Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Το νέο βιβλίο του Νίκου Σιδέρη «Πώς το παιδί μαθαίνει να ζητά λαβαίνοντας υπόψη και τον άλλον», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός.
Ο Νίκος Σιδέρης γνωρίζει βαθύτατα τον κόσμο και την ψυχή του παιδιού και οι ψυχοπαιδαγωγικές συνεισφορές του έχουν συναντήσει ευμενέστατη υποδοχή. Με αυτό το έργο εμπλουτίζει τη γνώση και την πράξη της ανατροφής του παιδιού, λαβαίνοντας υπόψη και τους γονείς του. Οι οποίοι, παραδόξως, είναι και αυτοί άνθρωποι ― όσο και αν κάποιες φορές τα παιδιά το παραβλέπουν, αλλά και οι ίδιοι το ξεχνούν προσπαθώντας να γίνουν σούπερ-γονείς, χωρίς να υπάρχει λόγος.
Με τον ψυχίατρο, ψυχαναλυτή, οικογενειακό θεραπευτή και συγγραφέα είχαμε την τιμή και τη χαρά να μιλήσουμε.
Να ξεκινήσουμε με λίγα λόγια σας για τα «θέλω» και το πώς αυτά διαμορφώνονται;
«Τα πρώτα “θέλω” πηγάζουν από την ανάγκη (π.χ. πείνα, δίψα…). Όμως, το παιδί για αρκετά χρόνια αναγκαστικά απευθύνεται στον άλλον (στους γονείς πρωτίστως) και τους ζητάει να κάνουν κάτι γι’ αυτό, για την κάλυψη της ανάγκης του (π.χ. θηλασμός). Έτσι, η πράξη προσφοράς του άλλου στο παιδί ταχέως μεταστοιχειώνεται σε σκηνικό όπου τα πράγματα αποκτούν συναισθηματική, φαντασιακή και συμβολική αξία. Σ’ αυτό το σκηνικό, η πρωταρχική εμπειρία ικανοποίησης του παιδιού ως προς την ανάγκη του αφήνει ίχνη στην ψυχή, τα οποία ορίζουν και το τι αναζητά το παιδί όταν η ανάγκη επανέρχεται. Προφανώς, δεν αναζητά μόνο θερμίδες και βιταμίνες. Δεν το κινεί η καθαρή ανάγκη, αλλά η λαχτάρα, η σφοδρή επιθυμία να ξαναζήσει την πρωταρχική εμπειρία ικανοποίησης με όλα τα συστατικά της. Δηλαδή, στο παράδειγμα της τροφής, όχι μόνο να φάει φαΐ, αλλά να του προσφερθεί η τροφή μέσα σε ένα σκηνικό αγάπης, στοργής, ομιλίας, χαδιών και άλλων συναισθηματικά φορτισμένων κινήσεων…
Έτσι, το αφετηριακό “θέλω της ανάγκης” γρήγορα επαναπροσδιορίζεται ως “θέλω της επιθυμίας”, δηλαδή της σκηνικής ικανοποίησης της ανάγκης μέσω ενός πλούσιου δούναι-και-λαβείν αγάπης. Γι’ αυτό και, εξίσου ταχέως, το αφετηριακό “αίτημα αντικειμένου της ανάγκης” μετατρέπεται σε ολικό αίτημα, που στον πυρήνα του είναι πάντοτε αίτημα αγάπης».
Ποια ήταν η επίδραση της καραντίνας στην ψυχολογία των παιδιών και ειδικότερα στα «θέλω» τους;
«Αυτό που κυρίως στέρησε η καραντίνα, ιδίως στις φάσεις των κλειστών σχολείων, είναι ο ζωτικός χώρος συναναστροφής και επικοινωνίας με τους συνομηλίκους, όπου δεσπόζει η φαντασία και το παιχνίδι, καθώς και η ελεύθερη σωματική κίνηση και έκφραση. Αν το πούμε λίγο υπερβολικά, οι συνθήκες αυτές μετέτρεψαν τα παιδιά σε κατά κάποιον τρόπο “αναχωρητές του παιδικού κόσμου”. Αποτέλεσμα, ένα έντονο στρες με τα εξής συστατικά: Βίαιος και άμεσος αποχωρισμός/αποχαιρετισμός ως προς το οικείο περιβάλλον πράξης και εμπειρίας. Εξίσου βίαιη και επιτακτική προσαρμογή σε ένα περιβάλλον περιορισμένο και ανοίκειο. Αναγκαστική προσπάθεια υποκατάστασης του κόσμου των συνομηλίκων με ό,τι υπήρχε διαθέσιμο, κυρίως γονείς, αδέλφια και εξ αποστάσεως επικοινωνία.
