης αυτής. Τραγουδώντας μεταφέρουμε αισθήματα, υποβάλλουμε σκέψεις, δημιουργούμε εικόνες».

Έργα, καλλιτέχνες που έχουν επιδράσει στην καλλιτεχνική σας ταυτότητα;

«Η μήτρα της καλλιτεχνικής μας έκφρασης είναι πράγματι ένα παζλ κορυφαίων δημιουργημάτων όλων των Τεχνών, στο οποίο οφείλουμε να εντρυφήσουμε, να το μελετήσουμε προσεκτικά και να το μεταβολήσουμε με σεβασμό.

Αναφορικά με το θέατρο, αγαπώ τη φλογισμένη δυναμική των ηρωίδων του Ίψεν. Με συγκλονίζει ο λυρισμός και η παλλόμενη γλώσσα του Federico García Lorca, ο ανάγλυφος ρεαλισμός του Μάριου Ποντίκα, ο εμβληματικός λόγος του Ιάκωβου Καμπανέλλη και του Μπερτολτ Μπρεχτ, η βαθιά ανθρώπινη Λούλα Αναγνωστάκη. Να μην ξεχάσω τον αινιγματικό  και ψυχοανατόμο Έντουαρντ Άλμπι. Σε επίπεδο έργων, είναι αμέτρητα. Σταχυολογώ με μία πρώτη σκέψη ορισμένα, μα σίγουρα μου διαφεύγουν διαμάντια. Έντα Γκάμπλερ. Μακάρι να τη συναντήσω κάποτε στην ωριμότερη φάση της ζωής μου.  Η ιδιοφυής απεικόνιση της “Κυρίας Μαργαρίτας” του Ρομπέρτο Ατάυντε, τι πρόκληση! Η γεμάτη δύναμη και τσαγανό Μωντ του Κόλιν Χίγγινς, η εμβληματική Εβραία του Μπρεχτ,  το Φεγγάρι του “Ματωμένου Γάμου” και η απόγνωση της Γέρμα. Η ανεπανάληπτη Λυσιστράτη, η σκοτεινή και απερίγραπτα βίαιη μα και βαθιά ανθρώπινη διάσταση της Κλυταιμνήστρας και της Μήδειας, αλλά και ο συγκλονιστικός Αγγελιαφόρος στις “Τρωάδες”. Το “Μεγάλο μας Τσίρκο”, ο “Ουρανός Κατακόκκινος” μα και ο “Καλιγούλας”  του Αλμπερ Καμύ,  όνειρα ζωής.

Στην ποίηση, διαλέγω τα πιο βαθιά αποτυπώματα που έχω από την εφηβική ακόμη περίοδο της ζωής μου: Γιάννης Ρίτσος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Κωνσταντίνος Καβάφης, Μίλτος Σαχτούρης, Τάσος Λειβαδίτης, Μανώλης Αναγνωστάκης, Κική Δημουλά, Αλέξανδρος Παναγούλης, Νίκος Καββαδίας.

Στη δε μουσική, οι επιρροές και οι επιδράσεις είναι σαν την άμμο της θάλασσας. Σε ποια να πρωτοσταθώ; Θα αδικήσω σίγουρα πολλούς εμβληματικούς δημιουργούς. Σταχυολογώ κορυφαίους: Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Χατζιδάκις, Σταύρος Ξαρχάκος, Βασίλης Τσιτσάνης,  Μανώλης Χιώτης, Χρήστος Νικολόπουλος,Γιάννης Μαρκόπουλος, Μάριος Τόκας, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Σταμάτης Κραουνάκης, Θάνος Μικρούτσικος. Επίσης οι εμβληματικοί Μάνος Ελευθερίου, Λευτέρης Παπαδόπουλος,  Άλκης Αλκαίος στη στιχουργία και άπειροι εξέχοντες ερμηνευτές, που στο άκουσμά τους ανατριχιάζει η συλλογική μας ψυχή. Θα χρειαστούμε έναν τόμο για να τους καταγράψουμε!»

