Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Το Εθνικό Θέατρο υποδέχεται φέτος μικρούς και μεγάλους στη Σκηνή «Ελένη Παπαδάκη» του Θεάτρου Rex, με ένα έργο για όλη την οικογένεια, που μιλά για τη φιλία, τη γενναιοδωρία, την αγάπη, τους θριάμβους και τα δώρα της ζωής.
«Η Χάιντι και τα βουνά» του Ανδρέα Φλουράκη -μια σύγχρονη, συγκινητική μουσική εκδοχή της συγκλονιστικά διαχρονικής ιστορίας της μικρής ηρωίδας τής Γιοχάνα Σπίρι, ανεβαίνει από τις 28 Οκτωβρίου [Πανεπιστημίου 48, Αθήνα].
Τη σκηνοθεσία υπογράφει η Ιώ Βουλγαράκη· μιλήσαμε μαζί της.
Πώς θα συστήνατε τη Χάιντι –σε όσους, υποθέτουμε λίγους, δεν τη γνωρίζουν;
«Η Χάιντι είναι ένα παιδί προικισμένο με αυτό που όλοι οι άνθρωποι φέρουμε σε κάποιο βαθμό αλλά η ζωή συνήθως το δοκιμάζει αγρίως, τη δύναμη της υπέρβασης. Χωρίς γονείς από την αρχή σχεδόν της ζωής της, χωρίς σπίτι με την παραδοσιακή έννοια, χωρίς άλλη σταθερά πέρα από το ένστικτό της, είναι, για μένα, η απόλυτη κατάφαση προς τη ζωή και αυτή της η φύση κινητοποιεί τους πάντες γύρω της. Είναι ένα φωτεινό πλάσμα, όχι γιατί δεν φοβάται ούτε γιατί είναι παντοδύναμη –όπως συχνά μας αρέσει να σκεφτόμαστε για φανταστικές ηρωίδες και ήρωες και είναι βεβαίως μια ανοησία– αλλά γιατί ψάχνει πάντοτε τον δρόμο του “μαζί”. Κι αυτό με συγκινεί τόσο πολύ».
Τι σας προσέλκυσε στην επιλογή του συγκεκριμένου ανεβάσματος;
«Αν θέλω να είμαι ειλικρινής, η σχέση με το έργο ξεκίνησε με την πρώτη λέξη: “Παππού”. Ένα κορίτσι φωνάζει τον παππού του από μακριά. Αν η πρώτη ατάκα του έργου ήταν άλλη, πιστεύω θα είχα μια εντελώς διαφορετική σύνδεση μαζί του, πιθανώς πιο εγκεφαλική και μπορεί ακόμη και να μην αποφάσιζα να το κάνω. Ακούγεται υπερβολή, αλλά είναι η αλήθεια. Για μένα, πάντοτε όλα στην επιλογή του υλικού ξεκινούν απ’ το θέμα. Δεν είχα ιδέα τι είναι η Χάιντι, ποια είναι η μυθολογία της, δεν είχα παρακολουθήσει ποτέ την σειρά, ούτε είχα διαβάσει το βιβλίο. Η δική μου γενιά δε νομίζω πως έχει ιδιαίτερες αναφορές άλλωστε, όπως έχουν οι λίγο μεγαλύτεροι. Το θέμα της απώλειας, έτσι όπως το συνάντησα και το διάβασα στο έργο από την πρώτη στιγμή, είναι η καρδιά του συγκεκριμένου ανεβάσματος. Αναρωτιόμαστε πώς μιλάμε για την απώλεια τόσο στα παιδιά όσο και στους εαυτούς μας».
Σίγουρα, κάθε σκηνοθεσία είναι μοναδική. Πείτε μας, όμως, διαφοροποιείται σημαντικά η δουλειά σας, όταν το έργο απευθύνεται, πρωτίστως, σε παιδιά; Και δώστε μας, αν θέλετε, ένα στίγμα της μαγευτικής απόδοσης που στήνετε, για τη διαχρονική αυτή ιστορία.
