Η παράσταση «Μπλου» σε σύλληψη και σκηνοθεσία της Ηρώς Κισσανδράκη –η οποία επίσης ερμηνεύει, παρουσιάζεται κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 9.15 μ.μ., στο Θέατρο 104 [Ευμολπιδών 41, Γκάζι].
Η συγγραφέας μετουσίωσε μια αληθινή ιστορία σε θεατρικό κείμενο με λιτό και εκφραστικό τρόπο, σεβόμενη την πρωτότυπη θεματογραφία, αφήνοντας παράλληλα τον θεατή να προχωρήσει σε συνειρμούς. Μιλήσαμε μαζί της.
Θα θέλατε να μας συστήσετε το έργο; Τι διαδραματίζεται επί σκηνής;
«Το μόνο σίγουρο είναι ότι είναι όλα μπλε και ότι θα μεταφερθούμε στην Αμερική της δεκαετίας του ’50. Υπό τους ήχους του Έλβις και του Πολ Άνκα, θα ταξιδέψουμε στον ιδιαίτερο κόσμο του Λουκ και της Λιζ, που επιβιώνουν μόνοι τους υπό τις οδηγίες του επόπτη κηδεμόνα τους, κυρίου Σμιθ. Όπως είναι λογικό, μόλις παρουσιαστεί η Αν, η νέα οικονόμος του σπιτιού, οι ισορροπίες θα ανατραπούν. Το “Μπλου” κινείται μεταξύ μαύρης κωμωδίας, θρίλερ και δράματος».
Μιλήστε μας για την αληθινή ιστορία, στην οποία βασίζεται το έργο. Και τι σας προσέλκυσε να ασχοληθείτε με αυτή;
«Το “Μπλου” είναι βασισμένο σε μία αληθινή ιστορία, η οποία τυχαία έπεσε στα χέρια μου, πριν από τρία χρόνια. Με την πρώτη κιόλας επαφή, ένιωσα πως ήθελα να ανακαλύψω περισσότερα πράγματα για αυτήν τη μυστηριώδη οικογένεια. Η έρευνα που ξεκίνησε, σύντομα τελείωσε καθώς όλο έπεφτα επάνω στις ίδιες πληροφορίες, που σήμαινε μία διαιώνιση πραγμάτων στη δομή της οικογένειας και κατ’ επέκταση της ιστορίας. Τήρησα, λοιπόν, τον βασικό κορμό ώστε να μην αλλοιωθεί το κεντρικό διακύβευμα και εν συνεχεία εμπλούτισα την πλοκή με στοιχεία δραματουργίας.
Πολύ σημαντικό στοιχείο της πραγματικής ιστορίας είναι οτι οι κεντρικοί ήρωες πάσχουν από μία σπάνια κληρονομική ασθένεια, για την οποία δεν γνώριζα τίποτε. Έπρεπε, λοιπόν, πρώτα να ενημερωθώ για αυτήν και μετά να προσπαθήσω να την εντάξω στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων των δύο παιδιών, που γεννήθηκαν με αυτό, που έμαθαν να ζουν με αυτό, που δεν γνώριζαν τίποτα για αυτό (να σημειώσω εδώ ότι, μόλις πρόσφατα, ανακαλύφθηκε μία παρηγορητική αγωγή διάρκειας 24 ωρών) και που αγωνιούσαν να ζήσουν λίγο “φυσιολογικά” πριν φύγουν από αυτό».