Ένα βιβλίο που διαβάσατε τελευταία και σας άρεσε;

«Με συγκλόνισε η “Αναφορά στον Γκρέκο” του Νίκου Καζαντζάκη. Ένας απολογισμός ζωής, γεμάτος ζηλευτούς χυμούς και εμπειρίες κάθε απόχρωσης, ειπωμένος μέσα από τις πιο επιδραστικές και καλοδιαλεγμένες εικόνες μιας μοναδικής ζωής, με τεράστια εκφραστική δύναμη, ακρίβεια και διεισδυτικότητα.

Επίσης, το “Πρωινό Άστρο” του Γιάννη Ρίτσου. Ο φλεγόμενος προσωπικός μονόλογος, με αφετηρία την έλευση της κόρης του ποιητή στη ζωή, που μετουσιώνεται σε ένα ανθρωποκεντρικό μανιφέστο ελευθερίας, δικαιοσύνης και αγώνα».

Χαρακτηριστικά που εκτιμάτε ιδιαίτερα στους άλλους;

«Με διεγείρει η ταπεινότητα. Όχι η επίπλαστη μετριοφροσύνη αλλά η συνειδητοποίηση ότι δεν χρειάζεται να κατατάσσουμε τον εαυτό μας πάνω ή κάτω από κανέναν. Ό,τι είμαστε, είναι ορατό. Ο παππούς μου έλεγε ότι η λίρα παραμένει λίρα όπου κι αν βρεθεί. Ακόμη και στα πιο ακατάλληλα μέρη. Με γοητεύει η εσωτερική ησυχία που συντροφεύει την ταπεινότητα.

Επίσης, η τιμιότητα. Η ευαισθησία. Η ενσυναίσθηση. Η ανεκτικότητα (αλλά όχι η ανοχή). Η κατανόηση. Η συγ-χώρεση (μεγάλη αρετή, παλεύω χρόνια να την καλλιεργήσω) και η ικανότητα να δημιουργούμε χώρο με σεβασμό για να υπάρξουν γύρω μας οι Άλλοι, χωρίς να καταργούμε την ελευθερία τους. Η ενεργητική ακοή και όραση (να βλέπω και να ακούω πραγματικά τους ανθρώπους. Πόσο σπάνιο. Το αντέχουμε τελικά;). Η δύναμη να παραδεχόμαστε τα λάθη μας. Οι ζεστές αγκαλιές και οι δυνατές χειραψίες. Η αλληλεγγύη και η αυτοθυσία».

Και χαρακτηριστικά που σας απωθούν;

«Η αγνωμοσύνη. Η αγένεια, το ίδιο με την  επίπλαστη ευγένεια. Κάθε μορφή διάκρισης, απειλής και εκμετάλλευσης σε βάρος των Άλλων. Η μισαλλοδοξία. Η έπαρση. Η υποκρισία και η αδερφή της, η διπροσωπία. Η διάθεση επιβολής στους Ανθρώπους. Η βία, συγκεκαλυμμένη και μη και η κατάχρηση δύναμης και εξουσίας. Η παθητικότητα. Ο ΚυρΠαντελισμός. Η αμετροέπεια και τα αλαλάζοντα κύμβαλα. Η προχειρότητα. Η ανερμάτιστη και επιπόλαιη στάση ζωής και το κυνήγι του εύκολου και γρήγορου σε βάρος των άλλων. Τα “σηκωμένα δάχτυλα” που πάντα ξέρουν καλύτερα».

Γιατί  νέοι ηθοποιοί, συχνά,  στρέφεστε προς  την «θεατρική ανεξαρτησία»;

