Spencer:
Μια ιστορία τρόμου
«Τι με ενδιαφέρει τώρα εμένα άλλη μια ταινία για την πριγκίπισσα Νταϊάνα» θα πείτε, και θα έχετε και ένα δίκιο, ειδικά μετά το φιάσκο της ομώνυμης ταινίας του Ολιβιέ Χίρσπιγκελ με τη Ναόμι Γουότς. Tούτο εδώ όμως είναι ένα φιλμ του Πάμπλο Λαρέν που πριν λίγα χρόνια, με το «Jackie» έφτιαξε ένα φιλμ απροσδόκητα βαθύ και προσωπικό, βασισμένος στη ζωή της Τζάκι Κένεντι. Εδώ, στο «Spencer», ξεκινά με τον γάμο της Πριγκίπισσας Νταϊάνας και του Πρίγκιπα Καρόλου να βρίσκεται στο ναδίρ του, και η Κρίστεν Στιούαρτ ενσαρκώνει συγκλονιστικά την Νταϊάνα, ως μια τραγική ηρωίδα περιχαρακωμένη από βασιλική τοξικότητα και… φαντάσματα. «Ένα παραμύθι, βασισμένο σε μια αληθινή τραγωδία» αναγράφεται στα εναρκτήρια ζενερίκ, και η ταινία του Λαρέν είναι σκοτεινή, άκρως εσωτερική και δυσοίωνη. Η Νταϊάνα, φοβισμένη και ευάλωτη, παγιδευμένη σε ένα επιχρυσωμένο κλουβί, παραπαίει ανάμεσα στη ματαιοδοξία και την ανασφάλεια. Παρουσιάζεται ως θύμα: Αβοήθητη στα χέρια της βασιλικής οικογένειας.
Όπως ακριβώς και η Άννα Μπολέυν, αιώνες πίσω: Γεννημένη σε μια αξιοσέβαστη και φιλόδοξη οικογένεια, η Μπολέυν τράβηξε την προσοχή του βασιλιά Ερρίκου Η΄ της Αγγλίας ενώ υπηρετούσε τη σύζυγό του στην βασιλική αυλή – όλα αυτά τον 16ο αιώνα. Η επιθυμία του βασιλιά να παντρευτεί την Άννα βύθισε τη χώρα σε μία ταραγμένη περίοδο, την Αγγλική Μεταρρύθμιση, αλλά η θητεία της Άννας ως βασίλισσας διήρκεσε μόλις τρία χρόνια. Μετά από επανειλημμένες αποτυχίες να γεννήσει τον πολυπόθητο άνδρα κληρονόμο, μια συνωμοσία εναντίον της Άννας οδήγησε στην καταδίκη, τον θάνατο της και την παγκόσμια αναγνωρισιμότητα. Και το φάντασμα της Μπολέυν συναντά η Νταϊάνα στους παγωμένους διαδρόμους της φυλακής της, που ο Λαρέν λες και βρίσκεται στο Overlook Hotel της κατά Κιούμπρικ «Λάμψης»: Όλα δείχνουν στοιχειωμένα, καθώς η «πειραγμένη» φωτογραφία της Κλερ Μαθόν υποβαστάζει το αλλόκοτο soundtrack του Τζόνι Γκρίνγουντ των Radiohead και το επιμύθιο αντηχεί πεντακάθαρα:
Ή με τους Βασιλείς, ή με τους ζωντανούς.
Το κόλπο της νυφίτσας:
Μαύρη κωμωδία λίγο μετά τη σύνταξη
Στη μαύρη κωμωδία «Το κόλπο της νυφίτσας» του Χουάν Χοσέ Καμπανέλα («Το μυστικό στα μάτια της»), μια σταρ της χρυσής εποχής του σινεμά, ένας ηθοποιός, ένας σεναριογράφος και ένας σκηνοθέτης, όλοι τους ηλικιωμένοι, μοιράζονται ένα μεγάλο σπίτι στην εξοχή – που με τη σειρά του, μπαίνει στο στόχαστρο δυο δαιμόνιων νεαρών κτηματομεσιτών. Λαϊκή στην επιφάνεια, μεταμοντέρνα στις σημάνσεις της, εξόχως διασκεδαστική και υπογείως πολιτική, βασισμένη στη μαύρη κωμωδία του 1976, «Yesterday’s Guys Used No Arsenic», του μέντορα του Χουάν Χοσέ Καμπανέλα, Χοσέ Μαρτίνεζ Σουάρε.
