Skip to main content

Το ΥΠΠΟΑ αποκαθιστά τα κτήρια του Ελληνικού Ωδείου στην Αθήνα και του Κρατικού Ωδείου στη Θεσσαλονίκη

Το κτήριο σήμερα στεγάζει το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης

Στον στρατηγικό του σχεδιασμό για τη διάσωση και ανάδειξη σημαντικών κτηρίων στα ιστορικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, τα οποία είναι συνυφασμένα με την αστική τους ταυτότητα, εντάσσει το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού την αποκατάσταση και συντήρηση του κτηρίου του Ελληνικού Ωδείου και του κτηρίου του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης. Και τα δύο κτήρια, ιδιοκτησίας του Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α), έχουν παραχωρηθεί, με αντάλλαγμα υπό όρους, προς χρήση στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού για πολιτιστική αξιοποίηση.

Όπως δήλωσε η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη «Συνεπείς στις δεσμεύσεις μας και ακολουθώντας τον στρατηγικό μας σχεδιασμό, αποκαθιστούμε κτήρια που ενσωματώνουμε στην πολιτιστική ζωή των μεγάλων αστικών κέντρων. Στην Αθήνα, σε συνέχεια των άμεσων σωστικών μέτρων που λάβαμε το καλοκαίρι, προωθούμε τον σχεδιασμό μας για να ξαναζωντανέψουμε το κτήριο του Ελληνικού Ωδείου, το οποίο έχει συνδέσει την ιστορία του με την πρώτη αστική οργάνωση της Αθήνας.

Με σεβασμό στις πολλαπλές αξίες και στα υλικά τεκμήρια που μεταφέρει στον χρόνο, διασώζουμε ένα σπάνιο δείγμα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, υπερτοπικής ακτινοβολίας, με ισχυρό θετικό πολεοδομικό αποτύπωμα, στο κέντρο της πόλης. Στη Θεσσαλονίκη, αποκαθιστούμε το μνημειακό κτήριο του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης με επεμβάσεις στο οικοδόμημα, στη συντήρηση και στην προστασία του διακόσμου. Στόχος μας είναι να το αποδώσουμε σύντομα για να στεγάσει και πάλι το Ωδείο, σύγχρονο, λειτουργικό και καθολικά προσβάσιμο».

Άποψη του κτηρίου του Ελληνικού Ωδείου στην οδό Φειδίου πριν την τμηματική κατάρρευση της στέγης

Κτήριο «Ελληνικού Ωδείου» στην Αθήνα

Για περίπου 50 χρόνια, το κτήριο Prokesch Von Osten, το οποίο βρίσκεται επί της οδού Φειδίου 3 στην Αθήνα, δεν έχει λειτουργήσει και τελεί υπό εγκατάλειψη. Σήμερα, έχει σε μεγάλο μέρος καταστραφεί από επανειλημμένες πυρκαγιές, τη διαδικασία της κατάσβεσης, καθώς και από την έκθεσή του σε φυσικά φαινόμενα. Το περασμένο καλοκαίρι μέρος της στέγης του κτηρίου κατέρρευσε. Η αποκατάσταση του κτηρίου θα χρηματοδοτηθεί με 6.000.000 ευρώ από το ΕΣΠΑ 2021-2027.

Το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων (ΚΣΝΜ) γνωμοδότησε θετικά επί της προμελέτης αποκατάστασης, αλλά και της μελέτης συντήρησης των τοιχογραφιών και των διατηρητέων στοιχείων του ιστορικού κτηρίου προκειμένου να διασωθεί. Με σκοπό την αποκατάσταση του ακινήτου προκειμένου να στεγάσει πολιτιστικές δομές, ο ΕΦΚΑ και το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού υπέγραψαν τον Μάρτιο του 2022 σύμβαση μακροχρόνιας παραχώρησης χρήσης.

