«Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλο στόμα;» ρωτά η αφελής Κοκκινοσκουφίτσα στο ομώνυμο παραμύθι που κρατά από τον 16ο αιώνα. «Για να σε φάω!» απαντά ο μεταμφιεσμένος λύκος, και όλα τα παιδάκια αναρωτηθήκαμε το ίδιο πράγμα: «Πόσο μεγάλο είναι πια αυτό το στόμα;». Το 1975, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ αποφάσισε να μας λύσει την απορία.
Λένε πως όταν ο Ρότζερ Κόρμαν, ο βασιλιάς των b-movies, είδε για πρώτη φορά τα «Σαγόνια» (ο «καρχαρίας» προστέθηκε στον ελληνικό τίτλο από τον διανομέα), έφυγε από την αίθουσα πεπεισμένος πως είχε σημάνει η αρχή του τέλους για την αυτοκρατορία του: Ξαφνικά, μετά από δεκαετίες, τα μεγάλα στούντιο έδειχναν αποφασισμένα να καταπιαστούν με αυτά τα «ευτελή» είδη που μέχρι τότε έβρισκαν το κοινό τους στα drive-in και στους συνοικιακούς σινεμάδες β’ προβολής – οπουδήποτε αλλού δηλαδή εκτός από τα multiplex των προαστίων – και μάλιστα, με «φουσκωμένους» προϋπολογισμούς που ο Κόρμαν δεν θα μπορούσε να ανταγωνιστεί.
Σκεφτείτε πως «παρακατιανό» είδος αποτελούσε και η επιστημονική φαντασία μέχρι την εμπορική επιτυχία του «Star Wars», που όμως ήρθε δυο χρόνια αργότερα. Μη βάζετε στην εξίσωση την «Οδύσσεια του Διαστήματος»: καμία ταινία δε θα μπορούσε να την ακολουθήσει («σπουδαία» ιδέα αυτό το sequel το 1984). Τα «Σαγόνια» ήταν αυτά που έδωσαν το σήμα, αλλάζοντας μια για πάντα την παγκόσμια κινηματογραφική βιομηχανία. Και φυσικά όποιος νομίζει πως αυτές οι ταινίες-γεγονότα κατασκευάζονται έτσι εύκολα, «στα χαρτιά» δηλαδή, μάλλον έχει καταλάβει κάτι λάθος: Μόνο ο Σπίλμπεργκ θα μπορούσε να απευθυνθεί στο κοινό των προαστίων (καθότι «παιδί» τους κι ο ίδιος), και το έκανε με μια μαστοριά που, όπως συνήθιζε να λέει ο Βασίλης Ραφαηλίδης για τον σκηνοθέτη, χωράει μέσα της «όλο το αμερικάνικο σινεμά».
Η αγαπημένη σκηνή του ίδιου του Σπίλμπεργκ στο «Jaws» πάντως, έρχεται λίγο ένα τέταρτο μετά την πρώτη ώρα της ταινίας, όταν, στο άκουσμα μιας ατάκας του Ρόι Σάιντερ, ο καρχαρίας ξεπροβάλλει σοκαριστικά το κεφάλι του από τη θάλασσα, κι εμείς τον βλέπουμε για πρώτη φορά. Το κλου; Ο Σάιντερ έλεγε τη λέξη «σκατά» κι εμείς βρισκόμαστε στο 1975: Το κοινό δεν έχει συνηθίσει ακόμα να ακούει μπινελίκια στο mainstream σινεμά. Ως εκ τούτου, (και σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες της εποχής) σκάει στα γέλια. Τη στιγμή αυτή λοιπόν εμφανιζόταν το κτήνος, και το γέλιο αυτό μετατρεπόταν σε κραυγή, δημιουργώντας μια τρομερή ατμόσφαιρα στην αίθουσα. Ο δε Σπίλμπεργκ συνήθιζε να πηγαίνει τακτικά σε προβολές της ταινίας του, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως η σκηνή αυτή είχε κάθε φορά το ίδιο αποτέλεσμα. Τα είχε καταφέρει.