Μοιάζει με φόρο τιμής στις κλασικές κωμωδίες των Ερνστ Λιούμπιτς και Μπίλι Γουάιλντερ, της Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ, έχει για πρωταγωνιστές μερικούς από τους σημαντικότερους και πιο αναγνωρισμένους αργεντίνους ηθοποιούς του κινηματογράφου και του θεάτρου (Γκρασιέλα Μπόργκες, Όσκαρ Μαρτίνεζ, Λουίς Μπραντόνι, Μάρκος Μούντστοκ), ο ρυθμός της είναι γοργός παρά τη διάρκεια της (μόλις που ξεπερνά τις δυο ώρες), ενώ ο Καμπανέλα μοιάζει προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει τις αρνητικές κριτικές, γεμίζοντας την ταινία του με χαριτωμένα αστειάκια, σχεδόν απευθυνόμενος σε όσους τον κατηγορήσουν για τη «στροφή» του σε ένα θέαμα λιγότερο «σοβαρό». Κανένα τέτοιο πρόβλημα από τη μεριά μου, πέρασα χάρμα.
Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων:
Ο απόλυτος Χίτσκοκ
«Θέλω να γράψω για τον Χίτσκοκ ένα σενάριο που θα ξεπεράσει ό,τι έκανε ποτέ», φέρεται να δήλωσε ο σεναριογράφος Έρνεστ Λέμαν, όταν ο φίλος του, ο συνθέτης Μπέρναρντ Χέρμαν, τον σύστησε στον διάσημο σκηνοθέτη. Ο καρπός της συνεργασίας τους, ήταν το «Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων», ένα πραγματικό αριστούργημα, και ίσως η πιο ψυχαγωγική ταινία που γύρισε ποτέ ο μετρ. Όλα τα απαραίτητα συστατικά είναι εδώ: Ένας αθώος άνδρας, παγιδευμένος άθελα του σε μια συνομωσία την οποία προσπαθεί να ξεδιαλύνει για να επιβιώσει, η κλασσική Χιτσκοκική ξανθιά, που υποδύεται θαυμάσια η Εύα Μαρί Σεντ, η χαρακτηριστική cameo εμφάνιση του σκηνοθέτη, και φυσικά η ικανότητά του να μας παίζει στα δάχτυλα βασισμένος σε ένα συναρπαστικό, τραγικό αλλά και απελευθερωτικά χιουμοριστικό. Όσο για τον τίτλο… Τι ακριβώς σημαίνει «North by northwest»; Μοιάζει σαν ένα ακόμα αίνιγμα, ένα ακόμα πείραγμα του Χιτς.
Το «Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων» (περισσότερο νόημα βγάζει ο ελληνικός τίτλος!) αποτέλεσε επίσης τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του Άλφρεντ Χίτσκοκ, ενώ μετά την πρώτη προβολή της οι κριτικοί των The New Yorker και The New York Times την αποθέωσαν αμέσως ως ένα αριστούργημα κωμικής, εκλεπτυσμένης αυτοπαρωδίας. Στην 32η τελετή απονομής των βραβείων Όσκαρ το Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων ήταν υποψήφιο για τρία βραβεία Όσκαρ (πρωτότυπου σεναρίου, μοντάζ και καλλιτεχνικής διεύθυνσης), το 1995 επιλέχθηκε από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου για να διατηρηθεί στο Εθνικό Μητρώο Ταινιών των Ηνωμένων Πολιτειών ως “πολιτιστικά, ιστορικά ή αισθητικά σημαντική“, κατατάχθηκε στην 13η θέση στη λίστα του BBC το 2015 με τις 100 καλύτερες αμερικανικές ταινίες, ενώ το 2022 το περιοδικό Time Out ονόμασε το Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων το καλύτερο θρίλερ στην κινηματογραφική ιστορία. Δε θα διαφωνήσουμε, κι ας φεύγουμε ανάλαφροι από το σινεμά, γελώντας με το πρόστυχο καλαμπούρι του φινάλε (δε θα εξηγήσουμε τον συμβολισμό της εισόδου του τρένου στο τούνελ τώρα, μεγάλα παιδιά είστε).
