Ένα παιδί σκάβει στην άμμο μιας απόμακρης παραλίας με ένα κουτάλι. Στα ανοιχτά της θάλασσας, ένα γιγαντιαίο κτίσμα μαρτυρά πως η ιστορία μας διαδραματίζεται σε ένα ζοφερό μέλλον. «Ό,τι κι αν βρεις, μην το φας!» φωνάζει η μάνα. Το μικρό αγόρι επιστρέφει στο σπίτι όπου τρυπώνει στο μπάνιο και αρχίζει να καταβροχθίζει το πλαστικό καλαθάκι για τα άχρηστα. Οι δαγκωματιές του είναι αργές, σχεδόν ηδονικές: το αγόρι δείχνει να μεταβολίζει άνετα το συνθετικό υλικό και απολαμβάνει το φαγητό του. Είναι επίσης και το τελευταίο πράγμα που απολαμβάνει, καθώς αμέσως μετά η γυναίκα πνίγει το παιδί στον ύπνο του με ένα μαξιλάρι.
Βρισκόμαστε μόλις στα πρώτα τρία λεπτά της νέας ταινίας του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, και ο Καναδός σκηνοθέτης δηλώνει εξ’ αρχής πως θέλει να μας «ανατινάξει το κεφάλι», όπως έλεγε παλιά. Τον ενδιαφέρει βέβαια το στοιχείο του σοκ: Όταν στήνει ανατριχιαστικά «βασανιστήρια» (μια πληγή που ανοίγει με ένα κουτάλι – αμάν με τα κουτάλια) το κάνει μόνο και μόνο για να πεταχτούμε από το κάθισμα μας. Όταν φιλοσοφεί όμως (και το κάνει αρκετά σε αυτή την ταινία) η αφήγηση αλλάζει ρυθμό. Έχεις, βλέπετε, έντονα εδώ την αίσθηση μιας ξεχωριστής απεύθυνσης του Κρόνενμπεργκ προς τους «δικούς του», προς αυτούς δηλαδή που παρακολουθούν ούτως ή άλλως το έργο του. Εδώ και κάποια χρόνια άλλωστε οι ταινίες του έχουν εγκαταλείψει την αυστηρά γραμμική αφήγηση – και είναι στιγμές που τα «Εγκλήματα» μοιάζουν φυγόκεντρα, λες δηλαδή και αποφεύγουν επίτηδες το (αναπόφευκτο) επιμύθιο.
Στον πρώτο ρόλο, ο Βίγκο Μόρτενσεν στο ρόλο του Σαούλ, ένας διάσημος performance artist που, παρέα με την παρτενέρ του, Καπρίς (μια εκθαμβωτική Λία Σεϊντού), υποβάλλει τον εαυτό του σε δημόσιες χειρουργικές επεμβάσεις απ’ όπου του αφαιρούνται όργανα προκύπτοντα από ανεξήγητες μεταλλάξεις. Διάσημος σε ποιους; Στην ταινία αυτό δεν αποσαφηνίζεται ποτέ: Βλέπουμε κάποιους δημοσιογράφους και, υποθέτουμε, «κοσμικούς» στις παρουσιάσεις του, αλλά ποτέ δεν βλέπουμε ποιοι ενημερώνονται γι’ αυτές, ποιοι προβληματίζονται, ποιοι κατοικούν αυτόν τον τόπο και ποιους τέλος πάντων απασχολεί το γεγονός της ύπαρξης του. Απεικονίζεται δηλαδή ο πομπός, αλλά δεν απεικονίζεται ο δέκτης. Και δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε πως, όσο ενδιαφέρεται ο Κρόνενμπεργκ για αυτούς, τόσο ενδιαφέρεται και για το κοινό της αίθουσας όπου θα προβάλλεται και η τελευταία του ταινία. Αυτό βέβαια δεν είναι απαραίτητα κακό, αρκεί να ξέρεις τι πας να δεις.
Ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ κάνει ταινίες για τη σάρκα. Τη σάρκα που αλλάζει, πότε ως πρώτο, και πότε ως τελευταίο γνώρισμα μιας μετάλλαξης που επιδιώκει να κάνει τον πλήρη κύκλο της. Και κάθε σκηνή, κάθε διάλογος, κάθε μετέωρο ερώτημα που αποτυπώνεται στα «Εγκλήματα του μέλλοντος», αποτελεί και ένα κομμάτι του παζλ, δηλαδή της προβληματικής που ο Καναδός σκηνοθέτης εκθέτει και αναπτύσσει από τις πρώτες κιόλας μεσαίου μήκους ταινίες του – απ’ όπου μάλιστα προκύπτει και ο τίτλος αυτού του ολοκαίνουργιου φιλμ, καθώς τον μοιράζεται με την ομώνυμη, πειραματική ταινία που ο Κρόνενμπεργκ γύρισε το 1970, φοιτητής ακόμα. Από φοιτητής όμως, ο Κρόνενμπεργκ μεγάλωσε πια, και τώρα έγινε λέκτορας της «Κρονενμπεργκ-ικής». Ανά στιγμές μάλιστα, αντί να ρητορεύει, κάνει και καλαμπουράκια: «Είμαι ένας επιδειξίας ζωτικών οργάνων» ακούγεται να λέει ο Μόρτενσεν και μαζί με τη φωνή του ηθοποιού, ακούς κάπου εκεί πίσω και το γέλιο του ανθρώπου που του έγραψε αυτά τα λόγια. Άλλες φορές πάλι μοιάζει να ρίχνει κλεφτές ματιές στην ιστορία του κινηματογράφου: Η «μηχανή πρωϊνού» του Μόρτενσεν (την χρησιμοποιεί επίσης και ο Γιώργος Πυρπασόπουλος στην ταινία) σε πηγαίνει κατευθείαν στους «Μοντέρνους καιρούς» του Τσάπλιν.
Ευτυχώς, όλο αυτό δεν είναι απλά μια αυτοαναφορική γκαλερί σάρκινων εκθεμάτων και υπαρξιστικών στοχασμών. Γιατί, στον πυρήνα της, τα «Εγκλήματα του μέλλοντος» είναι μια ταινία για την αποδοχή του εαυτού – για την ακρίβεια, του μεταλλασσόμενου εαυτού. Υπάρχει κάτι το αληθινά συγκινητικό σε αυτή την, σχεδόν ασιατικής προελεύσεως «ολότητα» με την οποία ο Κρόνενμπεργκ αντιλαμβάνεται, φιλοσοφικά και κινηματογραφικά, την έννοια της Νέας Σάρκας. Η οποία Νέα Σάρκα βέβαια μπορεί να πρωτοακούστηκε απ’ τα χείλη του Τζέιμς Γουντς σαράντα χρόνια πριν στο «Videodrome», ο Καναδός κινηματογραφιστής όμως την καταγράφει από την πρώτη του ταινία μέχρι σήμερα.
Αυτό που «μεταλλάχθηκε» είναι το σινεμά του: Ξεφεύγοντας από τις υποχρεωτικές προσταγές του horror, πηγαίνοντας από το τερέν των b-movies στο Χόλιγουντ, και από εκεί στην αγκαλιά της Ευρώπης και των συμπαραγωγών, ο Κρόνενμπεργκ στα «Εγκλήματα του μέλλοντος» μοιάζει να κάνει ακριβώς την ταινία που θέλει – αν όχι όπως θέλει, σίγουρα όπως μπορεί. Η αφήγηση του είναι χαλαρή, οι καταστάσεις – παρά τα όσα εξωφρενικά συμβαίνουν – ποτέ δεν εκβιάζονται, ενώ κάνει ακόμα και χώρο για λίγο συναίσθημα:
Είναι η μόνη ταινία στη φιλμογραφία του που κλείνει με ένα χαμόγελο.
Υ.Γ.: Ας ξεχωρίσουμε εδώ την αποτελεσματικότητα του Ελληνικού συνεργείου που μόχθησε, σε μάλλον αντίξοες συνθήκες, για το αξιοπρεπέστατο τελικό αποτέλεσμα. Κι ας αφήσουμε ασχολίαστο το ότι ο Γκοντάρ γύρισε το «Άλφαβιλ» στο Παρίσι του 1965 για να αναπαραστήσει με άνεση ένα φανταχτερό μέλλον ενώ ο Κρόνενμπεργκ, τα «Εγκλήματα του μέλλοντος» στην Αθήνα του 2020 για να αναπαραστήσει εξίσου άνετα, ένα μέλλον μαύρο και άραχνο.