Από τον 16ο αιώνα, για να βγάλουμε απ’ έξω και τα προϊστορικά όντα, συνολικά 311 είδη χερσαίων σπονδυλωτών έχουν κηρυχθεί υπό εξαφάνιση. Σύμφωνα δε με μια πρόσφατη μελέτη, υπάρχουν ακόμα 500 είδη ζώων που δεν έχουν δώσει σημάδια ζωής τα τελευταία 50 χρόνια – όμως δεν μπορούν ακόμη να θεωρηθούν «επισήμως» εξαφανισμένα. Απ’ όλα αυτά τα χαμένα πλάσματα όμως, το πιο ξεχωριστό πρέπει να είναι το ντόντο, το τροφαντό και αστείο στην όψη πτηνό, που απολάμβανε τη ξενοιασιά της ελευθερίας του στο ασφαλές νησί του Μαυρικίου – μέχρι δηλαδή την εμφάνιση των πρώτων ανθρώπων, εκεί γύρω στον 17ο αιώνα. Οι μαρτυρίες της εποχής, αναφέρουν την χαρακτηριστική ευπιστία του, ως το σημαντικότερο παράγοντα απ’ όλους όσους συνέβαλαν στην εξαφάνιση του: Το ντόντο δεν είχε μάθει να φυλάγεται, γιατί πριν τον άνθρωπο, δεν γνώριζε τι θα πει απειλή. Στη μορφή του καθρεπτίζεται η μοχθηρότητα μας.
Ένα τέτοιο εμφανίζεται στην έπαυλη μιας οικογένειας μεγαλοαστών, μια μέρα πριν το γάμο της κόρης τους. Το κλου; Η οικογένεια βρίσκεται σε μεγάλη οικονομική παρακμή, και ο γάμος αυτός μοιάζει η μόνη τους διέξοδος από τη χρεωκοπία – για να το πούμε αλλιώς, ο γαμπρός είναι από «δυνατό» σόι. Γύρω απ’ αυτόν τον πυρήνα, ο Πάνος Κούτρας συγκεντρώνει μια αλλοπρόσαλλη ομάδα χαρακτήρων όπου χωρούν όλων των λογιών οι τάξεις, οι εθνικότητες και οι σεξουαλικές ταυτότητες. Έχω πάντα την αίσθηση πως ο Κούτρας κάνει, στην πραγματικότητα, ταινίες για όλη την οικογένεια – μόνο που η οικογένεια αυτή είναι ταυτόχρονα και μια ουτοπία στην οποία όλοι οι ήρωες του προσβλέπουν, με όλα τα μέλη της να αγκαλιάζονται με ειλικρίνεια, μια οικογένεια όπου η αποδοχή συμπορεύεται με την αγάπη. Γι΄ αυτό και, παρά την ξεκάθαρα queer ταυτότητα των ταινιών του, δεν θα τον χαρακτήριζα με τίποτα enfant terrible: Ο Κούτρας δεν θέλει να τεστάρει τα όρια του θεατή, αλλά να τον κερδίσει. Στις δε καλύτερες των ταινιών του, είναι αδύνατο να μην αφεθείς στην αφηγηματική του επιδεξιότητα.
Στο «Ντόντο», ενορχηστρώνει άλλη μια «ζεστή» (σαν τα technicolor χρώματα της) ταινία, με τον υπερρεαλισμό να υποβαστάζει και εδώ τον καημό των ηρώων του – μόνο που τώρα αυτοί ξεπερνούν τους δέκα: Ο σκηνοθέτης έχει στήσει ένα γαϊτανάκι παράλληλων ιστοριών, σε έναν τόνο που ακροβατεί ανάμεσα στον λεπτό σαρκασμό και την μελοδραματική υπερβολή (υπάρχει και ένα nod στην «Αληθινή ζωή», το μελό σαπουνοπερατικών διαστάσεων που γύρισε το 2004). Μέσα από αυτές τις ιστορίες, ξεδιπλώνονται και οι παθογένειες της Δυτικής κοινωνίας σήμερα: Το μεταναστευτικό ζήτημα, η οικονομική κρίση, οι ταξικές συγκρούσεις, όλα αφήνουν τα αποτυπώματα τους στο στόρι. Κι όμως, η ταινία πλατειάζει όχι τόσο από την υπερπληθώρα τους, αλλά από τον χειρισμό τους: Στην αρχή έχεις την αίσθηση πως το υλικό αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για μια ταχύτατη screwball κωμωδία (είναι και ο γάμος που έπεται). Οι ρυθμοί όμως, όχι του μοντάζ, αλλά των σκηνών των ίδιων, δείχνουν να εξυπηρετούν περισσότερο τις σεναριακές σημάνσεις και λιγότερο τους ίδιους τους ήρωες – μεγάλο ρίσκο και μια επιλογή που έχουν πάρει πολλοί σκηνοθέτες όταν ένιωσαν πως, τέλος πάντων, έπρεπε «να τα πουν».
Το «Ντόντο» όμως δεν είναι μια θυμωμένη ταινία. Αντιθέτως, είναι μια αγαπησιάρικη ταινία, που παίζει διαρκώς με το μέσο (όπως στην τσαχπίνικη αφήγηση την καταγωγή του πτηνού, σε μια σεκάνς που συνδυάζει animation και live action) και εντέλει χάνεται κάπως και η ίδια μέσα στη βοή της. Οι ιστορίες δεν «κουμπώνουν», η υπέρβαση δεν έρχεται. Το δε καστ προσπαθεί φιλότιμα (με τη Νατάσα Εξηνταβελώνη να ξεχωρίζει), αλλά την παράσταση την κλέβει ούτως ή άλλως το πλάσμα. Δείχνει εξόχως «φανταστικό» (και όχι ψεύτικο), σε απόλυτη δηλαδή συνέπεια με την όψη της ταινίας του Πάνου Κούτρα, που επιμένει να ισορροπεί, έστω και κάπως άτσαλα όπως τώρα, ανάμεσα στην πραγματικότητα, και την τρέλα του Σινεμά.