«Για να υπάρχουμε. Νομίζω σχεδόν ως πράξη αντίστασης στον αφανισμό μας. Για να διεκδικήσουμε έμπρακτα το δικαίωμά μας στην έκφραση και στη δημιουργία, ώστε να δώσουμε το στίγμα μας και να μην παραδώσουμε αμαχητί τα όπλα σε ένα σύστημα που στραγγαλίζει το νέο και το αποστερεί από ευκαιρίες. Δημιουργούμε ομάδες, γιατί δεν υπάρχει ανοιχτοσύνη στον χώρο μας. Είναι γεγονός ότι ο αριθμός των ηθοποιών έχει εκτοξευτεί δραματικά. Και η κατάργηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος επιδεινώνει την εργασιακή λαίλαπα. Όμως, είναι δυστυχώς πικρή αλήθεια ότι παρά την πληθώρα των τηλεοπτικών παραγωγών και θεατρικών παραστάσεων ειδικά μετά την έξαρση της πανδημίας, οι πόρτες συνήθως παραμένουν κλειστές για τους νέους ηθοποιούς και δεν υφίστανται παρά ελάχιστα πεδία δημιουργίας δίπλα σε εγνωσμένα πρόσωπα του χώρου που επιθυμούν να λειτουργήσουν ως πόλοι προσέλκυσης και νέων ερμηνευτών. Φαίνεται να αναπαράγονται, δυστυχώς, οι αγκυλώσεις του χώρου και η εμπορευματοποίηση ακόμη και εργαλείων αναζήτησης νέων συντελεστών όπως οι ακροάσεις.

Ο κάθε ηθοποιός πρέπει να έχει υπομονή, επιμονή και αντοχή. Με αυτές τις ιδιότητες παλεύοντας και εξελισσόμενος καθημερινά στην τέχνη του ίσως κάποια στιγμή σταθεί τυχερός και επιλεγεί για έναν ρόλο ζωής, μικρό ή μεγάλο που θα τον καταξιώσει και ίσως του δώσει τη δυνατότητα να βιοπορίζεται από την τέχνη του. Ως τότε όμως, κινδυνεύει να βουλιάξει στην ανυπαρξία. Από την ανάγκη όμως να μην υποκύψουμε στην αδράνεια ή στο ξεπούλημα των αρχών μας, επιλέγουμε να διαμορφώσουμε έναν θήλακα αντίστασης στη φθορά στην οποία μας ωθούν πρόωρα. Και οχυρωμένοι πίσω από τη σφοδρή επιθυμία μας να “μιλήσουμε”, βγάζουμε τα κεφάλια μας από τις διπλοκλειδωμένες Ντουλάπες για ελεύθερες αναπνοές μέσα στις ομάδες μας.

Στο “Ψ.” λέμε ότι εμείς φτιάχνουμε τις ευκαιρίες μας, τις αναπνοές μας. Γιατί η Ψυχή μας αναπνέει από ανάγκη. Είναι φύσει αδύνατο να μην αφουγκραζόμαστε το μέσα μας, να κωφεύουμε και να εθελοτυφλούμε δια βίου, επειδή το πλαίσιο στο οποίο ζούμε είναι αποτρεπτικό και περιθωριοποιεί ό,τι του είναι ανοίκειο και ξένο. Η έκφραση και η δήλωση της καλλιτεχνικής ταυτότητάς μας είναι αναντίρρητη ανάγκη. Υπάρχουν πάντα οι περπατημένοι δρόμοι. Όμως, αν κανείς δεν τους φωτίσει αρκετά για να τους περπατήσουμε τότε οφείλουμε στον εαυτό μας να κυνηγήσουμε με σθένος και όραμα τα όνειρά μας, ακόμα κι αν κρατάμε τρύπιες απόχες».

Κάποια επόμενά σας σχέδια;

«Σε θεατρικό επίπεδο, επόμενος σταθμός είναι η παρουσίαση της μουσικής παράστασης “Το Γραμμόφωνο του κυρίου Άσοφου”, ενός πολυσυνδυαστικού δρώμενου με άξονα ένα ιδιότυπο “ραδιοφωνικό θέατρο” που μεταδίδεται επί σκηνής εμπνευσμένο από τον  πολύχρωμο και πάντα επίκαιρο κόσμο των χρονογραφημάτων του Παύλου Νιρβάνα, καθώς και τα τραγούδια που το πλαισιώνουν, εκτελούνται και ερμηνεύονται ζωντανά, ως πολυμεσική περιήγηση στην ελληνική μουσική του 20ού και 21ου αιώνα.

