Στην ανακαινισμένη Εθνική Πινακοθήκη, 150 ζωγραφικά έργα, 70 σχέδια και άλλα τεκμήρια απαρτίζουν το μεγάλο εικαστικό γεγονός, την αναδρομική έκθεση του ανανεωτή της ελληνικής τέχνης Κωνσταντίνου Παρθένη, που οργάνωσε ως την τελευταία λεπτομέρεια, η τέως διευθύντρια του ιδρύματος, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα (1939-2022), που πρόσφατα έφυγε από τη ζωή.
Η συναρπαστική διαδρομή της ζωγραφικής του Κ. Παρθένη ξετυλίγεται στον υπόγειο χώρο των περιοδικών εκθέσεων. Γεννημένος στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια, το 1878, ο ζωγράφος έζησε τα χρόνια της νιότης στην ελληνική συνοικία, μια αστική γειτονιά πολύ κοντά στο Πατριαρχείο μας και στο σπίτι του Καβάφη. Από μητέρα Ιταλίδα και πατέρα Έλληνα, ο νεαρός Κωστής μαθήτευσε στο γαλλικό κολέγιο των Ιησουιτών, λαμβάνοντας μια παιδεία κλασική, με ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Ο ζωγράφος ορφάνεψε πολύ γρήγορα κι από τους δύο γονείς σε νεαρή ηλικία –προτού καν ενηλικιωθεί– αλλά σημαντικοί πάτρωνες όπως ο ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ, τον έθεσαν υπό την προστασία τους, αναγνωρίζοντας πολύ νωρίς το ταλέντο του.
Είναι σημαντικό, λοιπόν, να πούμε ότι ο Παρθένης ανδρώθηκε ουσιαστικά στην ελληνική κοινότητα που είχε έντονο το στοιχείο της σύνδεσης με τη μητροπολιτική Ελλάδα και, μάλιστα, είχε ενεργό ρόλο στην αναγέννησή της. Έτσι, ο Κωστής με τη βοήθεια της ομογένειας, μαθήτευσε στη Βιέννη, όπου ήταν κέντρο τότε της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ζωγραφίζοντας, μάλιστα, στην ορθόδοξη μητρόπολη του Αγίου Γεωργίου Βιέννης. Τα πρώτα έργα της έκθεσης δείχνουν τις τεχνοτροπικές επιρροές από τους Γάλλους συμβολιστές, όπως ο Πυβί ντε Σαβάν, από τους ναμπί, όπως ο Μωρίς Ντενί, που σφράγισαν το έργο του όχι μόνο στη μορφολογία, αλλά και στις θεματικές του επιλογές με τα θρησκευτικά έργα και τις ιδεαλιστικές αλληγορίες, που κυριαρχούν στη δημιουργία του ζωγράφου κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Ενώ ο Παρθένης υποστηρίχθηκε από τα πιο δυναμικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, ο τόπος του επεφύλαξε πολλά και αντιφατικά: αμφιλεγόμενη, συχνά εξοντωτική κριτική και υπονομεύσεις που τον βύθισαν στη σιωπή και την απομόνωση, με ένα τέλος ανάξιο. Το παρασκήνιο των μέτριων και των συντηρητικών καλλιτεχνών -μέσα στη γενικότερη πολιτική αστάθεια, τον πόλεμο και την Κατοχή-, έδρασε εναντίον του τόσο στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου διετέλεσε Καθηγητής, όσο και στην Ακαδημία Αθηνών. Προτάθηκε για μέλος της τέσσερις φορές, αλλά πάντα υπήρξε κάποιος άλλος ευνοημένος.
Ο Παρθένης, βυθισμένος στη σιωπή, αποτραβήχτηκε στο τέλος της ζωής του στο εμβληματικό σπίτι – εργαστήριό του κάτω από την Ακρόπολη, που δεν σώζεται ούτε αυτό. Ο ίδιος, όμως, δεν έπαψε να ζωγραφίζει τις ιδέες του ως τα βαθιά γεράματα.
Τα ώριμα έργα του Παρθένη μοιάζουν με θεοφάνειες. Η χρωστική ουσία χάνει την υλική της υπόσταση και συμπυκνώνει τα βασικά χαρακτηριστικά του Δάσκαλου: έμφαση στη γραμμή, υποχώρηση του χρώματος, έντονο στιλιζάρισμα. Ο Παρθένης, αυτός που εισήγαγε την αρμονία των καθαρών χρωμάτων στη νεοελληνική ζωγραφική, τα έσβησε απ’ το έργο του για να μην τον εμποδίζουν στη σύνθεση των αρμονικών και καθαρών σχημάτων. Στο τέλος, θεωρούσε σύμβολα τα ίδια τα εικαστικά στοιχεία κι έδινε μορφή αγγέλων στις αφηρημένες έννοιες της Πειθαρχίας, της Νίκης, της Ομόνοιας, της Ομορφιάς κ.λπ. Οι ιδανικές μορφές του που συμβιώνουν αρμονικά με ολύμπιους θεούς και ήρωες της Επανάστασης, μετεωρίζονται σε έναν υπερβατικό χώρο, που δίνει το όνομα της έκθεσης: «Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967), Η ιδανική Ελλάδα της ζωγραφικής του».
«Ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές στον θλιβερό κόσμο του βαθέος γήρατος, στο εξουθενωτικό μεσοδιάστημα του ζωντανού θανάτου, χωρίς ακοή, με χέρια ημιπαράλυτα, με αρθριτικά που έχουν σκεβρώσει τα χέρια του στην ίδια κίνηση της δουλειάς του, σαν να κρατάει ένα πινέλο ή ένα μολύβι» τον περιγράφει, λίγο πριν το τέλος, στα 89 του χρόνια, η Mαρία Kαραβία.
Τι οφείλουμε στον Παρθένη; Είναι ο ζωγράφος ο οποίος περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, συμβολίζει την ένταξη της νεοελληνικής περίπτωσης στην ευρύτερη ευρωπαϊκή τέχνη. Με το κριτήριο αυτό δικαιώνει την επιλογή της Μαρίνας Λαμπράκη Πλάκα κι αντανακλά τη μεγάλη της αγάπη στο έργο του κορυφαίου Δασκάλου.