Skip to main content

«Το μενού»: Γρήγορο φαγητό σε ακριβή πορσελάνη

Όταν ήμουν μικρός, χλαπάκιαζα το τοστάκι της σχολικής καντίνας και ευφραινόμουν. Προφανώς ζούσα σε άγνοια, μακριά από την εποχή της γαστρονομικής αφύπνισης όπως είναι η δική μας. Στην τηλεόραση σήμερα, προγράμματα που αφορούν το φαγητό προβάλλονται καθημερινά – σχεδόν ασταμάτητα. Ακολούθως, οι μεγάλοι σεφ ήταν κάποτε γνωστοί μονάχα στους καλοφαγάδες. Σήμερα, είναι celebrities.

Εστιατόρια με κουζίνες από όλο τον κόσμο είναι φωλιασμένα σε κάθε εμπορικό κέντρο των προαστίων, τα σουβλάκια «βγαίνουν» και σε vegan εκδοχή, ενώ αν αποφασίσετε να παιδευτείτε με μια δύσκολη συνταγή που απαιτεί δυσεύρετα υλικά, δε τρέχει μία: Τα παραγγέλνετε αμέσως μέσω internet.

Για να το πούμε πιο ωμά, κάποτε είχαμε χειρότερα γούστα. Πλέον, με τη βοήθεια της τεχνολογίας και της ελεύθερης αγοράς, «εκπαιδεύσαμε» για τα καλά τον ουρανίσκο μας. Σε ποιον δεν αρέσει η πρόοδος; Άλλωστε, η γευσιγνωσία φέρει μέσα της και μια φινέτσα: Όσο πιο ραφιναρισμένο το γούστο μας στο φαΐ, άλλο τόσο κι εμείς, που πλέον απολαμβάνουμε μια αποδομημένη κακαβιά όχι ως φαγητό, αλλά ως έργο τέχνης – μιας και δεν τρώμε πλέον για να χορτάσουμε, αλλά για να φάμε. Και, δε λέω, όλες οι τέχνες είναι σπουδαίες και μεγάλες, και όλες μπορούν να σου χαρίσουν μια μοναδικά υπερβατική εμπειρία. Τις υπόλοιπες όμως δεν μπορείς να τις φας! Εκεί που η γεύση σου χαρίζει την υπέρβαση, έρχεσαι η βρώση να σε προσγειώσει στη θνητότητα σου. Μεγάλο παράδοξο αυτό: Όσο πιο «υψηλό» το φαγητό, τόσο πιο θνητοί κι εμείς, καθώς το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε με αυτό το έργο τέχνης, είναι να το φάμε.

Απ’ αυτό το τελευταίο μοιάζει να υποφέρει ο Τάιλερ, ο νευρωτικός χαρακτήρας που ενσαρκώνει ο Νίκολας Χουλτ στο «Μενού» που, μαζί με τη συνοδό του (η Άνια Τέιλορ – Τζόι στο ρόλο της υποψιασμένης Μαργκό) φτάνουν σε απομακρυσμένο νησί του Βορειοδυτικού Ειρηνικού για να δειπνήσουν σε πριβέ εστιατόριο πολλών αστέρων. Πρόκειται για μια ξεχωριστή βραδιά: Ο μοναχικός, παγκοσμίως καταξιωμένος σεφ του καταστήματος παρουσιάζει στην αγαπημένη του πελατεία, που περιλαμβάνει πολιτικούς, ρεστο-κριτικούς και σταρ του Χόλιγουντ, μια σειρά από πιάτα που σερβίρονται για πρώτη φορά. Το πρόβλημα είναι πως ενδεχομένως να είναι και για τελευταία: Ο σεφ Τζούλιαν Σλόβικ σιχαίνεται την «αγαπημένη» του πελατεία, και η σιχαμάρα του αυτή καθρεπτίζεται εξόχως στα πιάτα του, που μοιάζουν με γευστικές ασκήσεις δηλητηριώδους ειρωνείας. Οι δε πελάτες σύντομα θα ανακαλύψουν πως δεν μπορούν να φύγουν. Κάποιοι θα πεθάνουν.

Ο Μάικλ Μάιλοντ που σκηνοθετεί αυτή τη μαύρη σάτιρα πάνω στη σύγχρονη εμμονή μας με την γκουρμέ κουζίνα (και σε όλα όσα εκπίπτουν απ’ αυτήν, που όπως είδαμε είναι μάλλον αρκετά), δεν μπορεί παρά να μας θυμίσει τον Πίτερ Γκρίναγουέι του «Ο μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του και ο εραστής της». Μόνο που το τελευταίο πιάτο που σερβίρεται σε εκείνη την ταινία, ξεπερνά σε σαρκαστική έμπνευση ολόκληρο το μενού του Σλόβικ, όσο κι αν ο Ρέιφ Φάινς ενσαρκώνει υπέροχα έναν χαρακτήρα γεμάτο εσωτερικές συγκρούσεις, προσδίδοντας του και μια υπαινικτικά κωμική χάρη. Εντέλει, οι παρατηρήσεις του Μάιλοντ είναι λίγες σε σχέση με το θέμα με το οποίο αποφάσισε να αναμετρηθεί. Γι αυτό και πολύ γρήγορα συγκεντρώνεται στο κομμάτι της κοινωνικής σάτιρας, βάζοντας στην άκρη τις μαγειρικές αντιστίξεις.

Θα μου πείτε, όλο το ζουμί εκεί είναι. Θα σας πω, τι να κάνουμε, δεν γίνεται να είναι κάθε ταινία αριστούργημα. Γιατί, ενώ ισχύουν όλα αυτά, δεν μπορώ να σας πω πως δεν διασκέδασα βλέποντας το «Μενού». Η κεντρική ιδέα είναι έξυπνη, το ευρηματικό ντεκουπάζ δε σε αφήνει στιγμή να αισθανθείς την θεατρικότητα του όλου set-up (όλη σχεδόν η ταινία είναι γυρισμένη σε μια τραπεζαρία), ρυθμικά δε δείχνει να «χάνει» από πουθενά, κι αν το τελικό αποτέλεσμα δείχνει κάπως λιποβαρές στις σημάνσεις του, αυτό μοιάζει να ανταποκρίνεται στις προθέσεις του δημιουργού της. Άλλωστε στο φινάλε μας το λέει ξεκάθαρα: Τι αξία έχει ένα γκουρμέ δείπνο μπροστά σε ένα καλό χάμπουργκερ;