«Δε νομίζω πως επί της ουσίας δούλεψα διαφορετικά όσον αφορά στην ίδια τη διαδικασία της προετοιμασίας, της πρόβας ή και της σύνθεσης, όπου βρισκόμαστε τώρα. Ναι, με απασχολεί μάλλον περισσότερο η καθαρότητα της αφήγησης σε σύγκριση με άλλες δουλειές αλλά δεν πιστεύω σ’ ένα θέατρο που πρέπει να καταλαβαίνουμε όλες και όλοι το ίδιο πράγμα· πιστεύω στη φαντασία και στα ανοιχτά ερωτήματα, όποια κι αν είναι η ηλικία του κοινού. Και ναι, μάλλον υπάρχει μια μεγαλύτερη τρυφερότητα στη σκηνική γλώσσα που φτιάχνουμε αλλά και πάλι δεν πιστεύω ότι έχει να κάνει μόνο με την απεύθυνση σε παιδιά αλλά με τη φάση που διανύω ούτως ή άλλως και βέβαια με την ίδια την ομάδα που έχει σχηματιστεί για το συγκεκριμένο εγχείρημα. Στίγμα της παράστασης θα έλεγα πως είναι οι σκηνές των ονείρων όπου η Χάιντι βλέπει τους νεκρούς γονείς της ή όσους ανθρώπους της λείπουν πολύ κι αυτό αντιμετωπίζεται χωρίς εφέ κατά τη γνώμη μου, με την πρόθεση να βρεθεί μια σκηνική αλήθεια που να μας περιέχει, μικρούς και μεγάλους».
Κάποιο σχόλιό σας για την προσέγγιση του Ανδρέα Φλουράκη;
«Κατά τη γνώμη μου, ο Ανδρέας έχει βρει μια σπάνια ισορροπία ανάμεσα στη διατήρηση της πλοκής και των χαρακτήρων ενός ήδη υπάρχοντος έργου και μάλιστα τόσο δημοφιλούς, καθώς γνωρίζουμε τη Χάιντι κυρίως μέσα από τη σειρά και όχι από το μυθιστόρημα, και στην πρόταση ενός πρίσματος μέσα από το οποίο μπορείς να δεις αυτή την προϋπάρχουσα ιστορία. Φυσικά και αυτό το πρίσμα υποκειμενικό είναι –όπως όλα–, γιατί μια άλλη/ένας άλλος σκηνοθέτις/ης μπορεί να διάβαζε κάτι άλλο στο έργο. Όμως και πάλι, αυτό σημαίνει πως συνομιλεί με το υλικό της Χάιντι και δεν το αναπαράγει απλώς. Νομίζω, αυτό είναι και το νόημα του να ανέβει “Η Χάιντι και τα βουνά” του Ανδρέα Φλουράκη και όχι η “Χάιντι” της Γιοχάνα Σπίρι».
«Μια ιστορία για παιδιά και για όσους αγαπούν τα παιδιά», αυτός ήταν ο υπότιτλος που η Γιοχάνα Σπίρι, διάλεξε για το μυθιστόρημά της. Μια υπόθεσή σας για σκέψεις και συναισθήματα που θα έχει ένα παιδί που θα παρακολουθήσει την παράσταση και, αντίστοιχα, ένας ενήλικας;
«Δεν ξέρω· είμαστε όλοι οι άνθρωποι τόσο διαφορετικοί. Κάνοντας μια τέτοια υπόθεση, αυτομάτως θα έβαζα όλους τους ανθρώπους που θα παρακολουθήσουν την παράσταση σε αυτή την ακατανόητη γενική κατηγορία που συνήθως ονομάζουμε “το κοινό”. Αυτό που ξέρω είναι ότι φτιάχνουμε μια παράσταση για το ότι στη ζωή γίνονται θαύματα και αυτά τα θαύματα λέγονται “συναντήσεις” και επειδή στην πορεία χάνουμε ανθρώπους που αγαπάμε, άλλοτε γαλήνια και φυσικά και άλλοτε βάναυσα και πρόωρα, αυτό δεν σημαίνει πως δεν αξίζει να πηγαίνουμε παραπέρα σε αυτό το ταξίδι που μας έχει δοθεί· το αντίθετο. Απλά, χρειάζεται να βρούμε έναν νέο τρόπο να τους φέρουμε μαζί μας όσους χάσαμε χωρίς αυτό να μας τσακίζει, χωρίς από την άλλη και να το αποφεύγουμε. Ό,τι χάνεται, είναι οι αποσκευές μας».
