Στα μέσα του 16ου αιώνα, ένας ταπεινός Έλληνας αντιγραφέας χειρογράφων, ο Νίκανδρος ο Κερκυραίος, ξεκινά για ένα παράξενο, ανάστροφο ταξίδι. Ενώ οι σύγχρονοί του πηγαίνουν προς την Ανατολή ή σαλπάρουν για τον Νέο Κόσμο, αυτός πορεύεται προς Ιταλία, Γερμανία και Φλάνδρα, Αγγλία και Γαλλία.
Ουμανιστής με κλασική παιδεία, μας παραδίδει την Ευρώπη της Αναγέννησης μέσα από τα λόγια του Στράβωνα και του Ιουλίου Καίσαρα, και σ’ αυτή την Ευρώπη δεν βρίσκουμε ίχνος απ’ ό,τι εμείς θεωρούμε οικείο. Ποτάμια, πόλεις και λαοί με αρχαϊκά ονόματα ανήκουν σε χώρες εξωτικά μεταμορφωμένες, εκεί που η Μεταρρύθμιση είναι στα σπάργανα, εκεί που παρασκευάζεται η κερβεσία, αλλιώς μπίρα -«…όταν τους λείπει το κρασί, στις συνεστιάσεις και στις γιορτές πίνουν αυτό το ποτό, τις πιο πολλές φορές σε βαθμό μέθης, γιατί είναι φτηνό· φέρνει βάρος στο κεφάλι και μεθάει, όπως το κρασί, όταν το πίνουμε σε υπερβολική ποσότητα», και εκεί που τις γυναίκες τις φιλούν δημόσια στο στόμα.
Η σχέση των τραγικοκωμικών γαμήλιων περιπετειών του Ερρίκου Η΄ βασιλιά της Αγγλίας, η συνάντηση με τον Φραγκίσκο Α΄ τής Γαλλίας, ο διάσημος Έρασμος και ο Λούθηρος δεν καταφέρνουν, ωστόσο, να κρύψουν τον καημό του εξόριστου. Στο θέαμα μιας Ευρώπης που σπαράσσεται από βίαιους και ασταμάτητους πολέμους, στον νου του Νίκανδρου έρχεται η Μεσόγειος, όπου ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής και ο πειρατής βασιλιάς Μπαρμπαρόσα, οδηγημένοι από τις έριδες ανάμεσα στους πρίγκιπες της Δύσης, πολιορκούν και λεηλατούν την πατρίδα του, την Κέρκυρα.
Το «Ταξίδι» γίνεται, έτσι, το αφήγημα μιας μελαγχολικής εξερεύνησης σε γη μακρινή, όπου η ικανότητα να μιλάς για τον άλλο γίνεται ζωτική ανάγκη για τη δική σου ύπαρξη, «ραγίζοντας το φίλτρο συνηθειών και προκαθορισμένων κρίσεων, ξεθαμπώνοντας τις διόπτρες», όπως γράφει ο Υβ Ερσάν, διευθυντής σπουδών στο EHESS, στο Επίμετρό του, «Τα γυαλιά του Νίκανδρου».
Το «Ταξίδι στην Εσπερία» πέρασε σχεδόν απαρατήρητο στους αιώνες από τη συγγραφή του, μεταφράζεται όμως στην Ελλάδα για πρώτη φορά ολόκληρο, με την επιμέλεια του Πάολο Οντορίκο – ένας από τους σημαντικότερους βυζαντινολόγους στην Ευρώπη, πρώην διευθυντής σπουδών στο EHESS.
Ο ιστορικός σχολιασμός και οι σημειώσεις έγιναν από τον Ζοέλ Σναππ, ερευνητή του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Σπουδών της Φλωρεντίας.
Γράφει ο Οντορίκο, στην Εισαγωγή του βιβλίου: «…οι πληροφορίες που μας παραδίδει ο Νίκανδρος και τα επεισόδια που μας αφηγείται, μας είναι σχεδόν όλα εντελώς γνωστά και από περισσότερο έγκυρες πηγές. Η αξία του γραπτού του Νικάνδρου βρίσκεται εξ ολοκλήρου στην προσωπική μαρτυρία, στη λογοτεχνική ευρηματικότητα, και στην ειλικρινή έκφραση των συναισθημάτων του, που μας οδηγούν στην κατανόηση του ατομικού και συλλογικού σύμπαντος μιας ευαισθησίας: εκείνης του ανθρώπου της Αναγέννησης, αλλά ενός ανθρώπου με ιδιαιτέρως συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ενός Έλληνα, ενός λογίου και ενός πρόσφυγα. Το ταξίδι του, πριν ακόμη αποτελέσει μια σωματική μετακίνηση, είναι μια μετακίνηση εσωτερική».
Τον Νίκανδρο πρωτοανακάλυψε ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)· το 1952, στη δοκιμή του «Ένας Έλληνας στην Αγγλία του 1545» [Δοκιμές, Δεύτερος τόμος, Ίκαρος, 2013], σημειώνει: «Ονομάζεται Νίκανδρος Νούκιος· πατρίδα του η Κέρκυρα· θα ήμουν αισιόδοξος αν ελογάριαζα πως υπάρχουν δέκα Έλληνες που να έχουν διαβάσει λίγες φράσεις από τα γραφόμενά του.[…] Το βιβλίο του είναι ενδιαφέρον, αν όχι για τις υλικές πληροφορίες του […] πάντως όμως για την ιστορία μιας ορισμένης ψυχολογίας, μιας ελληνικής συμπεριφοράς, που θα παίξει αργότερα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των σημερινών Ελλήνων · θέλω να πω, με δυό λόγια : την ιστορία του ήθους και του ύφους του Έλληνα που έρχεται σε επαφή με τις χώρες της Δύσης.
Ο Νίκανδρος είναι ένας αντιπροσωπευτικός τύπος του μεταβυζαντινού Έλληνα των καιρών της Αναγέννησης. […] Οπωσδήποτε, τον καιρό που τον συναντούμε, έχουν περάσει εκατό χρόνια από την πτώση της Πόλης. Νέος, φεύγει από την πατρίδα του, διωγμένος από την καταστροφή των Τούρκων του Βαρβαρόσα. Πρόσφυγας στη Βενετιά, αναγκάζεται, « πενία συζών », να γίνει αντιγραφέας ελληνικών χειρογράφων για να κερδίσει το ψωμί του. Αλλά η μεγάλη αυτοκρατορική παράδοση είναι ακόμη ζωντανή μέσα του· τον κρατά όρθιο, και, όταν μπαίνει στην υπηρεσία ενός παντοδύναμου κράτους, του επιτρέπει να κοιτάζει τα μεγαλεία των βασιλέων και των ευγενών με το ψυχρό μάτι ενός αντικειμενικού παρατηρητή, χωρίς να ξιπάζεται.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]