Η γιορτή της Μπαμπέτ:
Φάτε και μαγευτείτε
Μια φορά κι έναν καιρό, σε κάποιο μακρινό ψαροχώρι της Δανίας, ζούσαν δυο ηλικιωμένες αδελφές. Λένε πως στα νιάτα τους υπήρξαν καλλονές, αν και ποτέ κανείς δεν της κοίταξε με βλέμμα πονηρό: έμειναν βλέπετε στο χωριό τους, κοντά στον ιερέα πατέρα τους, συνεχίζοντας το ενάρετο έργο του. Μέχρι που, μια μέρα, εμφανίστηκε στο κατώφλι του σπιτιού τους η Μπαμπέτ (η υπέροχη Στεφάν Οντράν), πρόσφυγας του Γαλλικού εμφυλίου πολέμου που γίνεται δεκτή, ως οικονόμος. Μετά από δεκατέσσερα χρόνια, όταν δηλαδή η Μπαμπέτ κερδίσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, θα αποφασίσει να δείξει την ευγνωμοσύνη της με ένα μοναδικό δείπνο, φτιαγμένο ειδικά γι αυτές και τα μέλη της εκκλησίας, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του πάστορα. Και οι προτεστάντισσες αδελφές, θεωρώντας την υψηλή κουζίνα «αμαρτωλή», θα προτρέψουν τα υπόλοιπα μέλη της Εκκλησίας να μην εκφέρουν καμιά άποψη για τα φαγητά αλλά να μείνουν όσο το δυνατόν ανέκφραστοι.
Το μαγικό άγγιγμα πίσω από τη ματιά του ιδιοφυούς Γκάμπριελ Άξελ (που, το 1987, κέρδισε το ξενόγλωσσο Όσκαρ με αυτό το Δανέζικο αριστούργημα που επιτέλους επανεκδίδεται) έγκειται στο ότι αυτό ακριβώς το «άχρωμο» στοιχείο αποτελεί, στην ουσία, το πλουσιότερο συστατικό αυτής της γιορτής. Γιατί όσο οι αρχές των καλεσμένων «σκληραίνουν», τόσο λάμπουν τα βλέμματα κι άλλο τόσο φωτίζονται οι μορφές – δίχως για μια στιγμή να παρωδείται ο «συντηρητισμός» των ηλικιωμένων συνδαιτυμόνων. Έτσι, το γαλλικό γαστρονομικό μπαρόκ της σώρευσης και της ακραίας σύνθεσης (διόλου παράξενο που τα βασικά στοιχεία της χημείας ανακαλύφθηκαν την ίδια εποχή) μεταμορφώνεται – κόντρα στις αρχές του gourmet «κινήματος» – σε έκφραση παγανιστικού ηδονισμού, καθώς οι καλεσμένοι δείχνουν να ανακαλύπτουν ξανά τις πρωταρχικές γεύσεις. Όλα αυτά, δοσμένα με μια «έντεχνη» απλότητα που η κινηματογράφηση της φαντάζει πραγματικός άθλος. Κι όμως, την απλότητα αυτή αγγίζει με φευγαλέα Χάρη ο Γκάμπριελ Άξελ, ολοκληρώνοντας ένα αξεπέραστο αριστούργημα, και θυμίζοντας μας τα λόγια του Αλμπέρ Καμί: «Επανάσταση είναι η νοσταλγία της αθωότητας».