Καθώς οι φαντασιώσεις του παιδιού έπρεπε να προσαρμοστούν στη στενότητα του ζωτικού χώρου, ο πειρασμός να απαιτήσει το παιδί τη μετατροπή των γονέων του σε “πολυμηχανήματα” που θα υποκαθιστούσαν τα άλλα παιδιά ήταν μεγάλος. Γι’ αυτό και είδαμε τα παιδιά να πολυβολούν τους μεγάλους του σπιτιού με καταρράκτες αιτημάτων, να τους τραβούν συνέχεια από το μανίκι. Με αποτέλεσμα να προκύπτουν καταστάσεις πρακτικής και συναισθηματικής απόγνωσης και ασφυξίας για τους γονείς, χωρίς και τα παιδιά να ευχαριστούνται και να κατεβάζουν ταχύτητα σ’ αυτή την “αιτηματοδιάρροια”. Οπότε όλοι ζούσαν μέσα σε διαρκή ματαίωση και απειλή ματαίωσης, η οποία, εκτός των άλλων, τροφοδοτεί και επιθετικότητα, που με τη σειρά της ανακυκλώνεται εγκλωβισμένη στους κλειστούς και στενούς χώρους της υποχρεωτικής διαρκούς συμβίωσης».
Κάνετε, στο τελευταίο αυτό πόνημά σας, λόγο για την αναγκαιότητα, τη σημασία κατάκτησης του έντεχνου αιτήματος. Να ορίσουμε, καταρχάς, τι είναι το έντεχνο αίτημα;
«Έντεχνο αίτημα σημαίνει, πρωτίστως, όταν ζητάω κάτι από τον άλλον (τους γονείς, για παράδειγμα) να λαβαίνω υπόψη μου ότι και αυτός είναι άνθρωπος. Δηλαδή, δεν είναι μηχάνημα που πατάς κουμπιά και κάνει ό,τι του λες να κάνει· αλλά πλάσμα με σώμα και με νου και με συναισθήματα. Που έχει ορισμένες, όχι απεριόριστες δυνατότητες. Που, όσο και να σε αγαπάει, δεν έχει απεριόριστη διαθεσιμότητα, ψυχική και σωματική, γιατί κάποιες φορές δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο αίτημά σου, όσο και να το θέλει επειδή σε αγαπάει. Άρα, έντεχνο αίτημα σημαίνει ότι ζητώ λαβαίνοντας υπόψη και τον άλλον, όχι μόνο τα δικά μου “θέλω”, που ιδιαίτερα στο παιδί μπορεί να είναι έντονα εγωκεντρικά και ναρκισσιστικά.
Το έντεχνο αίτημα έχει τέσσερις βασικές συνιστώσες: Τι ζητάω, πώς το ζητάω, πώς αντιδρώ αν δεν γίνεται αυτό που ζητάω, και μια ακόμη απόκρυφη συνιστώσα με όνομα πασίγνωστο που όμως παραβλέπουμε… και μπερδευόμαστε. Η ανάλυση αυτών των συνιστωσών και η αξιοποίησή τους για να κατακτήσει το παιδί το έντεχνο αίτημα είναι το θέμα του βιβλίου μου».
