Skip to main content

Οι ταινίες της εβδομάδας: Κατεψυγμένες συνταγές, φρέσκιες επανεκδόσεις

Από τον Άκη Καπράνο

Χίλιες φορές πιο φρέσκο το σινεμά του Γίρι Μένζελ από τις νέες ταινίες που έκαναν έξοδο την περασμένη Πέμπτη. Καμία υπερβολή εδώ.

Από τη μια έχεις το «The gray man», που είναι η νέα παραγωγή του Netflix, με προϋπολογισμό που ξεπερνάει τα 200 εκατομμύρια δολάρια. Βλέπεις το νούμερο (στο υπερ-τονίζουν άλλωστε και όλα τα πουμπλί που κυκλοφορούν διεθνώς) και λες, οκ, τουλάχιστον θα δω κάτι εντυπωσιακό, δεν υπάρχει περίπτωση να βαρεθώ. Και κάνεις μέγα λάθος.

Καθώς όμως η διαφημιστική καμπάνια του «The gray man» επικεντρώνεται στο μέγεθος της παραγωγής («Η πιο ακριβή ταινία του Netflix!»), το μόνο που μου μένει να σκεφτώ είναι πόσο σπαταλημένα εντέλει φαίνονται αυτά τα 200 εκατομμύρια. Νομίζω δηλαδή πως, αν όντως κάθε ταινία εκεί έξω απαιτεί και μια ξεχωριστή, διαφορετική προσέγγιση, τότε καλό θα ήταν να την εξετάζουμε ξεκινώντας από το σημαντικότερο «προσόν» που η ίδια υπερθεματίζει. Και δεν υπάρχει εδώ κανένα stunt, κανένα κυνηγητό, καμία έκρηξη, καμία καταστροφή που να μην έχουμε ξαναδεί αλλού, σε ταινίες ενίοτε πολύ φτηνότερες και, συχνά, πολύ καλύτερες κιόλας.

Ο “Gray Man” εδώ είναι ο Ράιαν Γκόσλινγκ, πράκτορας της CIA που συνειδητοποιεί πως εργάζεται για λογαριασμό ενός διεφθαρμένου προϊσταμένου του – και πριν προλάβει να το αποκαλύψει, βρίσκεται στο κυνήγι. Για την ακρίβεια, στο στόχαστρο ενός ψυχασθενή και πρώην συνεργάτη του στην υπηρεσία. Μέχρι να φτάσουμε στο αναμενόμενο, οι σκηνοθέτες Άντονι και Τζο Ρούσο έχουν ρημάξει τη μισή Ευρώπη, σε μια σειρά από, υποτίθεται θεαματικές σκηνές φονικών συγκρούσεων, απ’ όπου δεν προκύπτει το παραμικρό σασπένς. Συναισθηματικά δηλαδή, αν εξαιρέσει κανείς δυο πραγματικά απωθητικές σεκάνς βασανιστηρίων, το μόνο που αισθάνεσαι είναι το απόλυτο κενό.

Ίσως το Netflix να θεώρησε πως προσέλαβε δυο «αυθεντίες» στην περιπέτεια, οι Ρούσο όμως δεν έχουν ασχοληθεί ποτέ με πραγματικούς χαρακτήρες, αλλά με ήρωες κόμικ. Δεν χρειάστηκε δηλαδή ποτέ τους να δουλέψουν πάνω σε αυτό το κομμάτι: Τους ερχόταν πάντα «έτοιμο», η δουλειά αυτή είχε ήδη γίνει, όλα ήταν στο χαρτί – κι εκείνοι τα μετέφραζαν σε γλώσσα κινηματογραφική. Και δεν υπάρχει καλή περιπέτεια δίχως έναν χαρακτήρα με τον οποίο μπορούμε να ταυτιστούμε – ακόμα και αυτός ο, σχεδόν εξωγήινος Τζον Γουίκ, εκδικείται το σκοτωμένο σκυλάκι του. Εδώ, το απόλυτο τίποτα. Οι χαρακτήρες είναι χάρτινοι μεν, χωρίς όμως το backstory ενός κόμικ ήρωα (που ήταν και όλο το ζουμί της υπόθεσης). Κάτι τύποι κυνηγιούνται, πεθαίνουν καμιά εκατοντάδα αθώοι, και στο τέλος νικάει ο καλύτερος πράκτορας.

Λες λοιπόν, αρκετά με το Χόλιγουντ, και βουτάς σε κάτι indie, πολυδιαφημισμένο, και αποθεωμένο από τη διεθνή κριτική: «Ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου» του Γιόακιμ Τρίερ υποτίθεται πως παρακολουθεί τέσσερα χρόνια από τη ζωή της Γιούλι, μιας νεαράς γυναίκας που πλησιάζει τα 30 και βρίσκεται έμπλεη στο απόλυτα ιδιοσυγκρασιακό της χάος: Τι να κάνω με τη ζωή μου, τι να κάνω με το μέλλον μου, ποια είναι η κλίση μου, ποιος είναι ο άντρας που μου ταιριάζει. Μοιάζει να έχει τη συγκέντρωση δεκάχρονου tik-toker. Για κάθε μια σωστή απόφαση, άλλη μια που αναιρεί την προηγούμενη – λες και έχει σημασία: Όλες προκύπτουν «στην τύχη». Πίσω της, αφήνει συντρίμμια.  