Επί σκηνής, συναντιούνται τρεις γενιές ηθοποιών· δώστε μας ένα ατμοσφαιρικό στίγμα των προβών, της «χημείας» της συνεργασίας.
«Στην πρόβα υπάρχει ένας αμοιβαίος θαυμασμός, νομίζω, μεταξύ νεότερων και μεγαλύτερων ηλικιακά ηθοποιών, που εκφράζεται με διάφορους τρόπους φροντίδας πάνω στη δουλειά. Είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό και το βρίσκω πολύτιμο όπως και να ’χει, πέρα από την ίδια την παράσταση και τη συγκεκριμένη συγκυρία, δηλαδή. Φωτιζόμαστε όλοι απ’ όλους, ανταλλάσσουμε ενέργειες, οι μικρότεροι ωριμάζουν, οι μεγαλύτεροι ελαφραίνουν και κάπως κάπου συναντιόμαστε. Και εκεί που συναντιόμαστε δεν υπάρχουν ηλικίες παρά μόνο άνθρωποι που δημιουργούν κάτι μαζί».
Διαφορές και ομοιότητες των παιδιών θεατών με το ενήλικο κοινό;
«Αυτό, μάλλον, θα το καταλάβω πιο βαθιά όταν αρχίσουν οι παραστάσεις. Υποθέτω, από τις παραστάσεις για παιδιά που έχω παρακολουθήσει στην ενήλικη ζωή μου, ότι η αμεσότητα στις αντιδράσεις είναι η βασικότατη διαφορά. Επίσης, αν θυμηθώ τον εαυτό μου παιδί στο θέατρο, ταυτιζόμουν τελείως μυστικά, ψυχικά και προσωπικά με κάποια ηρωίδα ή κάποιον ήρωα, όπως ακριβώς μου συμβαίνει και σήμερα. Απλά σήμερα το εκφράζω, φοβάμαι, πιο σπάνια».
Ταυτότητα παράστασης
Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη
Σκηνικά: Μαγδαληνή Αυγερινού
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Κινησιολογία-Χορογραφία: Κατερίνα Φώτη
Μουσική-Στίχοι: Δημήτρης Τάσαινας
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Δραματολόγος παράστασης: Μαρία Καρανάνου
Βοηθός σκηνοθέτριας Α΄: Δέσποινα Σταυρίδη
Βοηθός σκηνοθέτριας Β΄: Βαρβάρα Νταλιάνη
Βοηθός σκηνογράφου: Ξένια Παπατριανταφύλλου
Βοηθός ενδυματολόγου: Μαρίνα Κουλούρη
Διανομή (με αλφαβητική σειρά):
Νοεμή Βασιλειάδου, Τίτος Γρηγορόπουλος, Βασίλης Καραμπούλας, Αλέξης Κωτσόπουλος, Λαέρτης Μαλκότσης, Ιουστίνα Ματσιασέκ, Ντίνα Μιχαηλίδου, Χριστίνα Μπρέκου, Δημήτρης Τάσαινας, Γιώτα Φέστα, Χριστίνα Χριστοδούλου.