Skip to main content

Οι ταινίες της εβδομάδας – Ένας Μπραντ Πιτ δεν φέρνει την άνοιξη (ούτε καν ένας Αντόνιο Μπαντέρας)

Από τον Άκη Καπράνο

Τα όρια του καθενός είναι προσωπική υπόθεση, θα πει κάποιος, και η αλήθεια είναι πως κάποια πράγματα στο σινεμά είναι απολύτως υποκειμενικά. Πόσο όμως θα ξεχειλώνουμε αυτό το παράθυρο;

«Bullet Train»

Εκτροχιασμοί εκατομμυρίων.

Προεκτείνοντας τον προβληματισμό της εισαγωγής αναρωτιέμαι: Μήπως πρέπει να θυμόμαστε που και που πως, μια ταινία, ακόμα κι αν έρχεται κατά πάνω μας ως «άμυαλή περιπετειούλα για να περάσει όμορφα ένα δίωρο» (δεν πρόκειται για κάποιο απόσπασμα κριτικής, αλλά αυτά διάβασα λίγο – πολύ) δεν είναι τελικά άμοιρη ευθυνών; Γιατί πίσω από αυτόν τον ορισμό (και έτσι πλασάρεται το φιλμ γενικά) χωρούν τελικά πολλά κάτω από το χαλάκι. Μήπως όμως είμαι κανένας ξενέρωτος ο ίδιος; Κι όμως, περνάω τόσο καλά βλέποντας τις ταινίες της σειράς «John Wick». Με αυτό εδώ αισθάνθηκα πως πέταξα δυο ώρες από τη ζωή μου. Μήπως τελικά και σε αυτές τις ταινίες υπάρχουν κάποιοι κανόνες που καλό είναι να τους υπολογίζουμε;

Η ιστορία εδώ είναι εντελώς προσχηματική: Ένα μάτσο εγκληματίες σε ένα τρένο που τρέχει με υπερηχητική ταχύτητα, μια «διασταύρωση» αποστολών που πηγαίνει στραβά, και ένας ήρωας με τη μορφή του Μπραντ Πιτ που είναι λίγο χαζούλης, λίγο γκαφατζής και μονίμως πελαγωμένος. Προσέξτε, λέω «ήρωας», αλλά επειδή ανέφερα πως το τρένο είναι γεμάτο «κακούς», μη θεωρήσετε πως ο χολιγουντιανός σταρ ενσαρκώνει έναν αστυνομικό ή κάποιον αυτεπάγγελτο διώκτη του εγκλήματος. Πληρωμένος δολοφόνος είναι και αυτός, αλλά ξέρετε, από «τους καλούς», εκείνος δηλαδή που καλούμαστε να συμπαθήσουμε. Ε, δεν λειτουργεί. Και δεν λειτουργεί γιατί στην πραγματικότητα, ελάχιστες είναι οι διαφορές τούτου εδώ του ήρωα από τους, εξίσου χαζούς διώκτες του.

Γιατί το πρόβλημα δεν είναι η προσχηματική ιστορία. Αν τα βάλει κανείς κάτω, και το «Thief» του Μάικλ Μαν, ένα αριστούργημα, προσχηματικό στόρι έχει. Το ζήτημα είναι να ανασύρεις όλα αυτά που υπάρχουν από κάτω, να τοποθετήσεις στο επίκεντρο της οθόνης έναν ήρωα για του οποίου τη ζωή πραγματικά αγωνιούμε. Εδώ δε δίνεις δεκάρα για κανέναν. Είναι όλοι τους καρτουνίστικα κακέκτυπα χαρακτήρων που έχουμε δει ήδη σε άπειρες ταινίες του μετα-Ταραντινικού αμερικάνικου σινεμά. Όλος αυτός ο επί τούτου κυνισμός των βίαιων αναμετρήσεων, που (η ταινία θα ήθελε να) παραπέμπει στα ξεκαρδιστικά καρτούν του Τεξ Άιβερι είναι γνωστός σε εμάς. Τον δεχτήκαμε και στο σινεμά του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, τον δεχτήκαμε και σε αυτό του Γκάι Ρίτσι – τουλάχιστον αναφορικά με τις δυο πρώτες ταινίες του, το «Δυο καπνισμένες κάνες» και την «Αρπαγή» όπου επίσης πρωταγωνιστούσε ο Πιτ.

