Skip to main content

29 χρόνια χωρίς τη θλιμμένη ποιήτρια Κατερίνα Γώγου

Σαν σήμερα, το 1993, έφυγε από τη ζωή η ηθοποιός και ποιήτρια Κατερίνα Γώγου, μια ψυχή «από αιώνες λυπημένη», η οποία θα είναι πάντα παρούσα μέσα από τους οργισμένους στίχους της.

Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1940, και ξεκίνησε από μικρή καριέρα στην ηθοποιία, αλλά αργότερα στράφηκε στην ποίηση. Το υποκριτικό της ταλέντο, φάνηκε από πολύ νωρίς, γι’ αυτό και από 5 χρονών παιδί συμμετείχε σε παιδικούς θιάσους. Πριν κλείσει τα 12 της χρόνια έπαιξε στον κινηματογράφο, στο έργο του Αλέκου Σακελλάριου «Ο Άλλος». Στη συνέχεια, σπούδασε στη δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη και πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1961 με τον θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου, για να ακολουθήσουν συνεργασίες της και με άλλους θιάσους.

Το 1958 έπαιξε στην ταινία «Το Ξύλο Βγήκε από τον Παράδεισο» και από τότε είχε δεύτερους αλλά χαρακτηριστικούς ρόλους σε 14 ελληνικές ταινίες του εμπορικού κινηματογράφου – εκ των οποίων οι 8 της Φίνος Φιλμ -, με τελευταία την ταινία «Τι έκανες στον Πόλεμο Θανάση» του Ντίνου Κατσουρίδη.

Επίσης, πρωταγωνίστησε και  σε τρεις ταινίες διαφορετικού είδους, οι οποίες ταίριαζαν περισσότερο με την ιδιοσυγκρασία της. Οι δύο από αυτές ήταν του συζύγου της Παύλου Τάσιου: «Βαρύ Πεπόνι» το 1977, για το ρόλο της οποίας κατέκτησε το βραβείο ερμηνείας Α΄ Γυναικείου Ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, καθώς και η πολυβραβευμένη «Παραγγελιά» το 1980, κατά την οποία ο Κυριάκος Σφέτσας μελοποίησε στίχους της που ερμήνευε η ίδια.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, πρωταγωνίστησε στην ταινία «Όστρια» σε σενάριο δικό της και του σκηνοθέτη της ταινίας Α. Θωμόπουλου, για το οποίο και μοιράστηκαν το βραβείο Καλύτερου Σεναρίου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Στη συνέχεια αφιερώθηκε αποκλειστικά στην ποίησή της, μια ποίηση – κραυγή προς κάθε κοινωνική αδικία, ενώ ακολούθησε μια δύσκολη ζωή γεμάτη εξαρτήσεις και απογοητεύσεις.

Στρέφοντας την πλάτη στη ζωή και το σύστημα

Τα ποιήματά της είναι γνωστά για τον αντισυμβατικό χαρακτήρα και τις αναρχικές τους ιδέες. Αγαπούσε τη ζωή, μα ταυτόχρονα δεν την άντεχε. Μέσα από τους στίχους της πρόβαλε έντονα τη διαμαρτυρία και την αγανάκτησή της για τις τερατώδεις δυνατότητες του κοινωνικού μηχανισμού να καταστρέφει τον άνθρωπο και τη ζωή, και καταδίκαζε τον πόνο και την αθλιότητα γύρω της. Στρέφοντας την πλάτη στη ζωή και το σύστημα, εξουθενωμένη από ένα βαθύ αίσθημα ματαιότητας, αυτοκτόνησε με χάπια και αλκοόλ, το 1993, σε ηλικία 53 ετών.

Για την κόρη της, τη Μυρτώ έγραψε:
«…να μη μάθει ποτέ η Μυρτώ
τα αίτια του θανάτου μου.
Μπορείτε να της πείτε
πως δεν άντεξα την άνοιξη ή πως πέρασα με κόκκινο.
Ναι. Αυτό είναι πιο πιστευτό.
Με κόκκινο. Αυτό να πείτε».

——————

«Καμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά
και μπαίνεις. Φοράς άσπρο κάτασπρο
κουστούμι και λινά παπούτσια. Σκύ-
βεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου
72 φράγκα και φεύγεις. Έχω μείνει
στη θέση που μ’ άφησες για να με ξανα-
βρεις. Όμως πρέπει νάχει περάσει πο-
λύς καιρός γιατί τα νύχια μου μακρύ-
νανε κι οι φίλοι με φοβούνται.
Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες έχω χάσει
την φαντασία μου κι όταν ακούω “Κατερίνα”
τρομάζω. Νομίζω πως πρέπει να καταδώσω
κάποιον.
Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον
που λέγανε πως είσαι συ. Ξέρω πως λένε
ψέματα οι εφημερίδες, γιατί γράψανε πως
σου ρίξανε στα πόδια.
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο Στόχος,
το νου σου ε;»