Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, παρουσιάζει, έως τις 5 Αυγούστου, την έκθεση ζωγραφικής του Ανδρέα Γεωργιάδη με τίτλο «Επέστρεφε» -Αναφορά στον Κ. Π. Καβάφη, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη -Πτέρυγα Μακρυγιάννη, σε επιμέλεια της διευθύντριας της Βιβλιοθήκης, Μαρίας Γεωργοπούλου, με την υποστήριξη της Μικρής Άρκτου.
Με τον εικαστικό είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε.
Γιατί «Επέστρεφε»;
«Η ενότητα αυτή γεννήθηκε από μια προσωπική ανάγκη, να ορίσω με τον δικό μου τρόπο τη επαφή μου με το καβαφικό σύμπαν. Επέστρεψα στην (αγαπημένη μου) πόλη του πολλές φορές, για να τη γνωρίσω σε βάθος, να εισχωρήσω στον μικρόκοσμό της και να την οικειοποιηθώ με τη ζωγραφική μου. Επέστρεψα στο ακέραιο, την καταγραφή του αισθήματος που γεννούσε κάθε φορά η επαφή με την ποίησή του».
Τι είναι ο Καβάφης για σας; Τι συμβολίζει;
«Πρωτοήρθα σε επαφή με την ποίησή του, στην πρώτη εφηβεία μου. Επανερχόμουν κατά καιρούς στην ποίησή του. Ο Καβάφης συμβόλιζε πάντα για μένα μια σταθερή πηγή έμπνευσης και αναφοράς, στη ζωή και το έργο μου. Κάποια στιγμή, στα τριάντα, ζωγράφισα το πρώτο μου έργο εμπνευσμένο από το ποίημα “Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον”. Πριν λίγα χρόνια αποφάσισα να αφιερώσω μια ενότητα έργων αποκλειστικά και μόνο στον μεγάλο Αλεξανδρινό. Εργάστηκα πάνω στην πρόθεσή μου αυτή, ζωγραφίζοντας και μελετώντας τέσσερα χρόνια. Βοήθησε, βέβαια, με τον τρόπο της η πανδημία και ο εγκλεισμός γιατί με συγκέντρωσαν, μου έδωσαν την ευκαιρία να αφιερωθώ απερίσπαστος στα έργα που ετοίμαζα. Στο διάστημα αυτό, όταν άνοιξαν τα σύνορα, επέστρεψα στην Αλεξάνδρεια· αυτή τη φορά με τα μάτια του ζωγράφου που είχε ανάγκη να ξαναδεί την πόλη στο πλαίσιο αυτής της ενότητας.
Κι ευτυχώς, οι συνθήκες επέτρεψαν να ολοκληρωθεί και να παρουσιαστεί αυτή η εργασία με ιδανικό τρόπο: στον θαυμάσιο χώρο της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, επιμελημένη με μεγάλη φροντίδα από τη διευθύντρια της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, Μαρία Γεωργοπούλου. Η έκθεση περιλαμβάνει, επίσης, μια σειρά σημαντικών καβαφικών τεκμηρίων από τις συλλογές της Γενναδείου: χειρόγραφα, αυτόγραφα ποιήματα, εκδόσεις του ποιητή, αλλά και τεκμήρια των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας του 1900, θαυμάσια επιμελημένα από την επικεφαλής βιβλιοθηκάριο της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, Ειρήνη Σολωμονίδου. Η εικαστική αφήγηση, σκηνογραφημένη έξοχα από τη Βιβή Γερολυμάτου, συμπληρώνεται από ένα εξαιρετικό ηχητικό ντοκουμέντο με απαγγελία ποιημάτων από τον Παρασκευά Καρασούλο.
Η ενότητα “Επέστρεφε”, λοιπόν, είναι μια προσωπική εκδοχή καταγραφής της καβαφικής ποίησης, πολύ συναισθηματική και προφανώς έντονα βιωματική, μέσα από 32 έργα: τοπία, εσωτερικά και πορτρέτα που εναλλάσσονται, προτείνοντας μια υποκειμενική ανάγνωση του κόσμου του.
Η εργασία πάνω στον Καβάφη μου φέρνει και δύο νέα στοιχεία αναφορικά με τη ζωγραφική μου. Αφενός, δούλεψα και παρουσιάζω μια σειρά από πορτρέτα, στην πλειοψηφία τους φανταστικών ανθρώπων, πρωταγωνιστών στα ερωτικά του ποιήματα. Αφετέρου πήρα το θάρρος να ξεδιπλώσω τις εικόνες σε μεγάλο μέγεθος, γεγονός που μου έδωσε μια χειρονομιακή ελευθερία.