Πάρτε τώρα όλα αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έφερε αυτή η σχολή στο σινεμά δράσης, και εφαρμόστε τα σε μια ταινία με εικοσαπλάσιο προϋπολογισμό όπου όμως ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Λιτς ξεκάθαρα δεν έχει ιδέα ούτε πως προέκυψαν αυτά τα χαρακτηριστικά στο σινεμά, ούτε ποιοι ήταν αυτοί οι κανόνες που αντέστρεψαν. Γιατί αν τα γνώριζε όλα αυτά, τότε τίποτα στο «Bullet train» δε θα έμοιαζε τόσο άψυχο, τόσο ψεύτικο, τόσο ανέμπνευστο. Κάθε «γκαγκ» έρχεται λίγο μετά τη στιγμή που το περιμένεις, όχι επειδή η ταινία «στη φέρνει», αλλά επειδή ο Λιτς έχει μηδαμινή γνώση του timing. Δεν νιώθεις ποτέ πως παρακολουθείς μια ιστορία, αλλά μια αλυσίδα από τζούφια momentum, μια συρραφή κορυφώσεων όπου δεν υπάρχει απολύτως τίποτα να κορυφωθεί. Η εμπειρία του να βλέπεις το «Bullet Train» μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτή της άβολης παρουσίας σου στην παράσταση ενός άπειρου stand-up κωμικού που πετάει απεγνωσμένος το ένα κακό αστείο μετά το άλλο, προσπαθώντας μάταια να κερδίσει ένα κοινό που έχει ξεμείνει από χειροκροτήματα. Σκεφτείτε ότι στο τρίτο μέρος εμφανίζεται ο Μάικλ Σάνον, και ούτε αυτός δεν μπορεί να σώσει το φιλμ!

Επίσημη Συμμετοχή

Μεταμοντέρνο καλαμπούρι ή «άσφαιρή» κωμωδία;

Είχα καλύτερη γνώμη για την «Επίσημη συμμετοχή» όταν την πρωτοείδα. Στο ενδιάμεσο της παρακολούθησης της ταινίας και αυτής εδώ της κριτικής όμως, έτυχε να ξαναδώ το «Sunset Boulevard» του Μπίλι Γουάιλντερ. Θυμήθηκα λοιπόν τι μπορεί να προκύψει όταν ο κινηματογράφος επιλέγει να μιλήσει για μια ιστορία που προκύπτει από τις σάρκες του. Και επειδή θα πείτε, «καλά κι εσύ, έπιασες ΤΟ αριστούργημα», θυμήθηκα μετά και άλλες, πολύ μεταγενέστερες ταινίες, που σάρκασαν τη βιομηχανία πίσω από το σινεμά, με τρόπους κυνικούς, ξεκαρδιστικούς, ανατρεπτικούς. Όχι μόνο τον «Παίκτη» του Άλτμαν, αλλά και ταινίες ξεχασμένες σήμερα, όπως το εκπληκτικό «S.O.B.» του Μπλέικ Έντουαρντς, ένα φιλμ που έχει εντέλει πολλές συγγένειες με το φιλμ των Γκαστόν Ντιπράτ και Μαριάνο Κον – όλες όμως εξ αγχιστείας.

