Πώς έχουν απεικονίσει το τριήμερο του Πολυτεχνείου οι πεζογράφοι και οι ποιητές της εποχής, αλλά και πώς μεταδίδεται η εικόνα του γενικότερα μέσα από τα έργα της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας; Κι ακόμα, πώς καταλαβαίνουν και πώς προβάλλουν το γεγονός σε σημερινά τους βιβλία συγγραφείς, οι οποίοι ανέλαβαν τότε ενεργό ρόλο κατά της χούντας;
Όσο παραμένουμε μέσα στα χρονικά όρια της χούντας, η πεζογραφία θα δοκιμάσει δύο δρόμους προκειμένου να μιλήσει για τον βίο και την πολιτεία του καθεστώτος: ο ένας είναι η γενική πολιτική αλληγορία και ο άλλος η άμεση καταγραφή των γεγονότων του Πολυτεχνείου. Ως προς τις πολιτικές αλληγορίες, που μιλούν με συμβολικές αναλογίες για το δικτατορικό καθεστώς, το παρών θα δώσουν η Κωστούλα Μητροπούλου, ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Πέτρος Αμπατζόγλου και ο Θανάσης Βαλτινός (λίγο μετά τη δικτατορία και ο Χριστόφορος Μηλιώνης).
Στο πλαίσιο της άμεσης ανάπλασης του τριήμερου του Πολυτεχνείου, τη σκυτάλη παίρνει πρώτη ξανά η Μητροπούλου, με το αφήγημά της «Το χρονικό των τριών ημερών» (1974), ένα προσωπικό ντοκουμέντο δημοσιευμένο αμέσως μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, όπου αποδελτιώνονται λεπτό προς λεπτό ο εγκλεισμός των φοιτητών στο κτήριο της Πατησίων και η συνακόλουθη στρατιωτική εισβολή. Για το Πολυτεχνείο θα μιλήσει και ο Γιάννης Ρίτσος με το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας», γραμμένο το 1973, αμέσως μετά τα γεγονότα:
17 Νοεμβρίου
Βαριά σιωπή διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς, πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι,
ποιος θα πει περιμένω μέσα απ’ το μέσα μαύρο.
Μικροί σχοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια μ’ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο,
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους
πάνω απ’ τα τανκς μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς.
Πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε; Πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
Περνώντας στη μεταπολίτευση, ο αριθμός των άμεσων καταγραφών αυξάνει. Ας θυμηθούμε εν σειρά το μυθιστόρημα «Το μυστήριο» (1976) της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, το εξπρεσιονιστικών τόνων αφήγημα του Γιώργου Μανιάτη «21 Απριλίου – από μια πιο περίπλοκη άποψη» (1977), τη μαρτυρία «Πώς φτάσαμε στη νύχτα της μεγάλης σφαγής» (1980) της Λιλής Ζωγράφου και τον εσωτερικό μονόλογο του Γιώργου Ιωάννου στο διήγημα «Ο τοίχος με τα κάγκελα», από τη συλλογή «Εφήβων και μη» (1982). Την ίδια εποχή, λίγο μετά τον τερματισμό της επταετίας, και προτού προλάβει η δικτατορία να μετατραπεί οριστικά σε αντικείμενο της ιστορικής μνήμης, η πεζογραφία απομακρύνεται τόσο από το χρονικό όσο και από την αλληγορία, για να εκφραστεί πλέον με έναν πολύ ώριμο ρεαλισμό. Με ένα σκληρό, ξηρό και ενσυνείδητα αδρό γράψιμο, ο Νίκος Κάσδαγλης κάνει λόγο στο διήγημά του «Επιβάσεις» (από τη «Μυθολογία» , 1977) για την ιστορία της αντίστασης στη χούντα από αντιηρωική σκοπιά. Με την ίδια διάθεση στέκεται ο Κάσδαγλης απέναντι όχι μόνο στο Πολυτεχνείο, αλλά και στη μεταπολίτευση όταν δημοσιεύεται το μυθιστόρημά του «Η Νευρή» (1985).
Το κομβικό, παρόλα αυτά, μυθιστόρημα για το Πολυτεχνείο είναι η «Αντιποίησις αρχής» (1979) του Αλέξανδρου Κοτζιά. Με ήρωα έναν χαφιέ της χούντας, ο οποίος εκπροσωπεί τις χειρότερες στιγμές της νεότερης Ελλάδας, ο Κοτζιάς ανατέμνει την παθολογία μιας ολόκληρης τριακονταετίας, επιφυλάσσοντας για τον πρωταγωνιστή του την πιο ταπεινωτική μοίρα: το ανεπίλυτο δράμα της προδοσίας, της αυταπάτης και του αυτοκαταστροφικού κυνισμού.
Νεότερη του Κοτζιά και του Κάσδαγλη, η Μάρω Δούκα βάζει την πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματός της «Αρχαία σκουριά» (1979) να παίρνει μέρος στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και να συμμερίζεται δίχως δισταγμούς το πάθος των ημερών, αλλά να μην αποσπάται ποτέ από την ατομική της ιστορία. Η πρωταγωνίστρια ζει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας μια και εκείνο το οποίο χρειάζεται να συμβιβάσει (και το οποίο δεν θα συμβιβάσει ποτέ) είναι η αγωνιστική έξαρση και το ομαδικό πνεύμα της αντίστασης που επέδειξε η γενιά της κατά της χούντας με ό,τι ακολούθησε και διαδέχτηκε την πτώση της: την αλόγιστη εξατομίκευση, την επιστροφή στη μαλθακότητα και την εγκαρτέρηση των καθιερωμένων κοινωνικών ρόλων, την παραδοχή πως στο τέλος όλα υποχωρούν και πεθαίνουν.
Από την πρόσφατη πεζογραφική παραγωγή, στο μυθιστόρημά της «Ψιλά γράμματα», η Ιωάννα Καρυστιάνη, ηγετικό στέλεχος του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, βάζει τον αφανή ήρωά της να μένει δια βίου στη μνήμη της μοναδικής φωτεινής στιγμής της ζωής του, στη συγκίνηση που ένιωσε στην ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής στον Άγιο Λουκά Πατησίων για ένα εαρινό κορίτσι ενώ λίγους μήνες αργότερα περνά από το ίδιο σημείο το πλήθος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, φωνάζοντας συνθήματα για την ελευθερία. Ένα είδος χαμηλόφωνης απότισης φόρου τιμής στο τριήμερο του Πολυτεχνείου και στην πολύτροπη συναισθηματική του αξία.