*Αλεξάνδρα Βουτζουράκη
Από το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Ο μοντέρνος Καμπανέλλης» ο Γ. Πεφάνης αποκαλύπτει στον αναγνώστη το πνεύμα, την «ψυχή» του Καμπανέλλη σε όλες της διαστάσεις της: ως ερευνητή που επίμονα σκάβει «κάθετα και οριζόντια» το έδαφος του νεοελληνικού πολιτισμού, ως ποιητή που με τρυφερότητα και αγάπη εκθέτει τους τραυματισμένους ήρωές του στο τραυματισμένο μεταπολεμικό κοινό του καταλήγοντας στον πυρήνα της σκέψης του κι εντοπίζοντας σε αυτόν έναν ισχυρό και πολύπλευρο ρεαλιστικό ανθρωπισμό. Είναι όλα αυτά τα στοιχεία, σύμφωνα με τον μελετητή, που αναδεικνύουν το έργο του ως τη «ραχοκοκαλιά του ελληνικού θεάτρου στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα».
Αναζητώντας πυρηνικές παραμέτρους που διέπουν το σύνολο της δραματουργίας του προχωράει, στο δεύτερο κεφάλαιο, στην επίδραση που έχει το προσωπικό βίωμα, η μνήμη στα έργα του και πιο συγκεκριμένα η μνήμη της παιδικής του ηλικίας και η μνήμη του στρατοπέδου συγκέντρωσης που εμποτίζει το σύνολο της δραματουργίας του άλλοτε φανερά και άλλοτε έμμεσα και σχεδόν υποσυνείδητα. Αυτές οι δύο βασικές πηγές μνήμης είναι, για τον Πεφάνη, η αιτία για τον βαθύ ανθρωπισμό του Καμπανέλλη.
Αντίστοιχα και στο έβδομο κεφάλαιο, με αφορμή το έργο Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού αναλύει ακόμα δύο ακόμα κομβικές παραμέτρους της δραματουργίας του: τη διαχείριση της απώλειας και τη διαβρωτική επίδραση που ασκεί το χρήμα στις ανθρώπινες σχέσεις. Η αντικατάσταση των ανθρώπινων σχέσεων με σχέσεις εξουσίας και οικονομικής συνδιαλλαγής διαβρώνει και τη διαδικασία του πένθους στα Τέσσερα πόδια του τραπεζιού αλλά μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο ερμηνευτικό κλειδί και για άλλα έργα όπως Η ηλικία της νύχτας, το Ο δρόμος περνάει από μέσα, την Τελευταία πράξη, τον Αόρατο θίασο, το Μια συνάντηση κάπου αλλού, τον Επικήδειο κ.α.
Το τρίτο κεφάλαιο εστιάζεται σε φράσεις αποφθεγματικού τύπου που βάζει ο συγγραφέας στο στόμα ηρώων του και αναλύονται σε σχέση με τη σύνδεσή τους με το δραματικό ρόλο που τους εκφέρει, με την εισβολή της φωνής του Καμπανέλλη στο δραματικό σύμπαν του έργου, με τον χώρο και τον χρόνο, με τη μορφή τους, την υποκειμενικότητα ή/και την οικουμενικότητά τους, τη δυνατότητα ή μη αμφισβήτησης ή διάψευσης, τη διακειμενικότητά τους. Η εξαντλητική και πολύπλευρη μελέτη ενός επιμέρους δομικού στοιχείου του θεατρικού κειμένου που, όμως, διέπει το σύνολο της δραματουργίας του συγγραφέα, επιτρέπει στον αναγνώστη να καταλάβει λίγο καλύτερα τον Καμπανέλλη ως δημιουργό, ως έναν άνθρωπο που οργανώνει και αρθρώνει τη σκέψη και τον λόγο του με μαεστρία, με το μάτι στραμμένο στο ειδικό αλλά και στο γενικό.
Αντίστοιχα και στο εκτενές έκτο κεφάλαιο παρουσιάζεται αναλυτικά ένα γενικώς παραμελημένο κομμάτι του έργου του, εκείνο του στιχουργού και ποιητή. Έργα όπως Το παραμύθι χωρίς όνομα, Το μεγάλο μας τσίρκο, Το κουκί και το ρεβύθι, Ο εχθρός λαός και Η γειτονιά των αγγέλων περιλαμβάνουν έναν σημαντικό αριθμό τραγουδιών σε στίχους του Καμπανέλλη και μουσική γνωστών συνθετών (Ξαρχάκος, Θεοδωράκης, Χατζιδάκης κ.α.). Τα τραγούδια παρουσιάζονται τόσο σε επίπεδο μορφής όσο και σε επίπεδο περιεχομένου ενώ αναλύεται η θέση τους μέσα στο δραματικό σύμπαν και η σχέση τους με το υπόλοιπο δραματικό κείμενο αλλά και το παραστατικό γεγονός.