Εντός του πρώτου εξαμήνου του 2023 αναμένεται να κυκλοφορήσει από γνωστό εκδοτικό Οίκο το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο “Μία Αγάπη με Π.”. Μία (ποιητική) αφήγηση εν είδει παραμυθιού για μεγάλους, που αναπτύσσεται χρονικά γύρω από τον άξονα της γέννησης ενός παιδιού και συγκεκριμένα των πρώτων σαράντα ημερών, του τρυφερά αμήχανου, πρώτου διαστήματος συνύπαρξης με τη Νέα Ζωή. Παράλληλα βρίσκομαι στο τελικό στάδιο επεξεργασίας του νέου θεατρικού μου έργου με τίτλο “Ο Συγκάτοικος ή 6”. Πρόκειται για έναν μονόλογο εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα και με έντονη αυτοβιογραφική βάση, που ευελπιστώ να βρει σύντομα τον δρόμο της έκδοσης. Σκοπός είναι λίγο αργότερα να παρουσιαστεί στο θέατρο. Ταυτόχρονα, επεξεργάζομαι το τελικό κείμενο του “Ψ.” για να δρομολογηθεί η έκδοσή του μετά την ολοκλήρωση των παραστάσεων στο Studio Μαυρομιχάλη, ενώ ταυτόχρονα δουλεύουμε εντατικά με τον συνεργάτη μου Οδυσσέα Αποστολόπουλο πάνω στην ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων των τραγουδιών της παράστασης, προκειμένου να προχωρήσουμε στην κυκλοφορία τους.

Παράλληλα, παραμένω σταθερά προσηλωμένη στο δημιουργικό σκέλος και στην παραγωγή πρωτότυπου υλικού. Την τρέχουσα περίοδο πειραματίζομαι με διαφορετικές εκφραστικές φόρμες και ύφη, εστιάζοντας στο πώς μπορώ να διηθώ τη βία που βιώνεται στην καθημερινότητα μετουσιώνοντας το αποτύπωμά της σε λόγο. Εύχομαι στο μέλλον να έχω την ευκαιρία να τα αξιοποιήσω δραματουργικά.

Στο άμεσο μέλλον ελπίζω να ωριμάσουν οι συνθήκες ώστε, ως ηθοποιός, να “αναμετρηθώ” και πάλι με εμβληματικά κείμενα της ελληνικής και διεθνούς δραματουργίας. Μπροστά σε αυτά, όλοι μας πρέπει να είμαστε ταπεινοί μαθητές, σε μόνιμη μαθητεία. Μόνο τότε η πρωτότυπη  καλλιτεχνική μας παραγωγή έχει βαθιά και ακλόνητα θεμέλια».

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Κείμενο – Σκηνοθεσία:  Άλκηστη Ηλιάδη
Σκηνογραφική|Ενδυματολογική επιμέλεια: Πηνελόπη Μωρούτ
Σχεδιασμός φωτισμού: Madamoni Project
Κινησιολογία – Χορός: Πηνελόπη Μωρούτ
Πρωτότυπη μουσική & ενορχήστρωση: Οδυσσέας Αποστολόπουλος
Στίχοι: Άλκηστη Ηλιάδη
Σχεδιασμός υλικών|γραφιστική επιμέλεια: Γιώργος Εικοσιπεντάκης
Artwork: Δήμητρα Αποστολοπούλου
Ειδικές κατασκευές: Χρήστος Αποστολόπουλος | Αναστασία Κουρή
Φωτογραφία – Video: Δώρα Δημητρίου
Μακιγιάζ: Ελευθερία Αρχοντάκη
Ηχογραφήσεις|Μastering: PROVA MUSIC STUDIOS – Λουκάς Λυμπέρης | Χρήστος Βεντουράς
Κιθάρες:  Νίκος Αρβανίτης | Μιχάλης Καραγιάννης
Οργάνωση παραγωγής: Madamoni Project

Παίζουν: Άλκηστη Ηλιάδη | Άρις Λεοντόπουλος