Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Στη νότια Ιταλία αλλά και τη Σύρο του προηγούμενου αιώνα μάς ταξιδεύει η Αλέκα Ζωγράφου μέσα από το καινούριο της μυθιστόρημα «Η Κυρά των Αγγέλων», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Χάρτινη Πόλη.
Η ιστορία ξεκινά μια μοιραία νύχτα του 1917 και πρωταγωνίστρια είναι η νεαρή, τότε, Γκράτσια, που εγκαταλείπει τη Σαρδηνία με το ξύλινο σφυρί της ακαμπαντόρα κι ένα εισιτήριο στο χέρι. Ατράνι -ένα μικρό ψαροχώρι κοντά στο Αμάλφι, Νάπολη, Σύρος και πάλι Νάπολη, στάσεις στο ταξίδι της ζωής της.
Στην αφήγηση, ιστορικά γεγονότα συνδέονται άρρηκτα και επηρεάζουν βαθιά τις ζωές των ηρώων, ενώ τη γεμάτη ανατροπές πλοκή πλαισιώνουν γνωστά και άγνωστα περιστατικά, καθώς και ήθη και έθιμα της νότιας Ιταλίας και του κυκλαδίτικου νησιού.
Μυστικά μπλέκουν με αλήθειες συγκλονιστικές, οι ισορροπίες ταράζονται και στις οδυνηρές αποφάσεις που καλείται να πάρει η Γκράτσια, μόνο η Κυρά των Αγγέλων μπορεί να καθοδηγήσει τα βήματά της.
Με τη συγγραφέα είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε.
«Κυρά των Αγγέλων»· θα θέλατε να ξεκινήσουμε, με λίγα λόγια σας για την επιλογή του τίτλου;
«Η “Kυρά των αγγέλων” είναι μια διαφορετική προσφώνηση και προσέγγιση, κυρίως των Ιταλών, για την Παναγιά. Φυσικά, και πολλές εκκλησίες τους φέρουν αυτόν τον τίτλο -“La Signora degli angeli”. Στην Ελλάδα σε αρκετά μέρη, επίσης, συναντάμε εκκλησίες με αυτό το όνομα.
Για το βιβλίο, θεωρώ ότι ο τίτλος αυτός καθορίζει το ύφος και το περιεχόμενο. Η ανακάλυψη της δύναμης που έχει η Παναγιά είτε για καθολικούς είτε για ορθόδοξους, το υπογραμμίζει.
Φυσικά, θα δούμε και μία από τις ηρωίδες να στρέφεται στην Κυρά των αγγέλων για να αναζητήσει συγχώρεση, βοήθεια και αυτό έχει να κάνει με τις αμαρτίες που τη βαραίνουν.
Είναι το σημείο αναφοράς των ηρώων για τις δυσκολίες και, κυρίως, για τις στιγμές που οι αποφάσεις τους χρειάζονται να έχουν αγγίξει, αυτό που θα λέγαμε, τη δική τους ψυχική ανάταση».
Συστήνετε για πρώτη φορά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό την ακαμπαντόρα. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτή σας την απόφαση, αλλά και για τη σημασία της στην εξέλιξη της ιστορίας σας.
«Πράγματι, η “accabadora” έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μέσα από το βιβλίο μου. Ήταν δύσκολη απόφαση για να την εμπλέξω στην ιστορία· όμως, ήταν μια ιδιαίτερη μορφή της Σαρδηνίας που με μαγνήτιζε και αψήφησα τη δυσκολία της, για να την κατανοήσω και να την “σμιλέψω” στη συνέχεια.
Η ακαμπαντόρα, ήταν η γυναίκα του γλυκού θανάτου. Στο βιβλίο, η τέχνη αυτή θα δούμε πώς κληροδοτήθηκε και ποια καθοριστική φορά δεν χρησιμοποιήθηκε και γιατί, αλλά και τις δύο που, αυτό το είδος ευθανασίας, έγινε η ύστατη λύτρωση, ας πούμε ως χάρη…»
Μας μεταφέρετε στη νότια Ιταλία αλλά και τη Σύρο του προηγούμενου αιώνα. Τι έρευνα απαιτήθηκε, ώστε να μεταφέρετε την ατμόσφαιρα αλλά και τα ιστορικά γεγονότα με ακρίβεια;
«Θα τολμούσα να πω, μεγάλη! Απαιτήθηκε πολύς χρόνος για την έρευνα, τη μελέτη, την καταγραφή στοιχείων και γεγονότων που καθόρισαν ιστορικά και πολιτικά τις δύο χώρες και μια βαθύτερη προσέγγιση των όσων συνέβησαν σε Νάπολη και Σύρο».
