Χαμογέλα
Μόνο τρόμος.
Τα δαιμονικά μάτια του «Μωρού της Ρόζμαρι». Το κορίτσι που κρέμεται από το τσιγκέλι του «Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι». Η Λίντα Μπλερ και το στριφογυριστό της κεφάλι στον «Εξορκιστή». Τα σκυλιά που κομματιάζονται από το εξωγήινο ξενιστή τους στο «The Thing» του Τζον Κάρπεντερ. Τι κοινό έχουν αυτές οι εικόνες; Κατ’ αρχάς, είναι αξέχαστες! Άπαξ και τις δεις μια φορά, πάει, τελείωσε. Θα μου πείτε, αξέχαστη είναι και η φούστα της Μέριλιν Μονρόε όπως σηκώνεται από τον αεριζόμενο φωταγωγό, στο «Εφτά χρόνια φαγούρα». Δίκιο έχετε, θα σας απαντήσω με τη σειρά μου, μόνο που αυτή η εικόνα δεν είναι τραυματική. Οι εικόνες του Φανταστικού λοιπόν, διασφαλίζουν την αθανασία τους μέσω της τραυματικής δυναμικής τους.
Πάνω σε αυτό το δεδομένο χτίζει τη μυθοπλασία του ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Πάρκερ Φιν, που έφτιαξε το «Smile» βασισμένος με τη σειρά του στην 11λεπτη ταινία του «Laura hasn’t slept». Και το στόρι εδώ περιστρέφεται γύρω από μια κατάρα (τύπου «The Ring»), όπου το κυριευμένο θύμα υποχρεώνεται να αυτοκτονήσει με τον πιο φρικιαστικό τρόπο μπροστά σε έναν και μόνο μάρτυρα, ούτως ώστε να τον κυριεύσει για να επαναληφθεί η διαδικασία. Η δύναμη του τραύματος λοιπόν, θρέφει φαντάσματα. Όλα αυτά, σε μια ταινία καλοσμιλεμένη αισθητικά, που, τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, κόβει δυνατά εισιτήρια στο αμερικάνικο box office.
Να πούμε εξαρχής πως πρόκειται για ένα αποτελεσματικό φιλμ τρόμου. Βλέποντας το, θυμήθηκα τον Μελ Μπρουκς που δήλωνε περήφανα πως θα έκανε τα πάντα για να κάνει τον θεατή του να γελάσει, εννοώντας πως θα κατέφευγε και στο φτηνότερο σεναριακό ή σκηνοθετικό τέχνασμα για να το πετύχει. Ε, την ίδια Αρχή ακολουθεί και ο Πάρκερ Φιν: Τα μισά jump-scares της ταινίας τοποθετούν την «τραυματική» εικόνα στο πρώτο καρέ ενός «κοψίματος» που, μεταξύ μας, είναι ο πιο φτηνιάρικος τρόπος επίτευξης σοκ. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως το κόλπο δεν λειτουργεί. Και σκηνοθετικά ο Φιν υποστηρίζει το οικοδόμημα του με μια συνεπής παγωμάρα στην εικόνα (κυριαρχούν οι μουντοί / ψυχροί τόνοι) και στον ήχο (σχεδόν απούσα η μουσική – και όταν την ακούμε, είναι κακόηχη).
Το δε βάρος της απειλής, πέφτει στις πλάτες δυο ηθοποιών: Της πρωταγωνίστριας Σόζι Μπέικον, και της Κέιτλιν Στέισι. Η τελευταία είναι το κορίτσι στην αφίσα της ταινίας, και το πρώτο θύμα με το οποίο ερχόμαστε σε επαφή. Είναι η δική της ερμηνεία που μας «πουλάει» το όλο μεταφυσικό premise, κι ας εμφανίζεται μόλις στα πρώτα λεπτά της ταινίας. Ο δε Φιν έχει μελετήσει καλά τον ασιατικό τρόμο, δεν ενδιαφέρεται όμως και πολύ για τα επουσιώδη: Πίσω από τους ήρωες του «Ring» ή του «Kairo» (από τα οποία είναι ξεκάθαρα επηρεασμένος, για να μην πούμε κάτι βαρύτερο) υπάρχουν αληθινοί χαρακτήρες που κουβαλούν το προσωπικό τους δράμα. Εδώ αυτά «εργαλιοποιούνται» κάπως διεκπεραιωτικά, ίσα – ίσα για να πάμε στο επόμενο jump-scare.
