Δυο υπερφυσικά κριάρια που βελάζουν με ανθρώπινη φωνή – ένα ουρλιαχτό που διαπερνά το sound design της ταινίας ανά τακτά χρονικά διαστήματα, είναι το πιο αστείο εύρημα στην ταινία του Γουατίτι, επειδή είναι μια τόσο εξωφρενική επιλογή. Στα υπόλοιπα, ο νέος Θορ μοιάζει με μια αλυσίδα από κωμικά gag, που όμως δεν ξεφεύγουν από τα όρια που έχουν τεθεί ούτως ή άλλως σε προηγούμενες ταινίες του Μαρβελικού σύμπαντος. Μάλιστα αποφεύγονται τα πιο κυνικά, όχι πως απουσίαζε η ελαφράδα και από την πρώτη ταινία της σειράς: Ο Κένεθ Μπράνα είδε την camp πλευρά του κόμικ, και έστησε ένα θέαμα που εκπλήρωνε τις χολιγουντιανές απαιτήσεις του ενώ ταυτόχρονα έριχνε κλεφτές ματιές στο «Flash Gordon» (του επίσης βρετανού Μάικ Χότζες) με την κομψότητα που τον διακρίνει. Πάντα κλέβει με κομψότητα ο Μπράνα.
Εδώ λοιπόν ο Θορ αναζητά τον Γκορ, έναν σφαγέα Θεών που σύντομα θα κυνηγήσει και τον ίδιο. Η ταινία απασχολείται ένα πεντάλεπτο με το origin του κακού, και ίσως υπερβάλω, αλλά εδώ είναι που «ό,τι πληρώνεις παίρνεις» και ο Κρίστιαν Μπέιλ τα δίνει όλα ως Γκορ. Κι αν όχι όλα, σίγουρα περισσότερα απ’ ότι θα περίμενε κανείς σε μια ταινία στημένη με τέτοια ελαφράδα. Και η αλήθεια είναι πως μόνο μέσα από την ερμηνεία του Μπέιλ προκύπτει η όποια αίσθηση απειλής που κάνει μια τέτοια ταινία να λειτουργεί. Αλλά ο (τέταρτος κατά σειρά) Θορ δεν θέλει να αγωνιάς, θέλει να διασκεδάσεις. Και νεκροί να καταλήξουν κάποιοι, υπάρχει πάντα η Βαλχάλα όπου μπορούμε όλοι να τους ξαναδούμε ζωηρούς και φρέσκους.
Παραδόξως, για μια τέτοια ταινία, οι πιο βαρετές σκηνές είναι αυτές που περιλαμβάνουν δράση: Εκεί δεν υπάρχουν εκπλήξεις παρά μόνο επαναλήψεις μοτίβων που έχουμε δει ξανά και ξανά – πλέον δεν βλέπω καν εικόνες όταν η οθόνη γεμίζει cgi – μόνο αλγόριθμους. Άλλωστε όσο τα χρόνια περνούν και τα πρακτικά, αναλογικά εφέ λιγοστεύουν, αυτό βλέπουμε: Προγραμματιστές να βελτιώνονται στη δουλειά τους.
Πέραν τούτου, στη «Χαμένη σκηνή» ο Ζαν Γιμού αφηγείται την η ιστορία ενός κατάδικου που στέλνεται σε στρατόπεδο εργασίας στην απομονωμένη βορειοδυτική Κίνα, προς το τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης, όταν το σινεμά στη χώρα ήταν από τα ελάχιστα πολιτιστικά ερεθίσματα για τα πλήθη. Με μοναδικό σκοπό να παρακολουθήσει την κόρη του στα Επίκαιρα του κινηματογράφου, αποδρά και φεύγει για το κοντινό χωριό. Διόλου παράξενο που η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου, το 2019, ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή λόγω “τεχνικών προβλημάτων” – με άλλα λόγια, λογοκρίθηκε από την κυβέρνηση.
Ας σημειωθεί λοιπόν πως η ταινία που παίζεται αυτές τις μέρες στα θερινά αφορά μια εκδοχή της ταινίας «εγκεκριμένη» από την Κινεζική κυβέρνηση, με νέο μοντάζ και σκηνές που φιλμογραφήθηκαν εκ νέου ούτως ώστε το φιλμ να «ελευθερωθεί». Και εδώ θα ήθελα να θυμίσω πως, στο παρελθόν, ο Γιμού προτιμούσε να έρθει σε ρήξη με τη χώρα του: Στην περίπτωση του εξαίσιου «Να ζεις», η ταινία έμεινε απαγορευμένη στην Κίνα, διανεμήθηκε όμως ελεύθερα στη Δύση. Αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει. Το «Να ζεις» γυρίστηκε το 1994 και δεκατέσσερα χρόνια μετά ο Γιμού θα αναλάμβανε τη σκηνοθεσία της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Πεκίνο.