Κάποια κεντρικά θέματα που συναντούμε στον πυρήνα της παράστασης;
«Θέλω να πιστεύω πως είναι ένα έργο με πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις. Το πρώτο θέμα που θίγεται είναι το ζήτημα του ισόβιου εγκλεισμού των δύο κεντρικών ηρώων, σε μία πολυτελή απομονωμένη φάρμα στο Κεντάκι του 1957. Την ίδια στιγμή, μία άλλη κοπέλα, η Αν, εισέρχεται σε αυτόν τον περίεργο κόσμο και με σχετική προθυμία δέχεται να αυτοπεριοριστεί σε ένα κλειστό πλαίσιο, γεγονός που αγγίζει το θέμα της αυτοδιάθεσης στον εγκλεισμό. Έπειτα, είναι η πάλη των δύο “διαφορετικών” ηρώων να ζήσουν κάπως φυσιολογικά μέσα σε αυτό το παγιωμένο και αμετάβλητο περιβάλλον. Έχουν ήδη συναντηθεί με τη μητρική αγάπη μέσω της κας Τζόνσον που τους μεγάλωσε, διατηρούν ακεραία την αδερφική -καθώς έχουν μάθει να ανασαίνουν σαν ένα σώμα, και παλεύουν για την ερωτική…»
«Μπλου»· λίγα λόγια σας για την επιλογή του τίτλου;
«Το μπλε είναι ένα από τα αγαπημένα μου χρώματα και επειδή η αληθινή ιστορία έπεσε στα χέρια μου out of the blue, σκέφτηκα να το ονομάσω “Μπλου”. Εννοείται ότι σχετίζεται και με την υπόθεση του έργου, την οποία προσκαλώ τον κόσμο να ανακαλύψει από κοντά».
Μια περιγραφή του ρόλου σας;
«Υποδύομαι την Αν, μία νέα κοπέλα που προσλαμβάνεται ως οικονόμος στο σπίτι των αδερφών Κομπς. Ο κηδεμόνας των παιδιών τής ορίζει σε αυστηρό πλαίσιο τις υποχρεώσεις της και της καθιστά σαφές πως τα παιδιά δεν πρέπει να έρθουν σε επαφή με τον έξω κόσμο. Εκείνη δέχεται και μπαίνει, τελικά, σε έναν δυστοπικό κόσμο, όπου όλοι οι ήρωες παλεύουν για λίγη “κανονικότητα”, όπως θα λέγαμε στις μέρες μας».
Και μια σκιαγράφηση των χαρακτήρων που είναι μαζί σας επί σκηνής;
«Η Λιζ και ο Λουκ, οι κεντρικοί ήρωες του έργου είναι δύο παιδιά που ζουν από τότε που γεννήθηκαν σε ένα απομονωμένο σπίτι· και ενώ όλοι θα περίμεναν πως θα έμοιαζαν με απολίτιστα αγρίμια, εκείνοι συμπεριφέρονται περισσότερο σαν εκλεπτυσμένα, περίεργα, δίδυμα αδέρφια. Εκείνη είναι πιο αισιόδοξη και μάχεται να βρει διέξοδο στην προβλέψιμη ζωή της ενώ ο Λουκ μοιάζει να είναι πιο συμφιλιωμένος με τη συνθήκη του εγκλωβισμού του. Ωστόσο, και οι δύο αναζητούν βαλβίδες αποσυμπίεσης, τις οποίες θα ανακαλύψει σταδιακά το κοινό.
Ο κύριος Σμιθ, ο κηδεμόνας των δύο παιδιών, έχει καταφέρει με την αυστηρή και διακριτική του παρουσία να εποπτεύει τις κινήσεις τους έστω και δια τηλεφώνου.
Ο Τόμας, ο κλασσικός ρομαντικός νέος της εποχής καταλήγει στη φάρμα των παιδιών για να ζητήσει βοήθεια όταν χαλάει το αυτοκίνητό του ενώ ο κύριος Τζον είναι ο μοναδικός σύνδεσμος της περίεργης αυτής οικογένειας με τον έξω κόσμο».
Θα μας πείτε μια ατάκα, κάποια λόγια από το έργο;
«“Λιζ: Είσαι προκατειλημμένος./ Λουκ: Είμαι ρεαλιστής./ Λιζ: Και φοβιτσιάρης./ Λουκ: Φοβάμαι και για τους δυο μας, εντάξει; Τέρμα η συζήτηση”».
Γράφετε, σκηνοθετείτε, ερμηνεύετε· νιώθετε περισσότερο κοντά σε κάποια από τις τρεις ιδιότητες, και πόσο μπαίνει κάθε μία στον χώρο των άλλων; Επίσης, πώς θα περιγράφατε τον συνδυασμό τους σε μια παράσταση –όπως στην παρούσα;
«Ομολογώ πως είναι ό,τι πιο δύσκολο, διασπαστικό και, ταυτόχρονα, καλλιτεχνικά ωφέλιμο έχω κάνει. Με το “Μπλου” συναντήθηκα πρώτη φορά με τη σκηνοθεσία και η αγωνία μου είναι να μην υπολείπεται το αποτέλεσμα της αρχικής φανταστικής εικόνας που ήθελα να πλάσω. Ευτυχώς, είχα στο πλευρό μου τη χορογράφο Γιάννα Μελλά, την εικαστικό Μάρθα Φωκά και τρεις ταλαντούχους ηθοποιούς, που έκαναν αυτό το ταξίδι μαγικό».