Το πιάνω από την αρχή: Ένας πάμπλουτος επιχειρηματίας, «πατριάρχης» ενός φαρμακευτικού κολοσσού, αισθάνεται απελπιστικά κενός την ημέρα των 80ων γενεθλίων του. Αυτοδημιούργητος, και πλήρως ακαλλιέργητος, αποφασίζει να χρηματοδοτήσει μια σημαντική κινηματογραφική ταινία που θα είναι το δώρο του προς την ανθρωπότητα, ώστε να τον «θυμούνται όλοι με τις καλύτερες εντυπώσεις». Δεν έχει βέβαια ιδέα από Τέχνη, αλλά σου λέει, έχω τόσα λεφτά, μπορώ να «αγοράσω» ένα αριστούργημα αν διαλέξω τους καλύτερους συντελεστές. Εξασφαλίζει τα δικαιώματα ενός μυθιστορήματος βραβευμένου με Νόμπελ, αλλά δεν βρίσκει τη θέληση να το διαβάσει ο ίδιος. Αναθέτει όμως τη δημιουργία του φιλμ στην πρωτοποριακή σκηνοθέτρια Λόλα Κουέβας, η οποία και του εξηγεί την πλοκή, διαβεβαιώνοντας τον όμως πως η δική της ταινία, ίσα που θα «ακουμπάει» το αυθεντικό κείμενο. Ήδη η ταινία μοιάζει να σπάει πλάκα με τα μεγάλα Ιδρύματα Πολιτισμού, αλλά το στόρι έχει και συνέχεια: Το all-star cast ολοκληρώνουν δυο κορυφαίοι ηθοποιοί με μεγάλα ταλέντα και ακόμα μεγαλύτερα «εγώ» : ο καρδιοκατακτητής Φελίξ Ριβέρο, με μεγάλη καριέρα στο Χόλιγουντ, και ο ριζοσπαστικός θεατρικός πρωταγωνιστής Ιβάν Τόρες. Διαφορετικές οι αφετηρίες τους, ναι, με εντελώς διαφορετικές ζωές επίσης. Αλλά εξίσου απελπιστικά νάρκισσοι και οι δύο.

Στις δε πρόβες, η σκηνοθέτιδα υποβάλει και τους δυο σε μια σειρά από ταπεινωτικές «ασκήσεις», για να οδηγήσει αυτή την ιστορία (που θυμίζει λίγο Κάιν και Άβελ) στην πιο απογυμνωμένη της μορφή – αλλά με μια μεταμοντέρνα πινελιά. Και οι Ντιπράτ και Κον, κάνουν το εξής «παράδοξο»: Σκηνοθετούν μια σάτιρα της Ευρωπαϊκής art-house κινηματογραφίας, παίρνοντας ένα υλικό προορισμένο για μια ξεκαρδιστική κωμωδία και κινηματογραφώντας το… μεταμοντέρνα. Με μια επίφαση ψυχρότητας, τοποθετημένο σε χώρους αποστειρωμένους, με κυρίαρχη μια μεγαλεπίβολη αρχιτεκτονική. Με την κάμερα να αποφορτίζει, θαρρείς επίτηδες, κάθε κωμική αιχμή του σεναρίου. Ακόμα και αυτές οι στιγμές που λειτουργούν (και όταν λειτουργούν, πραγματικά γελάς), λειτουργούν χάρη στους ηθοποιούς – η κάμερα παραμένει ακλόνητη και «παγωμένη», λες και βρισκόμαστε στο πλατό μιας ταινίας του Μίκαελ Χάνεκε. Και εδώ είναι που σκέφτομαι: Μήπως οι σκηνοθέτες εδώ αποφάσισαν να μας στήσουν την πιο μεταμοντέρνα φάρσα που είδαμε ποτέ; Μήπως και οι ίδιοι, σκηνοθετώντας την «Επίσημη συμμετοχή» με έναν, ξεκάθαρα υψηλό προϋπολογισμό, αυτοσαρκάζονται ενώ ταυτόχρονα πριονίζουν το κλαδί στο οποίο στέκονται; Γιατί στην περίπτωση που συμβαίνει κάτι τέτοιο, έχουμε να κάνουμε με ένα αριστούργημα.