Πάντως, η μεγάλη του αγάπη για το σινεμά δεν κρύβεται. Στο πρώτο μέρος της «Χαμένης σκηνής» οι διάλογοι είναι ελάχιστοι. Όλα στηρίζονται σε ένα ερμηνευτικό timing που μαρτυρά τις καταβολές του από το βωβό σινεμά – ενώ κινηματογραφεί το ίδιο το σελιλόιντ με μια νοσταλγική ματιά που ρίχνει κλεφτές ματιές στον Δυτικό θεατή του «Σινεμά ο Παράδεισος», την ίδια ώρα που αποτίνει φόρο τιμής στη Κινεζική κινηματογραφική βιομηχανία αλλά και στο λαϊκό σινεμά της χώρας που έθρεψε γενεές επί γενεών σε μια ταινία που δε γίνεται να μην απολαύσεις. Ταυτόχρονα όμως, προσωπικά δεν μπορώ να ξεχάσω πως παρακολουθώ μια ταινία «στρογγυλεμένη». Πρόβλημα μου, θα πει κάποιος.
Το δε «Μυστικό της Μαντλίν Κόλλινς» στήνει μια μυθοπλασία πάνω στα χαλάσματα της γυναικείας ψυχολογίας καθώς η Βιρζινί Εφιρά ζει μια διπλή ζωή με δύο άντρες – και δύο οικογένειες. Με τον πλούσιο Μελβίλ στη Γαλλία, είναι γνωστή ως Μαργκό και έχει αποκτήσει δύο γιους. Με τον Αμπντέλ στην Ελβετία, είναι η Τζούντιθ και έχουν μια κόρη. Γαλλόφωνο, συμπαραγωγή Γαλλίας – Ελβετίας – Βελγίου, σχιζοειδές εκ φύσεως δηλαδή, και ο Αντουάν Μπαρό φτιάχνει μια ταινία κρυπτική, όχι τόσο επειδή φλερτάρει με την ευκολία του ανοιχτού φινάλε, αλλά επειδή η ίδια η ταινία μοιάζει να ακολουθεί την ηρωίδα στην ελεύθερη πτώση της.
Το αποτέλεσμα πάντως δεν τον δικαιώνει. Η Εφιρά «κεντάει» (είναι και ο ρόλος αβανταδόρικος όσο να’ναι), αλλά χρειαζόμαστε περισσότερες απαντήσεις. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης ισχυρίζεται πως έχει σημασία που ο «απατεώνας» της υπόθεσης είναι η γυναίκα, αλλά δεν κάνει απολύτως τίποτα για να το αρθρώσει κινηματογραφικά – οπότε δεν υπάρχει λόγος να το σχολιάσουμε και εδώ. Σόρι, αλλά για να πάρω μια ταινία στους ώμους μου, και να συνεχίσω να μιλώ γι’ αυτήν και έξω από το σινεμά, πρέπει να έχει πει και πέντε πράγματα. Εννοώ, να τα λέει στ’ αλήθεια.
Ευτυχώς υπάρχουν οι επανεκδόσεις: Στο «Ασανσέρ για δολοφόνους», ένας δολοφόνος, που έχει μόλις ξεπαστρέψει τον σύζυγο της αγαπημένης του, γυρνά στον τόπο του εγκλήματος για να εξαφανίσει ένα αποδεικτικό στοιχείο και εγκλωβίζεται στο ασανσέρ. Κάθε βήμα της πλοκής αποκαλύπτει έναν άλλο μηχανισμό και ο θεατής συρρικνώνεται στο κάθισμά του, αγωνιώντας για τη συνέχεια και όλα θα ήταν «λίγα» χωρίς αυτή τη φοβερή μουσική: ο Λουί Μαλ άφησε τον μεγάλο Miles Davis να αυτοσχεδιάσει βλέποντας ένα πρώιμο cut της ταινίας δίχως ήχο και το αποτέλεσμα (που ηχογραφήθηκε σχεδόν σε ένα take) είναι ένα από τα μεγάλα, μυθικά soundtracks της έβδομης τέχνης. Του 1957, με Ζαν Μορό και Μορίς Ρενέο, μπλέκει μοναδικά το φιλμ νουάρ με τη νουβέλ βαγκ.
Ο δε Ρομάν Πολάνσκι με το «Μαχαίρι στο νερό» δείχνει το διαμέτρημα του ταλέντου του με την πρώτη του μόλις ταινία: O Aντρέι βρίσκεται μαζί με τη γυναίκα του Κριστίν , καθ’ οδόν για το γιοτ τους, όπου και σκοπεύουν να περάσουν οι δυο τους το γούικεντ σε μια λίμνη. Στον δρόμο καθώς οδηγούν θα συναντήσουν έναν νεαρό που κάνει ωτοστόπ. Αργότερα, επάνω στο ιστιοπλοϊκό ανάμεσα στους δυο άνδρες θα αναπτυχθεί ένας έντονος ανταγωνισμός, με επίκεντρο τη μοναδική γυναίκα της συντροφιάς και μια αναμέτρηση όλων μέσα στο νερό. Ένα αριστούργημα κινηματογραφικής λιτότητας και μινιμαλιστικής έκφρασης, αλλά και μια γλώσσα που χρειάζεται έναν «εκπαιδευμένο» θεατή για να ανθίσει.
Υ.Γ.: Δεν θέλω να πω κουβέντα για το «Θεέ μου τι σου κάναμε 3», μου αρκεί που το είδα.