Συναισθηματική ευθύνη· η καλλιέργειά της είναι ο οδηγός της προσέγγισής σας. Θα μας πείτε, σας παρακαλώ, τι είναι η συναισθηματική ευθύνη;
«Συναισθηματική ευθύνη σημαίνει ότι, όταν λέω ή κάνω κάτι που επηρεάζει και τον άλλον, προσπαθώ να μη τον φέρω σε δύσκολη συναισθηματική σχέση. Παράδειγμα, αν οι γονείς μου λένε: “Δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να κάνουμε αυτό που λες”, τότε δεν αρχίζω τη συναισθηματική πίεση του είδους: “Μα, έλα…”, “Γιατί δεν μπορείς;” ή “Όχι, μπορείς”… μέχρι μούτρα, κλάματα, τσιρίδες, άσχημα λόγια ή άσχημη συμπεριφορά, πληγωτικές κουβέντες όπως: “Δεν μ’ αγαπάς” ή “Δεν σ ’αγαπάω”… Όταν ένας δικός μου άνθρωπος που μ’ αγαπάει και θέλει να μ’ ευχαριστήσει μου λέει “Δεν μπορώ”, συναισθηματική ευθύνη σημαίνει ότι σέβομαι τον λόγο του και τα αισθήματά του και δεν τον πιάνω από τον λαιμό για να γίνει το δικό μου.
Προφανώς, η συναισθηματική ευθύνη που αναλογεί σε κάθε άνθρωπο εξαρτάται από την ηλικία του, την εμπειρία του, τη συναισθηματική και ευρύτερη ανάπτυξή του. Δεν περιμένουμε τον ίδιο βαθμό συναισθηματικής ευθύνης από ένα παιδί 2 ή 4 ή 6 ή 9 χρονών. Όμως, φροντίζουμε να ανατρέφουμε το παιδί μας ώστε, σε κάθε νέα αναπτυξιακή του φάση, να εμπεριέχεται και η αντίστοιχη συναισθηματική ευθύνη».
Καλούμαστε ως ενήλικες να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά να ζητούν μέσω μιας ορθής, σωστής διαδικασίας. Εμείς, ως οι ενήλικες, κατέχουμε τη διαδικασία; Κι αν όχι, μπορούμε να τη διδάξουμε;
«Εδώ και εξήντα περίπου χρόνια, η Δυτική κοινωνία έχει περιέλθει σε μια ψυχολογική και πολιτισμική κατάσταση, η οποία ονομάστηκε “εποχή του ναρκισσισμού”. Γρήγορα ναρκισσισμός και καταναλωτισμός ζευγάρωσαν, διαμορφώνοντας το κυρίαρχο σήμερα υπόδειγμα βίου και ανθρώπου, που είναι ο καταναλωτικός ναρκισσισμός. Δηλαδή, καμαρώνω επειδή καταναλώνω, οι άλλοι πρέπει να θαυμάζουν όσα καταναλώνω και έτσι να τροφοδοτούν τον ναρκισσισμό μου. Το “είναι” επισκιάζεται από το “έχειν” και τελικά και το “έχειν” επισκιάζεται από το “φαίνεσθαι”, με την έννοια ότι αρκεί να φαίνεται ότι έχω και καταναλώνω: Αυτό που δείχνει η τεράστια αγορά με προϊόντα “μαϊμούδες”…
Η τέχνη του γονιού πλήττεται βάναυσα από τον καταναλωτικό ναρκισσισμό· ο οποίος αναθέτει στους γονείς την αποστολή να αναθρέψουν ένα παιδί υπερ-νάρκισσο, που κάνει ό,τι του γουστάρει επειδή έτσι του γουστάρει και οι άλλοι είναι απλώς υποχείρια για να γίνονται τα καπρίτσια του… Τουτέστιν, οι γονείς να τρέχουν σαν παλαβοί να προλάβουν ή να υπερκαλύψουν ό,τι κι αν ζητάει ή φαντάζονται ότι θα ζητήσει το παιδί τους, όπως κι αν το ζητάει, ακόμη κι όταν ουρλιάζει: “Το θέλω τώρα, τώρα, τώρα!!!”, έτοιμο να δαγκώσει και να κομματιάσει τον άλλον, πρωτίστους τους περίτρομους γονείς του, που τρέμουν στην ιδέα ότι μπορεί να είναι ανεπαρκείς στα μάτια του παιδιού και των διαφημίσεων…