Και όχι, δεν είμαστε αυστηροί. Ή, αν προτιμάτε, είμαστε το ίδιο αυστηροί απέναντι του όσο θα ήμασταν απέναντι σε ένα «φεστιβαλικό» δράμα αξιώσεων. Δεν θεωρούμε δηλαδή το Σινεμά Τρόμου ένα σινεμά παρακατιανό, για να γράψουμε τεμενάδες για το «Smile» απλά και μόνο επειδή μας τρόμαξε, και αυτό γιατί οι σημαίνοντες συμβολισμοί του παραμένουν κινηματογραφικά αναξιοποίητοι – με μοναδική εξαίρεση την τελευταία σκηνή. Η οποία όμως, με τη σειρά της, εκπίπτει στον αγοραίο πεσιμισμό (ξανά, σε αντίθεση με τις ταινίες από της οποίες «εμπνέεται») επειδή ναι μεν καλά είναι τα sequel, αλλά μην πληρώνουμε κερατιάτικα και την πρωταγωνίστρια.
Η Γυναίκα Βασιλιάς
Εισαγωγές – Εξαγωγές Made in Hollywood
Οι πολεμίστριες της φυλής Αγκότζι ήταν οι προστάτιδες του βασιλείου της Δαχομέης – ξακουστή αυτοκρατορία της Δυτικής Αφρικής, γνωστή σε εμάς από το 1625 μέχρι και την πτώση της, το 1894 (υπάρχουν και πηγές που ανιχνεύουν τις ρίζες της πολλούς αιώνες πριν, αλλά αυτές οι λεπτομέρειες αφορούν τους ιστορικούς). Γνωστές για τον σκληρότητα και το θάρρος τους, εμφανίζονται τον 18ο αιώνα, όταν δηλαδή η Δαχομέη είχε γίνει το επίκεντρο της εξαγωγής δούλων, μέχρι την επιβολή ενός ναυτικού εμπάργκο από τους Βρετανούς, το 1852, σε μια προσπάθεια ανακοπής αυτού του εμπορίου. Περιττό να πούμε πως τα κίνητρα των Ευρωπαίων δεν ήταν ανθρωπιστικά. Γιατί απλούστατα, οι Βασιλείς της Δαχομέης συγκέντρωναν θεαματικά χρηματικά ποσά απ’ αυτή την ιστορία, και η Ευρώπη δεν μπορούσε να ανεχτεί κάτι τέτοιο.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, οι πολεμίστριες των Αγκότζι αριθμούσαν γύρω στις 6000. Ήταν εκείνες που υπήρξαν και οι πιο αποτελεσματικές στις «αρπαγές» σκλάβων προς διακίνηση – όλα αυτά μέχρι τις πρώτες συρράξεις με τους Γάλλους αποικιοκράτες. Οι τελευταίοι χρειάστηκαν οπλοπολυβόλα για να φτάσουν στην πολυπόθητη νίκη, που με τη σειρά της, οδήγησε στην πτώση του βασιλείου. Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, παραμένουν οι μόνες, ιστορικώς καταγεγραμμένες γυναίκες στρατιώτες πρώτης γραμμής, στη σύγχρονη πολεμική ιστορία.
Κι αν η ιστορία της τέχνης είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αποικιοκρατία («πήξαμε», για αιώνες, στην ομφαλοσκόπηση του δυτικού κόσμου), είναι καιρός να ανοίξει και μια κουβέντα για τον νεοκολλωνισμό των τεχνών – και δη των αναπαραστατικών, όπως ο κινηματογράφος. Αν κάνετε μια αναζήτηση ελληνικών άρθρων στο Google για τις πολεμίστριες των Αγκότζι, τα μόνα κείμενα που θα βρείτε, είναι αυτά που αφορούν την ταινία των παμπόνηρων παραγωγών της Sony, αυτής δηλαδή που μας απασχολεί σε αυτό το κείμενο. Στο μεταξύ, δεν είναι καν η πρώτη που καταπιάνεται με το ζήτημα καθώς προηγείται το «Κόμπρα Βέρντε» του Βέρνερ Χέρτζοκ, παραγωγής 1987 – η τελευταία συνεργασία του σκηνοθέτη με τον ηθοποιό Κλάους Κίνσκι. Δεν υπάρχει όμως ούτε ένα ελληνικό κείμενο που να κάνει την σύνδεση: Το Χόλιγουντ κατάπιε ολόκληρο τον Χέρτζοκ. Θα μου πείτε, εδώ καταπίνει την παγκόσμια ιστορία κι εσύ καίγεσαι για την κινηματογραφική; Κι όμως, έχει και αυτό τη σημασία του.