Τέλος, να αναφέρω τα υλικά των έργων, τα οποία είναι μελάνια σε χαρτί. Το υλικό δηλαδή που χρησιμοποιούσε ο ποιητής για τη γραφή των ποιημάτων του, γίνεται η πρώτη ύλη μου, για να πλάσω τις εικόνες επάνω σε χειροποίητα χαρτιά από βαμβάκι. Αραιωμένα με νερό, τα μελάνια δίνουν την εντύπωση της ακουαρέλας, αφήνοντας να κυριαρχήσει το φως και η σκιά αντί για μια χρωματική ποικιλία. Σε κάθε περίπτωση, το φως με απασχολεί πολύ στα έργα, είτε πραγματικό είτε μεταφυσικό».
Πώς ξεκινήσατε την ενασχόλησή σας με τη ζωγραφική;
«Ζωγράφιζα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Είχα την τύχη να αντιληφθώ εγκαίρως ότι αυτός είναι ο προορισμός μου. Το θάρρος και η πίστη, όμως, στον εαυτό μου ενισχύθηκαν από πολύτιμους ανθρώπους που στάθηκαν δίπλα μου, όπως ο Παρασκευάς Καρασούλος και η Βιβή Γερολυμάτου. Είμαι πολύ τυχερός που τους έχω.
Παράλληλα με τη ζωγραφική σπούδασα γραφιστική, στην Ελλάδα και τη Γαλλία. Ανήκω στην ομάδα της Μικρής Άρκτου, έχοντας όλα αυτά τα χρόνια την ευθύνη για την εικόνα και ταυτότητα των εκδόσεών της. Επίσης, τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιούμαι στο θέατρο ως σκηνογράφος, ενώ συμμετέχω στη σκηνογραφία εκθέσεων σε μουσειακούς Οργανισμούς όπως το Ίδρυμα Β&Ε Γουλανδρή, η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, το Μουσείο Μπενάκη, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης κ.ά.».
Ποιες είναι οι καλλιτεχνικές σας επιρροές;
«Ο Τισιάνο, ο Κουρμπέ, ο Κλιμτ με τα τοπία του, ο Μπέικον κι ο Φρόιντ… η λίστα των ζωγράφων είναι ατέλειωτη. Και δίπλα της παρατάσσονται όλοι εκείνοι οι συγγραφείς που κατά καιρούς με εμπνέουν στη ζωγραφική μου περιπέτεια: Ο Προυστ, ο Ντάρελ, ο Μπαλζάκ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Καβάφης…
Είχα την τύχη να έχω δάσκαλο στη ζωγραφική τον Γιώργο Ρόρρη, ένα σπουδαίο καλλιτέχνη κι έξοχο δάσκαλο, που κοντά του έμαθα πολλά. Τόσο για το τί όσο και για το πώς, στη ζωγραφική διαδικασία. Ακόμη περισσότερο, μου δίδαξε την υπομονή, το σημαντικότερο εφόδιο για έναν καλλιτέχνη που επιθυμεί να εμβαθύνει στα σκοτεινά νερά εντός του».
Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη· ποιος είναι ο επόμενος καλλιτεχνικός σας προορισμός;
«Θα προσθέσω και τη Βενετία, που προηγήθηκε των άλλων δύο. Κάθε πόλη αναδεικνύει και μια διαφορετική πτυχή του ελληνικού πολιτισμού. Κοινός παρονομαστής σε όλες, η παρουσία των Ελλήνων. Φαίνεται πως έχω μια εμμονή με αυτό. Για καλό, ωστόσο.
Στην έκθεση “Επέστρεφε”, παρότι το ταξίδι δείχνει γεωγραφικό προορισμό την Αλεξάνδρεια, στην πραγματικότητα η πυξίδα στρέφεται σε κάτι διαφορετικό, βιωματικό και βαθιά προσωπικό».
Ποιο έργο ξεχωρίζετε στην έκθεση;
«Έχω την εντύπωση, βλέποντας τα έργα κρεμασμένα και σε σειρά τέτοια ώστε να εξυπηρετεί την εκθεσιακή αφήγηση, ότι πρόκειται για ένα ενιαίο σύνολο, ένα έργο σε πολλά μέρη.
Θα τολμήσω να ξεχωρίζω το πορτρέτο του ποιητή, όχι για λόγους αισθητικής αξίας αλλά για τον συμβολισμό που εμπεριέχει. Αποφεύγοντας τις γνωστές φωτογραφίες που όλοι ξέρουμε, στηρίχθηκα στο ποίημά του “Ένας γέρος”: Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει./ Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει/ σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό./ Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·/ και πως την εμπιστεύονταν πάντα -τι τρέλλα!-/ την ψεύτρα που έλεγε· ‘’Aύριο. Έχεις πολύν καιρό’’».