Μια γυναίκα ξυπνά δίπλα σε έναν άντρα, στην κρεβατοκάμαρα ενός πολυτελούς διαμερίσματος – που θα μπορούσε άνετα να ήταν και σουίτα ξενοδοχείου καθώς αποπνέει μια κλινική ψυχρότητα. Η γυναίκα σηκώνεται και ξεκινά να αφηγείται μια ιστορία. Μοιάζει να την εφευρίσκει εκείνη τη στιγμή. Ο άνδρας, που έχει μισοξυπνήσει, αρχίζει να συμμετέχει δημιουργικά στην όλη πλοκή, που παραπέμπει σε σαπουνόπερα. Μέσα απ’ αυτό αντιλαμβανόμαστε πως έχουμε να κάνουμε με ένα ζευγάρι καλλιτεχνών. Δείχνουν δεμένοι, όμως εντέλει η ψυχρότητα του διαμερίσματος μοιάζει να αντανακλάται μέσα τους – ή και να εκπέμπεται απ’ αυτούς εξ’ αρχής.
Είναι η πρώτη μας γνωριμία με την Ότο και τον Γιουσούκε. Η πρώτη είναι σεναριογράφος, ο δεύτερος, φημισμένος ηθοποιός και σκηνοθέτης. Στις διαδρομές του από το σπίτι προς το θέατρο με το αγαπημένο του κόκκινο Saab, ακούει κασέτες με τη φωνή της. Γρήγορα αντιλαμβανόμαστε πως η φωνή του δίνει τις «πάσες» για τον ρόλο του: Ο Γιουσούκε ενσαρκώνει τον «Θείο Βάνια» σε μια πολυγλωσσική μεταφορά δικής του εμπνεύσεως. Η παράσταση έχει μεγάλη επιτυχία. Παρακολουθούμε μάλιστα και ένα απόσπασμα της όπου, λίγο αργότερα, η Ότο επισκέπτεται τον Γιουσούκε στα καμαρίνια, συστήνοντας του έναν νεαρό ηθοποιό και μεγάλο του θαυμαστή. Τον υποδέχεται με παγερή ευγένεια.
Μια παράδοξη σύμπτωση, οδηγεί επιδέξια σε μια σειρά γεγονότων και μας ξεδιαλύνει κάπως το «αίνιγμα» αυτής της ψυχρότητας που αναφέραμε στην αρχή: Το παντρεμένο – και αγαπημένο – ζευγάρι των Γιουσούκε και Ότο έχασε ένα μικρό παιδί από πνευμονία, πριν χρόνια. Η τελευταία δεν είχε τη δύναμη να γίνει μητέρα ξανά. Ο Γιουσούκε το δέχτηκε. Ώσπου ένα βράδυ την βρίσκει στο σπίτι νεκρή. Οι γιατροί θα πουν εγκεφαλική αιμορραγία.
Εδώ ξεκινούν τα credits της ταινίας. Μας το λέει δηλαδή εξ’ αρχής ο Ριουσούκε Χαμαγκούτσι, ο πολύ ταλαντούχος σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος του «Drive my car»: Η ταινία μου μπορεί να ξεκίνησε πριν 30 λεπτά, η ιστορία όμως ξεκινά από τώρα. Και ποια είναι η ιστορία; Δυο χρόνια μετά το θάνατο της Ότο, ο Γιουσούκε φτάνει σε ένα Φεστιβάλ στη Χιροσίμα για να σκηνοθετήσει μια νέα πολυγλωσσική μεταφορά του Τσεχοφ-ικού μνημείου. Φτάνει με το κόκκινο αυτοκίνητο του, δεν του επιτρέπεται όμως να το οδηγήσει: Ένα κωμικό διάταγμα, απαγορεύει στους καλλιτέχνες που επισκέπτονται το Φεστιβάλ να οδηγούν, καθώς ένας από δαύτους είχε, στο παρελθόν, προκαλέσει ένα μεγάλο ατύχημα. Η διοργάνωση όμως έχει προσλάβει γι’ αυτή τη δουλειά μια σοφέρ, την Μισάκι – μια νεαρή γυναίκα και σπουδαία οδηγό, για λόγους που θα μάθουμε μετά. Είναι η αρχή μιας πολύ ιδιότυπης σχέσης που αποκρυσταλλώνεται με αξιοσημείωτη ακρίβεια και ευαισθησία.
Οι άνθρωποι αυτοί, οι ήρωες του Χαμαγκούτσι δηλαδή, δε λένε ποτέ μια λέξη παραπάνω γι’ αυτά που τους συμβαίνουν. Καμία απεύθυνση δεν ακούγεται στημένη, καμία αντίδραση δεν φαίνεται περιττή. Αυτό που θα μπορούσε να προκύψει στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη (ένας στυλιζαρισμένος μινιμαλισμός – δηλαδή μια κατασκευή) εδώ «απλώνεται» στο εύρος ενός σχεδόν αραχνοΰφαντου αστικού δράματος που υποβαστάζει κάθε σιωπηλό σπαραγμό, χωρίς ποτέ να μας τον υπογραμμίζει ή να τον «εκθέτει». Μας αφορούν εξίσου και τα κενά ανάμεσα στις λέξεις, οι φωνές που δεν ακούγονται, τα ερωτηματικά που μένουν αναπάντητα. Που σχεδόν τίποτα δε μένει, γιατί ο Χαμαγκούτσι βρίσκει, από το πρώτο πλάνο, μια εσωτερική συχνότητα στην οποία μένει συνεπής μέχρι και το τελευταίο του καρέ.
Τη συχνότητα αυτή είναι που διασχίζει το αυτοκίνητο του Γιουσούκε, και πάνω σ’ αυτήν είναι που διαγράφεται το ταξίδι των επιβατών του. Διαβάζω πως στην αυθεντική ιστορία το αμάξι ήταν κίτρινο, και σκέφτομαι πόσο ουσιαστική – με όρους κινηματογραφικούς – ήταν αυτή η αλλαγή. Το κόκκινο όχημα μοιάζει σα να «ξεπετάγεται» τρισδιάστατα μέσα στο παγωμένο ντεκόρ, σαν ένας φάρος ανθρώπινου συναισθήματος, σε έναν τόπο όπου δύσκολα αυτά ευδοκιμούν, με τον διευθυντή φωτογραφίας Χιντετόσι Σινομίγια να πετυχαίνει το ακατόρθωτο: Το «Drive my car» δείχνει πανέμορφο, αλλά δεν είναι ποτέ αυτάρεσκο. Στα δε εσωτερικά πλάνα του αυτοκινήτου, ο Χαμαγκούτσι κατακερματίζει φιλμικά αυτόν τον χώρο με μια «αόρατη» μαεστρία. Τόσο αόρατη που μοιάζει να «απολυμάνει» αυτόν τον φιλμικό χώρο από τον ναρκισσισμό, ούτως ώστε να αναδειχθεί κάτι αληθινό.
Δίχως αυτή την αλήθεια, δεν θα υπήρχε ταινία.