Έχει πλάκα να προσπαθήσει κανείς να δει την ταινία σαν ένα γουέστερν: Σε μια διεφθαρμένη πόλη ξεκομμένη από τον «πολιτισμό», ένας σερίφης συμμαχεί με δυο εξαιρετικά ετερόκλητους χαρακτήρες για να αντιμετωπίσει μια εξωτερική απειλή – έναν εχθρό με τον οποίο θα υποχρεωθεί να μονομαχήσει στο αποθεωτικό φινάλε. Στα κλασσικά γουέστερν του Τζον Φορντ άλλωστε υπογραμμίζεται εντόνως η διαμάχη ανάμεσα στον παλιό και τον νέο κόσμο, και εδώ αυτός εκπροσωπείται επάξια από τον έναν εκ των τριών βασικών ηρώων, τον Κουίντ, που ενσαρκώνει ο Ρόμπερτ Σο. Μια προσωπική εκτίμηση: Ο Σο σε αυτή την ταινία μου θυμίζει πάρα πολύ τον ίδιο τον Τζον Φορντ, ειδικά σε αυτές τις… λακωνικές συνομιλίες του με τον σκηνοθέτη Πίτερ Μπογκντάνοβιτς. Η παλιά Δύση δηλαδή εδώ σχεδόν σωματοποιείται. Απέναντι της ο Μπρόντι (ο σερίφης της πόλης) και ο Χόπερ, το «τρυφερό πόδι» που έλεγαν και στο Γουέστ, που όμως διαθέτει την ισχύ της γνώσης, κάτι που τον καθιστά εξίσου απαραίτητο σύμμαχο. Εκπρόσωποι του Νέου Κόσμου και οι δυο τους, παιδί των προαστίων ο τελευταίος. Ο Ρίτσαρντ Ντρέιφους που τον ενσαρκώνει, είναι και ο μόνος ηθοποιός απ’ τους τρεις που θα ξανασυνεργαστεί με τον Σπίλμπεργκ.
Όλα αυτά βέβαια δεν είναι στοιχεία που αποκωδικοποιούνται επί τόπου: ο θεατής της εποχής μπορούσε άνετα να μπει «βιωματικά» στην «κατάσταση» των ηρώων – αντί να μπει στη θέση τους, που θα ήταν αδύνατον (το μεγάλο μάθημα που ο Σπίλμπεργκ πήρε από τον Χίτσκοκ). Μόνο που ο 29χρονος τότε σκηνοθέτης, όπως γράψαμε παραπάνω, ήξερε πολύ καλά σε ποιους απευθύνεται. Επαναδιατύπωσε λοιπόν μια κινηματογραφική γραμματική, παίζοντας σαν ζογκλέρ με ολόκληρο το σινεμά, για να μιλήσει σε αυτόν τον κόσμο.
Και η πολιτική θέση της ταινίας, για την οποία πολλά έχουν γραφτεί; Είναι το «Jaws» μια παραβολή για μια ηττημένη, καταβεβλημένη Αμερική που οφείλει να αναστηθεί από τις στάχτες της; Άλλωστε όλα αυτά συμβαίνουν παραμονή 4ης Ιουλίου. Έλα όμως που αυτό στέκει και ως τέχνασμα πλοκής, ξέχωρα από τη συμβολική του σημασία: Εθνική εορτή θα πει εθνική αργία, που με τη σειρά του θα πει περισσότεροι τουρίστες στην παραλία, άρα περισσότερο σασπένς.
Μπορεί να είναι όλα αυτά, μπορεί να είναι και ακόμα περισσότερα, η πιο τρανταχτή πολιτική θέση όμως που εκφράζεται εδώ, αφορά την ανάγκη του Αμερικάνικου σινεμά να κατακτήσει το κοινό του μαζικά, όπως ακριβώς συνέβαινε και στη Χρυσή Εποχή του Χόλιγουντ. Οι καιροί επιτάσσουν να μαγευτούμε, αυτό διακηρύττει το σινεμά του Στίβεν Σπίλμπεργκ, περισσότερο από κάθε τι άλλο. Δεν ξέρω αν ακούγεται επιφανειακό ως αίτημα, κάτι μου λέει όμως πως πρέπει να είναι το πιο διαχρονικό.