Όπως ανέφερα παραπάνω όμως, δεν θέλω να μιλήσω για τον αποικιοκρατισμό των τεχνών, αλλά για τον νεοκολλωνισμό, το φαινόμενο δηλαδή που αναπτύχθηκε με το τέλος της αποικιακής περιόδου, εκεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν δηλαδή οι πρώην κατακτητές αρχίζουν να παρουσιάζονται πλέον ως σύμμαχοι των απελευθερωμένων εθνών, συμμετέχοντας στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες τους. Είναι φυσικά μια έμμεση συμμετοχή. Δεν βλέπουμε πλέον την αποικιοκρατία. Ο έλεγχος είναι πια αόρατος – με άλλα λόγια, πλήρης.
Έτσι, οι γυναίκες – ηρωίδες του «The Woman King» ομιλούν την αγγλική, με αφρικανική προφορά. Η ηγέτιδα τους, που ενσαρκώνει η Βαϊόλα Ντέιβις, αποτελεί μυθοπλαστικό κατασκεύασμα. Αντιτίθεται μάλιστα στο εμπόριο σκλάβων και αντιμάχεται τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες – ενώ στην πραγματικότητα το Βασίλειο της Δαχομέης κινδύνευε περισσότερο από τις γειτονικές φυλές τις οποίες και αιχμαλώτιζε για να τις μοσχοπουλήσει σε πρόθυμους Ευρωπαίους αγοραστές (κάτι που δεν πρόκειται να κρίνουμε με σημερινούς όρους καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν μάλλον ανόητο). Ακολούθως, τα ήχηρα τους συνθήματα θυμίζουν περισσότερο αυτά ενός ποδοσφαιρικού αγώνα (ή μιας ομάδας μπάσκετ του NBA). Και η «επική» κινηματογράφιση, τίγκα στις ψηφιακές προσθήκες και επεμβάσεις, παραπέμπει σε ιντερμέτζο παιχνιδιού δράσης, ή σε μια επική παραγωγή της Disney.
Καμία «διαφορετικότητα» δεν επιβιώνει εδώ. Όλα είναι ομογενοποιημένα, ούτως ώστε να συντάξουν ένα δήθεν «απελευθερωτικό» μήνυμα, σε μια ταινία που, στην πραγματικότητα, συνιστά την ολοκληρωτική υποδούλωση της ταυτότητας, της μνήμης και της ιστορίας (θυμηθείτε τα χορευτικά νούμερα στον «Μαύρο Πάνθηρα» – που παρέπεμπαν σε φετιχιστικό στριπτιτζάδικο του Λας Βέγκας). Και αυτό αποθεώνεται από μια ομάδα αγράμματων γραφιάδων, που δεν καταλαβαίνουν ούτε τι βλέπουν, ούτε τι υπερασπίζονται, επειδή, σου λέει, η σκηνοθέτιδα είναι αφρο-αμερικανίδα, και οι παραγωγοί του φιλμ γυναίκες. Έλα όμως που το χρήμα δεν είναι «λευκό»: Άχρωμο είναι, δηλαδή εντελώς ουδέτερο. Κι ως εκ τούτου, όλα τα αλέθει – και όλα τα σμίγει.
Η Φλεγόμενη Θάλασσα
Οικολογία / Καταστροφή / Σασπένς
Το σασπένς που προκαλούν οι εικόνες της «Φλεγόμενης θάλασσας» δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό των μεγάλων χολιγουντιανών παραγωγών – τούτο το Νορβηγικό φιλμ τα καταφέρνει πολύ καλύτερα! Θα μου πείτε, έχουν τόσα λεφτά οι Νορβηγοί για να ανταγωνιστούν στα ίσα τη Χολιγουντιανή μηχανή; Μα τίποτα δε σε πείθει πια στα υπέρογκα blockbuster, εκτός κι αν τα υπογράφει κάποιος μάγκας σκηνοθέτης (βλέπε Κρίστοφερ Νόλαν) ή αν τα έχει αναλάβει εξ’ ολοκλήρου κάποιος μάγκας παραγωγός (βλέπε Τομ Κρουζ).
Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση έχεις να κάνεις με ψηφιακές εικόνες, στοιβαγμένες με το ζόρι δίπλα σε άνευρους ηθοποιούς (συνήθως ντυμένους με κολάν καθότι κόμικ ήρωες και ποπ κουλτούρα) που προσπαθούν να μας πείσουν πως αντιμετωπίζουν του κόσμου τα κακά. Εδώ όμως, το πλαίσιο είναι εντελώς ρεαλιστικό: Μια ρωγμή στον πυθμένα της θάλασσας προκαλεί την κατάρρευση μιας εξέδρας εξόρυξης πετρελαίου που οδηγεί με τη σειρά της σε μια καταστροφή άνευ προηγουμένου. Ο σκηνοθέτης Τζον Αντρέας Άντερσεν αποδεικνύεται μεγάλος μάστορας: Και οι χαρακτήρες του μας πείθουν, και το πλαίσιο δείχνει αληθινό, και εμείς αγωνιούμε πραγματικά.