Έλα όμως που ούτε οι ίδιοι μοιάζουν να είναι σίγουροι. Και, για να μιλήσουμε λίγο επί της ουσίας, αν είναι να ξεστρατίσεις από τη συνταγή και να μου ακυρώσεις τις προσμονές μου, ενώ μπαίνω στο σινεμά να δω μια κωμωδία (και, να με συμπαθάτε, αλλά τα trailer της ταινίας υπερτονίζουν τις κωμικές της στιγμές), τότε το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι όχι απλώς να ξεστρατίσεις, αλλά να εκτροχιαστείς πλήρως, να γκρεμίσεις δηλαδή το μοντέλο που θες να καυτηριάσεις στα εξ ων συνετέθη. Τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει. Η ταινία κλείνει με μια κορύφωση που γειτνιάζει ελαφρώς με το δράμα, οι σκηνοθέτες μας αποχαιρετούν, κι εσύ μένεις να αναλογίζεσαι πόσο πιο αστεία ταινία, βασισμένος στην ίδια ακριβώς ιστορία, θα μπορούσε να κάνει ένας Κρίστοφερ Γκεστ, ένας Σεθ ΜακΦάρλαν, ή ακόμα και ο Μπεν Στίλερ (θυμηθείτε το «Tropical Thunder», άλλη μια ταινία που σπάει πλάκα με τις «ίδιαιτερότητες» της κινηματογραφικής βιομηχανίας).

Νικήτριες οι επανεκδόσεις – ξανά

Στις επανεκδόσεις της εβδομάδας, δεσπόζει ο Λουί Μαλ και το εξόχως αμερικανότροπο «Atlantic City». Ο Μαλ κοιτάζει το αμερικάνικο νουάρ με τα μάτια ενός Ευρωπαίου κινηματογραφιστή που θαμπώνεται από τις μυθολογικές του καταβολές, και γι’ αυτό ακριβώς μελαγχολεί βαθιά στο «Atlantic city» καθώς παρακολουθεί τη σταδιακή φθορά τους, σε μια πόλη – φάντασμα, με έναν υπέροχο Μπαρτ Λάνκαστερ στον πρώτο ρόλο ενός μεσήλικα γκάνγκστερ που παίρνει υπό την προστασία του μια νεαρή επαρχιώτισσα που θέλει να γίνει γκρουπιέρισσα. Μία Αμερική γκρεμισμένη και ένα νουάρ που ταυτόχρονα αποτελεί και μια ελεγεία για την απατηλή λάμψη του Αμερικανικού ονείρου.

Τέλος βγαίνει και «Το μαγαζάκι της κεντρικής οδού» του Γιαν Καντάρ. Βραβευμένο με Όσκαρ ξένης ταινίας το 1966, το τσέχικο αυτό διαμάντι διαδραματίζεται στη γερμανοκρατούμενη Σλοβακία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου ένας άβουλος ξυλουργός αναλαμβάνει τη διαχείριση ενός μαγαζιού που ανήκει σε μια γηραιά Εβραία. Εκείνη τα έχει ελαφρώς χαμένα, εκείνος προσπαθεί να ξεπεράσει τον εαυτό του, υπό την πίεση της άπληστης συζύγου και του υψηλόβαθμου κουνιάδου του, αλλά και της δικής του ανθρωπιάς απέναντι σε αυτή τη σχεδόν κωφή κυρία που δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει στη χώρα της, θεωρεί τον ίδιο βοηθό της, και τον φροντίζει σαν γιο. Ωστόσο, έρχεται η μέρα που όλοι οι Εβραίοι από την πόλη θα λάβουν μια κλήση για την μεταφορά τους. Και εδώ είναι το δίλλημα: Πως μπορείς να μένεις ηθικά καθαρός όταν συνεργάζεσαι με το τέρας; Πολύ σημαντικά ερωτήματα, για ένα σπαρακτικά γλυκόπικρο φιλμ που γειτνιάζει περισσότερο στην Ιταλική πικρή κωμωδία παρά στο Τσέχικο νέο κύμα και τους αισθητικούς πειραματισμούς του.