Όμως, οι πικροί καρποί της ανατροφής υπερ-νάρκισσων έχουν γίνει ήδη φανεροί, και οι γονείς αναζητούν με λαχτάρα τόπο να σταθούν και τρόπο να αναθρέψουν καλά το παιδί τους. Το κλειδί γι’ αυτό, είναι οι γονείς να μη φοβούνται να είναι γονείς και η αγάπη τους να προσφέρει στο παιδί, μαζί με την παρουσία και την αποδοχή, και άφοβη καθοδήγηση. Δηλαδή, να λένε άφοβα όσα “μη”, “όχι” και “όχι έτσι, αλλιώς” χρειάζεται καθημερινά το παιδί για να κατακτήσει τις “οδηγίες χρήσης” του πραγματικού κόσμου, στον οποίο φυσικά δεν είναι αφεντικό ή τύραννος με τους άλλους υποχείρια τού “έτσι θέλω” του. Η τεράστια απήχηση του βιβλίου μου “Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν!”, δείχνει ότι οι γονείς λαχταρούν να ανακτήσουν και τη γνώση και την ικανότητα να στέκονται άφοβα στη θέση του γονιού. Αυτό ισχύει και ως προς τον τρόπο με τον οποίο το παιδί διατυπώνει τα αιτήματά του. Το παρόν βιβλίο έρχεται να καλύψει αυτό ακριβώς το ζωτικό κενό».
Συμφωνείτε ότι το να λαμβάνουμε υπόψη τον άλλον, μοιάζει να είναι, γενικά, ένα από τα «αδύνατα σημεία» της καθημερινότητάς μας; Κι αν, ναι, που το αποδίδετε;
«Η νοοτροπία και η κοινωνικότητα των Ελλήνων, αρχαιόθεν, βασίζεται στο δίπτυχο “διάκριση του Εγώ μέσα σε ένα υπέροχο Εμείς”. Η επινόηση της Δημοκρατίας είναι η υψηλότερη έκφραση αυτού του θεμελιώδους ψυχοδιανοητικού οδηγού. Η ελληνική αίσθηση του βίου εμπεριέχει μια κουλτούρα αλληλεγγύης με τον άλλον ως μέλος του Εμείς. Από την άλλη, ο καημός για διάκριση ενίοτε ξεφεύγει από τη σφαίρα της άμιλλας και εκφυλίζεται σε ανταγωνισμό, ενίοτε αθέμιτο.
Ο καταναλωτικός ναρκισσισμός, υποσκάπτοντας το Εμείς, τροφοδοτεί τις εγωκεντρικές συμπεριφορές. Όμως, Έλληνας που δεν μοιράζεται την ύπαρξή του με ένα ή περισσότερα Εμείς (οικογένεια, δικού μου, φίλοι μου, γνωστοί μου, συντοπίτες, οπαδοί της ίδιας ομάδας ή του ίδιου κόμματος…), δύσκολα δεν δυσφορεί. Γι’ αυτό, αν και είναι έργο απαιτητικό, ωστόσο είναι και διαρκής επιδίωξη του ελληνικού τρόπου ζωής, η διαλεκτική εναρμόνιση του Εγώ με το Εμείς».
Να κλείσουμε με κάποιους τίτλων βιβλίων που αγαπάτε;
«Κάθε χρόνο, πλήθος άνθρωποι μου στέλνουν βιβλία τους. Τους ευχαριστώ και ζητώ συγγνώμη από όσες-ους δεν έχω την ευχέρεια να απαντήσω προσωπικά στην ευγενική χειρονομία τους.
Από τη σοδειά 2021-22, ξεχωρίζω λοιπόν τα εξής:
-Pierre Legendre, “L’avant dernier des jours”, Ars dogmatica, Paris : Ένας υπέροχος νους ανασκοπεί πανοραμικά τη διαδρομή του σε διάφορες κλίμακες της ανθρώπινης κατάστασης και μας αποκαλύπτει την αλήθεια του κόσμου που ζούμε και τις προβληματικές του κόσμου που έρχεται.