Και εδώ είναι το τεράστιο πρόβλημα της ταινίας: Δεν έχεις ποτέ την παραμικρή ιδέα γιατί η Γιούλι συμπεριφέρεται όπως συμπεριφέρεται, καθώς ο Γιοακίμ Τρίερ που σκηνοθετεί, μοιάζει να μην ενδιαφέρεται καθόλου για το τι πραγματικά περνάει μέσα από το κεφάλι της ηρωίδας του, ηρωίδας που όμως ενσαρκώνει εκπληκτικά η Ρενάτε Ρέινσβε – τόσο που νομίζεις πως έχεις δει κανονική ταινία. Και όχι μια φούσκα. Αλλά αυτό είναι ένα κάλπικο φιλμ, που ισχυρίζεται πως διερευνά τη χαώδη αυτή συνθήκη του να αναπτύσσεσαι όντας σε συγκρουσιακή σχέση με αυτό που ονομάζουμε «ενηλικίωση», αλλά εντέλει, όχι απλώς δεν τη διερευνά, αλλά δεν την προσεγγίζει καν. Και όταν το κάνει, το κάνει με μια επιδερμική ματιά που προσπαθεί να περάσει ως «ελαφράδα».

Δεν είναι.

Και η ελαφράδα απαιτεί μαεστρία και βάθος. Ο Τρίερ μας κοροϊδεύει.  

Όταν δε, αργότερα, η ταινία μοιάζει να παίρνει μια τιμωρητική στάση απέναντι στην ηρωίδα της, αναρωτιέσαι ποιος είναι αυτός για τον οποίο πρέπει να στεναχωρηθώ; Η Ρέινσβε αγαπά τόσο αυτόν τον χαρακτήρα που τον κάνει δικό της, δίνοντας του και μια ανθρώπινη διάσταση, είναι όμως μόνη σ’ αυτή την προσπάθεια. Ο Τρίερ είναι εντελώς αδιάφορος – μέχρι που δρα ως ένας από μηχανής Θεός που την «δικάζει». Και εγώ, το μόνο που ήθελα, ήταν να σηκωθώ και να φωνάξω στην ηρωίδα «ΠΟΙΑ ΕΙΣΑΙ;».

Πάρτε τώρα την παλαιότερη ταινία του σκηνοθέτη «Όσλο, 31 Αυγούστου», παραγωγής 2011, ένα εκπληκτικό ριμέικ της «Φλόγας που τρεμοσβήνει» του Λουί Μαλ. Πόσο κοντά ένιωθες στον κεντρικό της ήρωα, πόσο αναπότρεπτο φαινόταν το απελπισμένο φινάλε, πόσο συντονισμένη ήταν η σκηνοθετική ματιά με το εσωτερικό βλέμμα αυτού του άντρα. Γράφοντας αυτό το κείμενο, θυμήθηκα και το αμερικάνικο «Frances Ha» με την Γκρέτα Γκέργουικ. Πιθανότατα η ταινία που θα ήθελε να ήταν «Ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο» – ευρωπαϊκό σινεμά σε συσκευασία Sundance. Αποτυγχάνει ακόμα και σ’ αυτό, γιατί το αμερικάνικο φιλμ είχε ψυχούλα.

Ευτυχώς που υπάρχουν και οι επανεκδόσεις, το ξαναλέμε: «O άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» του Γίρι Μένζελ έβαλε για τα καλά την Τσεχία στο χάρτη, το 1966. Εδώ βρισκόμαστε στην κατεχόμενη από τους ναζί Τσεχοσλοβακία, όπου ο νεαρός Μίλος, υπάλληλος σε έναν επαρχιακό σιδηροδρομικό σταθμό, ξεκινάει ένα ταξίδι σεξουαλικής αφύπνισης και συνειδησιακής ωρίμανσης που θα τον οδηγήσει σε μια ηρωική πράξη αντίστασης κατά των Γερμανών. Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 1968, με τον ίδιο τον Μένζελ να δηλώνει: «η αληθινή ποιητικότητα αυτής της ταινίας, αν όντως είναι ποιητική, εντοπίζεται όχι στις ίδιες τις παράλογες καταστάσεις, μα στην αντιπαραβολή τους με τη χυδαιότητα και την τραγωδία». Μια τεράστια επιτυχία λοιπόν, που συνέβαλε, περισσότερο κι από τις πρώτες ταινίες του Μίλος Φόρμαν, στην καθιέρωση του Τσέχικου Νέου Κύματος.

Ο Μένζελ καθιερώθηκε αμέσως ως σκηνοθέτη παγκοσμίου βεληνεκούς – ο ίδιος όμως δεν άφησε ποτέ την Τσεχοσλοβακία, πατεντάροντας τη δική του πρόταση για ένα εθνικό, λαϊκό σινεμά – απολαυστικό, αλλά «κλειστό» απέναντι στη Δύση. Η φωτογραφία εδω, μοντέρνα και παιχνιδιάρικη, στέκεται φορμαλιστικά απέναντι στη δράση, ενώ παράλληλα φροντίζει να αποτυπώσει την καλύτερη δυνατή εικόνα της τσέχικης υπαίθρου, καθώς ο Μένζελ αφιερώνεται στην εξιστόρηση μιας περιπέτειας που αφορά τους «μικρούς» και «ασήμαντους» αυτού του κόσμου που όμως και αυτοί δικαίωμα, όχι μόνο στον έρωτα, αλλά και στην υπέρβαση του ίδιου τους του εαυτού.

Και μπορεί ο «Άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» να κουβαλά μια μελαγχολία πίσω από την αθωότητα του βλέμματος του (και τα δυο μοιάζουν να απελευθερώνονται στις ερωτικές στιγμές), διατηρεί όμως μια βαθιά ουμανιστική ματιά, οδηγώντας την ταινία σε μια τελική απελευθερωτική έκρηξη, εκεί δηλαδή που ο Μένζελ μας υπενθυμίζει πως η ζωή πάντα θα νικά – έστω και με βαρύ τίμημα. Τι τα θες, είμαστε άτσαλα όντα, μας λέει. Ακόμα και στην καλοσύνη μας.