Από την έρευνά σας υπήρξε κάτι που σας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και θα θέλατε να το μοιραστείτε με τους αναγνώστες;
«Με τους αναγνώστες μου, μέσα στο βιβλίο, μοιράζομαι τη γνώση και φυσικά τις εντυπώσεις μου, δένοντάς τες άρρηκτα με την πλοκή. Αυτό για μένα είναι ο σωστός τρόπος να “αλλάζει χέρια η γνώση”· με τη διήγηση. Διαφορετικά, θα ήταν πληροφορίες και εγώ μια πρόχειρη εγκυκλοπαίδεια… Σέβομαι το αναγνωστικό κοινό και θέλω να εξασφαλίζω για όλους ένα αξιόλογο προϊόν και, επειδή δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η λέξη, θα πω ένα όμορφο, χάρτινο ταξίδι με εισιτήριο πρώτης θέσης».
Μοιάζει να έχετε ιδιαίτερη αδυναμία στην Ιταλία. Τι σας έχει κερδίσει στη συγκεκριμένη χώρα;
«Αλήθεια είναι, το ομολογώ. Αγαπώ την Ιταλία, μιλώ την γλώσσα τους, σέβομαι την ιστορία τους και ψάχνω συνεχώς την κουλτούρα τους. Κάπως έτσι, ανακάλυψα και την ακαμπαντόρα…
Οι μύθοι και οι θρύλοι που αγκαλιάζουν την ιταλική μπότα με γοητεύουν, το ίδιο, όμως, θα έλεγα και για τον τρόπο σκέψης τους. Διαθέτουν, και το αποδεικνύουν, αυτό που οι ίδιοι αποκαλούν “mentalità aperta”».
Κεντρική σας ηρωίδα, η Γκράτσια. Από πού αντλήσατε έμπνευση για να πλάσετε τον συγκεκριμένο χαρακτήρα; Και τι αγαπάτε σ’ αυτήν;
«Αυτό που αγάπησα στην Γκράτσια, είναι η ανάγκη της να ζήσει, ακόμα και αν κάτι τέτοιο για τις δυνατότητές της έμοιαζε με απόδραση και, φυσικά, ο τρόπος που μπορεί να στέκεται μπροστά στην αλήθεια· και, κυρίως, η διαδρομή που επιλέγει για τη συγχώρεση.
Ο χαρακτήρας της Γκράτσια είναι, θα έλεγα, ένα πρότυπο τόλμης, οπωσδήποτε “ιδανικό παράδειγμα” δύναμης και, φυσικά, μια φιγούρα που δείχνει και διδάσκει, με τον δικό της τρόπο, την αξία της συγχώρεσης».
Η ζωή, η μοίρα λέει πάντα την τελευταία κουβέντα ή είμαστε οι επιλογές μας;
«Θα σταθώ κάπου στη μέση. Ως ένα σημείο, η ζωή και η μοίρα, ναι, καθορίζουν, αλλά και οι επιλογές έχουν μεγάλο μερίδιο.
Κατά συνέπεια, δεν θα έλεγα ότι μια από τις τρεις έχει την τελευταία κουβέντα· αντίθετα, και οι τρεις μαζί φτιάχνουν τον τίτλο σε κάθε κεφάλαιο στη ζωή μας».
Εσείς παίρνετε αποφάσεις με το ένστικτο ή με την λογική;
«Αυτό που προσπαθώ, χωρίς να σημαίνει ότι το καταφέρνω και κάθε φορά, είναι να μην παίρνω αποφάσεις με θυμό. Είναι πολύ κακός σύμβουλος. Έχω χάσει πολλές παρτίδες, επίσης, με την υπομονή, αλλά πλέον μπορώ να πω ότι συνυπάρχουμε αρμονικά. Όσον αφορά το ένστικτο και τη λογική, δεν τα ξεχωρίζω. Συγκοινωνούντα δοχεία είναι, αλληλοκατευθύνουν την απόφαση, ίσως με διαφορετικά ποσοστά, αλλά στο άθροισμα, είναι μαζί· έτσι πιστεύω».
Τι θα θέλατε να έχει αισθανθεί ο αναγνώστης τελειώνοντας το βιβλίο σας;
« Αυτό που θα ήθελα και εύχομαι να συμβεί σε όλους όσοι βρεθούν παρέα με την “Κυρά των αγγέλων”, είναι κλείνοντας το βιβλίο να έχουν απολαύσει ένα ταξίδι στη νότια Ιταλία και τη Σύρο, να έχουν εικόνες κρατημένες στη θύμηση και μια ιστορία που δίνει τροφή για σκέψη και μια καλή αφορμή για να ρίξουν μια ματιά σε αποφάσεις που δεν πήραν ή ίσως και σε κάποιες συγγνώμες που πιθανώς ακόμα να… ξεροσταλιάζουν από ένα πείσμα, ένα γινάτι».