-Elisabeth Brami, “Τα κορίτσια έχουν το δικαίωμα” και “Τα αγόρια έχουν το δικαίωμα”, εκδόσεις Διόπτρα: Με γνώση, ευαισθησία και χάρη, μια πολύπειρη συγγραφέας παιδικών βιβλίων μάς οδηγεί πέρα από στερεότυπα, σε ένα κόσμο όμορφης και αυθεντικής εμπειρίας και ανάπτυξης του παιδιού.
-Μαρία Κουλούρη, “Αστικό ελάφι”, εκδόσεις Μελάνι: Μια ακόμη συμβολή στη διαμόρφωση της ποιητικής πτυχής της ύπαρξής μας, που συνδυάζει στοχαστικότητα, ευστοχία της έκφρασης και μουσικότητα της γλώσσας.
-Αργυρώ Μουντάκη, “Πες το μόνο στη μαμά” και “Μυστικά με τον μπαμπά”, εκδόσεις Διάπλαση: Πώς φτάνει ένα παιδί σε αδιέξοδο και πώς βρίσκει το κλειδί του λόγου απευθυνόμενο στους γονείς του, ζητώντας τους να το ακούσουν και να του μιλήσουν με αγάπη, διαθεσιμότητα και στοχαστική ευαισθησία.
-Ελένη Καρρά, “Μετρό(ει) αυτή η λύπη”, εκδόσεις Μελάνι: Μια άκρως αισθαντική ποιητική μετουσίωση της υπαρξιακής διαδρομής, με ιδιαίτερη μέριμνα για τη μορφή του λόγου και της γραφής.
-Άκης Σπανούδης, “Ομήρου Ιλιάς” και “Ομήρου Οδύσσεια”, εκδόσεις Χαβιάρας και Φιλίππου: Έμμετρη ποιητική απόδοση του Ομηρικού θαύματος στην Κυπριακή διάλεκτο, από έναν Κύπριο παραδοσιακό ποιητάρη. Το αποτέλεσμα είναι αξιοθαύμαστο από πολλές απόψεις, όπου ξεχωρίζει η ιδιοφυής μουσικότητα της Κυπριακής λαλιάς.
-Δήμητρα Αθανασοπούλου, “Ψυχανάλυσέ το”, εκδόσεις Το Μέλλον: Μια διορατική και αναστοχαστική περιδιάβαση στα ραγδαία μεταβαλλόμενα υπαρξιακά πεδία των όντων (ανθρώπων ή τοπίων ή …), με όρους ψυχαναλυτικής ανθρωπολογίας και με μια ιδιαίτερη όσο και δοκιμασμένη προσωπική ματιά.
-Αιμιλιανός Σιδέρης, “Ίκαρος, 21ος αι. – Οδύσσειας Όμηρος”, εκδόσεις Εύμαρος: Ποιητική συλλογή, όπου η δυστοπία της εποχής μεταγράφεται σε λειτουργική γραφή, με ιδιαίτερη έμφαση στο έργο του ύφους και της μορφής, έτσι ώστε ακόμη και η δυσφορία της εμπειρίας να μετατρέπεται σε πυκνή ποιητική γραφή, με ρίσκο κι απόλαυση.
-Θανάσης Χατζόπουλος, “Μετόπη”, εκδόσεις Ύψιλον: Ένας ακόμη λεπτοφυής κρίκος στο πλέγμα του έργου ενός δόκιμου ποιητή, καθώς διαδράμει το υπαρξιακό πεδίο με απτές μεταφυσικές προεκτάσεις.
-Γιώργος Βέης, “Για την ποιητική γραφή”, εκδόσεις Ύψιλον: Συμπυκνώνοντας και εμβαθύνοντας στην προσωπική εμπειρία του, στον διάλογο με ομοτέχνους και στην αναστοχαστική περιδιάβαση στα κείμενα, ένας ξεχωριστός τεχνίτης του ποιητικού λόγου (και όχι μόνο) μας μυεί στα περίτεχνα ζητήματα που ορίζουν και ξεχωρίζουν την ποιητικότητα από τις άλλες υποστάσεις του λόγου και του βιώματος.
Και η γραφή συνεχίζει το έργο της».