Δεκαετία 1920. Νότια όψη κτηρίου Ελληνικού Ωδείου. Η θερινή σκηνή του πριν κτιστεί ο κινηματογράφος ΙΝΤΕΑΛ

Στόχος της μελέτης είναι να αποκατασταθούν τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά και μορφολογικά στοιχεία του μνημείου και οι νέες λειτουργίες να μην διαταράξουν την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του κτηρίου. Οι πολιτιστικές χρήσεις για τις οποίες προορίζεται συνάδουν με την ιστορία του και σέβονται τη εσωτερική του διαρρύθμιση. Στόχος είναι το αποκατεστημένο μνημείο να είναι φιλικό και λειτουργικό προς τους επισκέπτες, προσβάσιμο και σε ΑμεΑ. Η στατική μελέτη έχει ως στόχο να αρθούν οι δομικές τρωτότητες, να βελτιωθεί η σεισμική απόκριση του φορέα και να αναβαθμιστούν τα υφιστάμενα δομικά στοιχεία.

Αρχιτεκτονική πρόταση αποκατάστασης κτηρίου Ελληνικού Ωδείου στην Αθήνα

Το αρχικό κτήριο του 1836, έργο του Αυστριακού αρχιτέκτονα K. Roesner, αποτελεί ένα από τα ελάχιστα δείγματα αρχιτεκτονικής της πρώτης οθωνικής περιόδου, και υπό αυτή τη θεώρηση εντάσσεται σε ένα ευρωπαϊκό δίκτυο σπουδαίων μνημείων των απαρχών της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Το κτήριο βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με το κτήριο του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Στην ιστορική του πορεία, το κτήριο υπήρξε οικία του Αυστριακού πρεσβευτή Prokesch von Osten και άλλων γνωστών οικογενειών (Τοσίτσα, Α. Schliemann. Μελά). Από το 1919 ως και το 1971 στέγασε το Ελληνικό Ωδείο, στο οποίο φοίτησαν, μεταξύ άλλων η Μαρία Κάλας και η Νάνα Μούσχουρη.

Εξωτερική άποψη του κτηρίου του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης στη συμβολή των οδών Φράγκων και Τύπου

Κτήριο Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης

Η εγκεκριμένη από το ΚΣΝΜ προμελέτη αφορά στην επισκευή και αποκατάσταση του κτηρίου που στεγάζει το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, ιδιοκτησίας ΕΦΚΑ, το οποίο έχει παραχωρηθεί προς χρήση στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Η εν λόγω προμελέτη αντιμετωπίζει όλα τα κτηριολογικά και λειτουργικά ζητήματα. Επιλύει θέματα προσβασιμότητας για τα άτομα με κινητικά προβλήματα, πυρασφάλειας, και εκσυγχρονίζει όλες τις εγκαταστάσεις. Έχει ως στόχο τη συνέχιση της χρήσης του από το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, με αναδιαμορφωμένο το κτηριολογικό πρόγραμμα ώστε να είναι σύγχρονο και λειτουργικό. Το κτήριο ανακτά σε μεγάλο βαθμό την τυπολογία της β’ οικοδομικής του φάσης (μελέτη J. Pleyber). Το έργο είναι προϋπολογισμού 3.500.000 ευρώ. Η χρηματοδότησή του  έχει ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Το κτήριο του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης στην αρχική του φάση

Το κτήριο βρίσκεται στην ιστορική φράγκικη συνοικία στο κέντρο της πόλης. Το αρχικό κέλυφος ανεγέρθηκε γύρω στο 1840 στη θέση όπου βρίσκονταν παλαιότερα η οικία του εμπόρου Jake Abbott. Το 1863 το κτήριο περιήλθε στην ιδιοκτησία της Οθωμανικής Αυτοκρατορικής Τράπεζας και λειτούργησε ως υποκατάστημά της. Το 1903 καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από το κίνημα των Βούλγαρων «γεμιτζήδων» και το 1904 κατασκευάσθηκε εκ νέου για να στεγάσει την Οθωμανική Αυτοκρατορική Τράπεζα.

Το νέο κτήριο που στέγαζε την Oθωμανική Τράπεζα

Στο διάστημα 1930-1935 πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες επεμβάσεις στο κτήριο. Το 1949 το κτήριο στέγασε τις κεντρικές υπηρεσίες του ΙΚΑ και το 1983 παραχωρήθηκε στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Στο πλαίσιο της μετατροπής του σε Ωδείο έγιναν επεμβάσεις για να αντιμετωπιστούν οι βλάβες από τον σεισμό του 1978. Κατά την υφιστάμενη κατάσταση το κτήριο στεγάζει τις δραστηριότητες του Ωδείου, ωστόσο, παρουσιάζει σημαντικά ζητήματα παθολογίας και ελλείψεις σε σύγχρονες υποδομές.