Κάποιο έργο που θέλετε να δουλέψετε στο μέλλον; Ένας ρόλος με τον οποίο θέλετε να συναντηθείτε;
«Η ψαλίδα είναι μεγάλη· από τα κείμενα του σκληρού ρεαλισμού του Δημήτρη Δημητριάδη έως τις διαχρονικές ιστορίες του Γουίλιαμ Σαίξπηρ».
Έργα, καλλιτέχνες που έχουν επιδράσει στην καλλιτεχνική σας ταυτότητα;
«Πολλοί και διαφορετικοί καθώς θα με χαρακτήριζα πολυσυλλεκτική, με λίγο πιο κινηματογραφική ματιά. Στέκομαι σίγουρα στην υφολογία του Τιμ Μπάρτον και τη δραματουργική κινησιολογία του Τσάπλιν, στην πένα του Γούντι Άλλεν, στη στωικότητα του Κλιντ Ίστγουντ, στη δραματική συνέπεια του Τζιμ Σέρινταν, στην επιβλητική σκηνοθεσία του Μπράιαν ντε Πάλμα, στο καθηλωτικό συναίσθημα του Χάνεκε, στην αφηγηματική ταχύτητα του Γκάι Ρίτσι, στη ροή της ενέργειας που διατρέχει όλες τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, στο έργο του Παντελή Βούλγαρη… Είναι μεγάλο το παζλ».
Ένα βιβλίο που διαβάσατε τελευταία και σας άρεσε;
«Τα “Έθιμα Ταφής” της Χάνα Κεντ».
Κι ένα βιβλίο, διαχρονικά αγαπημένο;
«Τα “Άπαντα” του Καβάφη ή οι “Μεγάλες Προσδοκίες” του Κάρολου Ντίκενς».
Κάτι που σας χαλά τη διάθεση;
«Η εκ προοιμίου αρνητική διάθεση».
Και κάτι που τη φτιάχνει;
«Οι αισιόδοξοι και ευφυείς άνθρωποι».
Να κλείσουμε με στίχους από κάποιο τραγούδι;
«“Penso que un sogno cosi non ritorni mai piu,/ Mi dipengevo le mani e la faccia di blu,/ Poi d’ improvisso venivo dal vento rapito/ E incominciavo a volare nel cielo infinito./ Volare,/ Cantare/ Nel blu dipinto di blu/ Felice di stare lassu.” Που σημαίνουν σε ελεύθερη μετάφραση…“Σκεφτόμουν ότι ένα τέτοιο όνειρο δεν θα γυρνούσε ποτέ πια,/ Έβαφα τα χέρια και το πρόσωπό μου μπλε/ Ξαφνικά με απήγαγε ο άνεμος/ Και άρχισα να πετάω στον ατέλειωτο ουρανό./ Πετάω/ Τραγουδάω/ Μέσα στο μπλε, βάφτηκα μπλε/ Ευτυχισμένος που βρίσκομαι ψηλά.” -Οι στίχοι ανήκουν στο “Volare” του Domenico Modugno και είναι ό,τι πιο ταιριαστό για το “Μπλου”».
Συντελεστές της παράστασης:
Σκηνοθεσία & Σύλληψη-Δραματουργία: Ηρώ Κισσανδράκη
Κινησιολογία: Γιάννα Μελλά
Μουσική Σύνθεση: Γιώργος Μιζήθρας
Σκηνικά: Alexandra Kal
Κοστούμια: Ηρώ Κισσανδράκη
Κατασκευή Κοστουμιών: Atelier Tsiouni
Μάσκες: Μάρθα Φωκά
Βοηθός Σκηνοθέτη: Γιάννα Μελλά
Φωτογραφίες – Trailer: Χρήστος Συμεωνίδης
Ηθοποιοί: Δημήτρης Τσιγκριμάνης, Χρύσα Κοταράκου, Γιώργος Αλεβιζάκης, Ηρώ Κισσανδράκη