Κάτι άλλο στο οποίο έχουμε συνηθίσει, είναι και οι επισκέψεις του Φατίχ Ακίν στην πόλη. Θυμάμαι ακόμα πόσο είχα εντυπωσιαστεί από το «Ακαριαίο χτύπημα» του 1998, στην πρώτη του προβολή στη Θεσσαλονίκη – αλλά θα περνούσαν έξι ακόμα χρόνια μέχρι να «περάσει» και στο ευρύ κύκλωμα διανομής με το μεγάλο του σουξέ, το «Ποτέ ξανά!», που αγαπήθηκε από το ελληνικό κοινό όσο λίγες ταινίες εκείνη την εποχή. Παιδί Τούρκων γονιών, γεννημένος και μεγαλωμένος στο Αμβούργο, καταπιάνεται πάντα με ιστορίες μεταναστών τους (εξαίρεση το «Χρυσό γάντι» όπου εκεί ο «ήρωας» είναι ένας Γερμανός serial killer – όχι τυχαία, η πιο απωθητική ταινία του), τους οποίους και ακολουθεί σε μια σειρά κινηματογραφικών genres τα οποία και, ενίοτε, αναποδογυρίζει. Και ομολογώ πως τον προτιμώ περισσότερο ως σκηνοθέτη, παρά ως σεναριογράφο καθώς βρίσκω πως όταν αποφασίζει να δουλέψει πάνω στον σκελετό ενός είδους, αποδίδει περισσότερο. Επίσης, του πάει το χιούμορ: Το βραβευμένο στη Βενετία «Soul Kitchen» για παράδειγμα, λειτουργούσε εξόχως ως ηθογραφική κωμωδία και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη του εμπορική επιτυχία.
Μέχρι σήμερα αυτό.
Γιατί τα εισιτήρια που κόβει αυτή τη στιγμή “Το χρυσάφι του Ρήνου”, έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο στη Γερμανία – αγγίζουν διαστάσεις φαινομένου. Απόλυτα λογικό, καθώς αφηγείται την απίστευτη ιστορία του Χατάρ, ενός φημισμένου σταρ της Γερμανικής χιπ χοπ σκηνής που από Ιρανός πρόσφυγας έγινε γκάνγκστερ και, αφού βρέθηκε στη φυλακή για ληστεία μεγάλης ποσότητας χρυσού (ο οποίος παρεμπιπτόντως δεν βρέθηκε ποτέ) έγινε στη συνέχεια μουσικός ηχογραφόντας μέσα στη φυλακή. Είναι αστείο που «κανείς παραγωγός δεν ήθελε να αναλάβει αυτό το project», όπως μάθαμε στη συνέχεια από τον σκηνοθέτη καθώς πρόκειται για ένα άκρως ψυχαγωγικό χαρμάνι δράσης και ηθογραφίας, διανθισμένο με μπόλικο χιούμορ, και γεμάτο μουσική. Τώρα, μη μας ρωτάτε αν εντέλει αυτό που παρακολουθούμε είναι η crime ονείρωξη ενός ράπερ γιατί τα ίδια τα αληθινά γεγότα είναι αυτά που εξύψωσαν τον Χατάρ στο μυθικό status που απολαμβάνει στη Γερμανία. Και προσωπικά πιστεύω πως η ταινία θα κόψει εισιτήρια και στην Ελλάδα, το κοινό αυτό υπάρχει και έχει δηλώσει το παρών σε ταινίες που “φλερτάρουν” μαζί του με αισθητικους όρους (σε αυτό το κοινό χρωστάει την επιτυχία του το “Πρόστιμο”).
Σε αληθινή ιστορία βασίζεται και η συγκλονιστική «Μπλανκίτα» από τη Χιλή, ιστορία που σόκαρε την κοινή γνώμη και προκάλεσε εθνική αναταραχή. Ηρωίδα, μια 18χρονη που ζει σε ανάδοχη οικογένεια, μάρτυρας-κλειδί ενός σκανδάλου με παιδιά, πολιτικούς και μεγιστάνες του πλούτου που συμμετέχουν σε ομαδικές σεξουαλικές συνευρέσεις. Όμως όσα περισσότερα ερωτήματα εγείρονται, τόσο λιγότερο σαφής γίνεται ο ρόλος της Μπλάνκα (μια σπουδαία ερμηνεία από την Λόρα Λόπεζ) σε αυτό το σκάνδαλο. Η ταινία μιλά με γενναιότητα για το ρόλο του Κράτους, της Εκκλησίας και των αρχών, δίχως ποτέ να έχεις την αίσθηση της πολιτικής ρητορείας. Μη νομίζετε όμως πως ο σκηνοθέτης Φερνάντο Γκουτσόνι παρακολουθεί ως εντομολόγος – απλά αποφεύγει τον μανιχαϊσμό, στον οποίο άνετα θα μπορούσε να εκπέσει ένα τέτοιο θέμα, και αναδεικνύει όλα τα προβλήματα που προκύπτουν όταν χανόμαστε ανάμεσα στα όρια της ηθικής και της δικαιοσύνης, ζητήματα που άνετα θα μπορούσαν και να καταπιούν έναν λιγότερο επιδέξιο κινηματογραφιστή. Το έχουμε γράψει όμως στο παρελθόν: Το σινεμά της Λατινικής Αμερικής, μαζί με αυτό της Ρουμανίας, είναι πολύ σοβαρή ιστορία. Και η «Μπλανκίτα» μας αφορά. Είναι μια ταινία που αξίζει δηλαδή να δει το ελληνικό κοινό.
O δε Σαμ Μέντες σκηνοθετεί το «Empire of light», μια νοσταλγική ιστορία που διαδραματίζεται γύρω από έναν κινηματογράφο τη δεκαετία του ’80. Φωτογραφημένο πανέμομορφα από τον Ρότζερ Ντίκινς, που ανασυνθέτει την εποχή με μια θεαματική παλέτα, θυμίζοντας σε στιγμές τη δουλειά του Βιτόριο Στοράρο στο «One from the heart». Ναι, αυτή είναι μια ταινία – χάρμα οφθαλμών, φτιαγμένη για να προβληθεί στη μεγάλη οθόνη, μόνο που η ιστορία της, το σενάριο δηλαδή, που υπογράφει για πρώτη φορά εξ’ ολοκλήρου ο σκηνοθέτης, αδυνατεί να την υποβαστάξει. Τα φυλετικά ζητήματα που θέτει, μοιάζουν περισσότερο με αφορμή και λιγότερο με σημαίνουσες ιστορίες ανθρώπων τους οποίους ενδεχομένως θα κρατούσαμε μέσα μας και μετά το πέρας της προβολής. Πρόβλημα αυτό το τελευταίο. Και είναι κρίμα, γιατί η δουλειά που έχει γίνει στο οπτικό κομμάτι είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα, δεν αρκεί όμως για να μας αποσπάσει από τις γλυκερές μελωδίες του Τρεντ Ρέζνορ και την δραματουργική της ρηχότητα. Η δε Ολίβια Κόλμαν τα δίνει όλα.
Προβλήθηκε επίσης και η «Αναπαράσταση», το αριστουργηματικό ντεμπούτο του Θόδωρου Αγγελόπουλου με αφορμή τα δέκα χρόνια από τον θάνατο του. Ήταν μια συγκινητική προβολή, και ακόμα πιο συγκινητική την έκανε η βροχή που «στόλισε» την πόλη εκείνο το απόγευμα, μετατρέποντας την σε ιδανικό Αγγελοπουλικό σκηνικό.