Όλες οι τέχνες είναι σπουδαίες και μεγάλες, και όλες μπορούν να σου χαρίσουν μια μοναδικά υπερβατική εμπειρία, στο απόγειο τους. Σε αντίθεση όμως με τη μαγειρική τέχνη, τις υπόλοιπες δεν μπορείς να τις φας. «Το μενού», μια μαύρη σάτιρα πάνω στη σύγχρονη εμμονή μας με την gourmet κουζίνα (και σε όλα όσα εκπίπτουν απ’ αυτήν – θυμηθείτε τον Πίτερ Γκρίναγουέι του «Ο μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του και ο εραστής της») ξεκινά από ένα ευρηματικό τέχνασμα: Ένας μεγάλος σεφ (ο Ρέιφ Φάινς σε μεγάλα κέφια) καλεί τους «αγαπημένους» του πελάτες για ένα γευσιγνωστικό δείπνο μέχρι που, σύντομα αντιλαμβανόμαστε πως ενδέχεται να είναι και το τελευταίο τους. Το ευρηματικό ντεκουπάζ δε σε αφήνει στιγμή να αισθανθείς την θεατρικότητα του όλου set-up (όλη σχεδόν η ταινία είναι γυρισμένη σε μια τραπεζαρία), κι αν το τελικό αποτέλεσμα δείχνει κάπως λιποβαρές στις σημάνσεις του, τουλάχιστον δεν μπορείς να πεις πως δεν διασκέδασες.
Στο μεταξύ, πόσες παραχωρήσεις είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε απέναντι στην αυταρέσκεια ενός σινεμά που όμως μας συγκινεί πραγματικά; Ο Αλεχάντρο Γκονζάλεζ Ινιαρίτου με το «Μπάρντο, το Ψευδές Χρονικό ενός Σωρού Αλήθειες», με έκανε να αναρωτηθώ. Γιατί ο σκηνοθέτης στήνει το δικό του «8½», με φόντο το προσωπικό ταξίδι ενός Μεξικανού ντοκιμαντερίστα που ζει στο Λος Άντζελες και ετοιμάζεται να λάβει ένα μεγάλο βραβείο για την μέχρι τώρα καριέρα του. Μόνο που, σε αντίθεση με το σινεμά του Φελίνι (ή και του Τέρενς Μάλικ, από το οποίο εμπνέεται εξίσου ο Ινιαρίτου), εδώ έχουμε να κάνουμε με τη μηχανιστική προσομοίωση ενός «αριστουργήματος», που αναπαράγει μεν όλες τις εμμονές του δημιουργού του, αλλά φαντάζει εντέλει λιγότερο ειλικρινές απ’ όσο ενδεχομένως θα ήθελε ο ίδιος.
Η ειλικρίνεια πάλι ξεχειλίζει από τον «Σπόρο μιας αγάπης», το κινέζικο φιλμ του Λι Ρουιτζούν. Ράθυμο και βαθιά μελαγχολικό, παρακολουθεί το «καταναγκαστικό» προξενιό ανάμεσα σε έναν αγρότη και μια ασθενική γεροντοκόρη, προξενιό που, σε πείσμα της κακίας των ανθρώπων, ανθίζει μεν, αλλά σε τόπο άνυδρο: Δεν έχει απομείνει στάλα αλληλεγγύης στην Κίνα σήμερα, μας λέει ο Ρουιτζούν, σε μια ταινία που αναπαράγει κινηματογραφικά τον λυρικό ντετερμινισμό της Κινεζικής ποίησης. Εφοδιαστείτε με χαρτομάντηλα, καλού – κακού.
Βγαίνει τέλος και ο «Κορσές» της Μαρί Κρόιτσερ που καταπιάνεται με την Αυτοκράτειρα Ελίζαμπεθ της Αυστρίας – ή αλλιώς, την Πριγκίπισσα Σίσι, όπως δηλαδή μας τη σύστησε κινηματογραφικά η Ρόμι Σνάιντερ, πολλές δεκαετίες πίσω. Μόνο που εδώ «πετυχαίνουμε» την ηρωίδα στα 40ά της γενέθλια, ο ρόλος της έχει υποβιβαστεί, βρίσκεται δηλαδή σε ένα υπαρξιακό αδιέξοδο – και η Κρόιτσερ ξεκινά από’ κει για να παραδώσει ένα παιχνιδιάρικο (σε ύφος) ψυχολογικό πορτραίτο, απλωμένο σε καμβά πολυτελείας. Η δε Βίκι Κριπς (η συγκλονιστική ηθοποιός της «Αόρατης κλωστής») παίρνει στους ώμους της, όλο το «μυστήριο» της ταινίας. Πέρα απ’ αυτό δεν προκύπτουν και πολλά περισσότερα, είναι η αλήθεια.