Κάτι ακόμα πιο σημαντικό είναι ο τρόπος με τον οποίο η ταινία μοιάζει να περιστρέφεται γύρω από έναν διδακτισμό τον οποίο ποτέ δεν αγκαλιάζει, όπως συμβαίνει στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπετειών «φυσικής» καταστροφής. Ο οικολογικός προβληματισμός εδώ, υπάρχει για να υπερτονίσει τον ρεαλισμό των καταστάσεων, και όχι για να τις καταπιεί. Όλα αυτά βέβαια θα ήταν χαρμόσυνα, αν ταινίες σαν κι αυτή είχαν την ευκαιρία να αντιμετωπίσουν στα ίσα τα αντίστοιχα αμερικάνικα μεγαθήρια του είδους – όμως έχω την αίσθηση πως το κοινό προτιμά τα τελευταία, απλά και μόνο επειδή ομιλούν την αγγλική. Βεβαίως οι Σκανδιναβοί τιμούν την κινηματογραφία τους, και η «Φλεγόμενη Θάλασσα» έκοψε αρκετά εισιτήρια για να υπερκαλύψει το ογκώδες κόστος παραγωγής της, αλλά δεν μπορείς να μην το σκέφτεσαι.
Ο έρωτας τα αλλάζει όλα
Όταν προτιμάς μια κακή ταινία.
Η Χίλντι είναι μια μεσίτρια της Νέας Αγγλίας και απόγονος των μαγισσών του Σάλεμ, που λατρεύει το κρασί. Βασικά, είναι αλκοολική, αλλά η ταινία δεν θέλει να σπάσει την «χαριτωμενιά» του τόνου της, παρά μόνον όταν τα πράγματα «σοβαρέψουν» για τα καλά. Γι΄αυτό και η Σιγκούρνεϊ Γουίβερ που την ενσαρκώνει, γυρίζει συχνά προς την κάμερα, σπάζοντας τον «τέταρτο τοίχο» για να μας απευθυνθεί. Και, πρέπει να σας πω, πως όταν βλέπω κάτι τέτοιο μαγκώνομαι λίγο. Ο τέταρτος τοίχος είναι πολύ σπουδαία ιστορία για να τον σπάει κανείς για ψύλλου πήδημα.
Η πολύ καλά δομημένη ζωή της ηρωίδας, αρχίζει να διαταράσσεται καθώς επανασυνδέεται με έναν παλιό της έρωτα από το γυμνάσιο, τον Φρανκ Γκέτσελ. Ο τελευταίος είναι ένας άνθρωπος που δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις απόψεις των γειτόνων του, και ως εκ τούτου, θεωρείται ο «περίεργος» της γειτονιάς. Η δε Χίλντι εμπλέκεται επικίνδυνα στην απερίσκεπτη συμπεριφορά ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Σταδιακά, θαμμένα συναισθήματα και οικογενειακά μυστικά χρόνων έρχονται στην επιφάνεια, και η Χίλντι ωθείται προς έναν απολογισμό, καθώς η ταινία υποχρεώνεται, εκ των συνθηκών, να καταγράψει την πτώση της. Και όταν μιλάμε για την πτώση της Σιγκούρνεϊ Γουίβερ, που εκπέμπει τόση αποφασιστικότητα, ε, λογικό είναι να στεναχωρηθείς.
Δυστυχώς όμως, αυτή τη στεναχώρια δεν μπορώ να την χρεώσω στις σκηνοθετικές ικανότητες των Μάγια Φορμπς & Γουάλας Γουολοντάρσκι: Η ταινία τους είναι αφόρητα χλιαρή. Το δε ταίριασμα της Γουίβερ με τον Κέβιν Κλάιν δεν βοηθά καθόλου, γιατί αμέσως σκεφτόμαστε πως τους είχαμε δει μαζί και στην αριστουργηματική «Παγοθύελλα» του Ανγκ Λι. Μην αρχίσουμε τις συγκρίσεις, δεν υπάρχει κανένας λόγος. «Τεμπέλικη κριτική» θα μου πείτε. Που να δείτε την ταινία!