Πολύτιμη ερευνητικά και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι ανάδειξη και η μελέτη θεατρικών έργων του Καμπανέλλη που είχαν παραμεληθεί από τη θεατρολογική έρευνα. Η «πολιτική τριλογία» της δεκαετίας του ’70, Το μεγάλο μας τσίρκο και Το κουκί και το ρεβύθι, Ο εχθρός λαός και κυρίως τα δύο τελευταία έργα είχαν αγνοηθεί από την κριτική ίσως λόγω της άμεσης σχέσης τους με την επικαιρότητα. Ο Πεφάνης προτείνει έναν νέο τρόπο θέασης των έργων αυτών: ως την πολιτική πράξη ενός συγγραφέα που ως διανοούμενος νοιώθει μια βαθιά ευθύνη να πάρει θέση ιδεολογική, έστω και στρατευμένη, σίγουρα ξεκάθαρη απέναντι σε γεγονότα που τον αφορούν και φέρουν τη σφραγίδα και της δικής του ευθύνης.
Αντίστοιχα ενδιαφέρουσα είναι και η ανάλυση μερικών από τα τελευταία έργα του Καμπανέλλη, το Γράμμα στον Ορέστη, Ο δείπνος, Η πάροδος Θηβών, Στη χώρα του Ίψεν, Μια κωμωδία, Μια συνάντηση κάπου αλλού και Η τελευταία πράξη υπό το πρίσμα όμως της ιδιότυπης σκηνοθεσίας που επιλέγει ο Καμπανέλλης σε αυτή την δημιουργική περίοδο της ζωής του. Ανοίγοντας τον χρόνο του έργου σε πολλαπλά επίπεδα, βάζοντας τους ήρωες να αναμετρούνται με το μύθο τους, να περνάνε από τη ζωή στο θάνατο και το ανάποδο, να γίνονται ρόλοι και οι ρόλοι άνθρωποι ο Πεφάνης εντοπίζει στον Καμπανέλλη μια σκέψη ποιητική και ερωτηματική που δίνει στα έργα αυτά μια αυτόνομη και ξεχωριστή θέση στο σύνολο της δραματουργίας του και δείχνει την αδιάκοπη εξέλιξη και μετάλλαξη του δραματικού του λόγου.
Στο τέταρτο κεφάλαιο η συνομιλία του Καμπανέλλη με τον Pirantello και η φανερή του επίδραση τουλάχιστον σε κάποια από τα έργα του όπως στην Τελευταία πράξη και το Ο κανείς και οι Κύκλωπες αναλύονται αρχικά σε επίπεδο ερευνητικό (κοινά στοιχεία στη βιογραφία τους, η παρουσίαση του Πιραντέλλο στην ελληνική σκηνή της περιόδου) αλλά, πάνω απ’ όλα σε επίπεδο δραματουργικό και αναδεικνύεται το συμπέρασμα πως ο Καμπανέλλης υιοθετεί στοιχεία και τεχνικές αλλά τις προσαρμόζει στη δική του ιδιοσυγκρασία, στον ρεαλιστικό ανθρωπισμό του. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και στην συνομιλία του με τον Brecht όπως αυτή φαίνεται και αναφέρεται από τον Γ. Πεφάνη, στην πολιτική του τριλογία.
Τέλος τα δύο τελευταία κεφάλαια το τόμου είναι αφιερωμένα σε δύο άγνωστα, πρωτόλεια έργα του συγγραφέα που εντοπίστηκαν από τον μελετητή. Το πρώτο είναι ο Κρυφός ήλιος και το δεύτερο το Άνθρωποι και ημέρες που πέρα από την εκτενή παρουσίαση της πλοκής και της δομής τους ιδιαίτερα σημαντική είναι η αναζήτηση σε αυτά μοτίβων και προβληματικών που συναντάμε και στην κατοπινή δραματουργία του Καμπανέλλη και τη θέση που αυτά καταλαμβάνουν στο σύνολο του δραματικού του σύμπαντος.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε πως Οι Μυκήνες δεν ήταν το παν είναι ένα ουσιαστικά σημαντικό και αξιόλογο μελέτημα πάνω στο έργο του Καμπανέλλη καθώς αφ’ ενός εστιάζεται σε περιοχές και έργα της δραματουργίας του που δεν είχαν μελετηθεί επαρκώς ως τώρα ή ήταν εντελώς άγνωστα και αφ’ εταίρου προτείνει έναν ειδικό τρόπο προσέγγισης του συνόλου του έργου του αγκαλιάζοντας πολλές από τις διαφορετικές, αντιφατικές αλλά ταυτόχρονα και συμπληρωματικές πλευρές ενός θεατρικού συγγραφέα που, όσο και να αποκαλύπτεται στον αναγνώστη και στο μελετητή, δίνει υποσχέσεις για νέες ανακαλύψεις και αποκαλύψεις στους ερευνητές του μέλλοντος.
*Διδάσκουσα στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών ΕΚΠΑβιβλ