Τρεις οικογένειες, τρία διαμερίσματα σε τρεις αντίστοιχους ορόφους, τρεις ιστορίες για τον Νάνι Μορέτι που σκηνοθετεί, κρατώντας για τον ίδιο έναν σημαντικό ρόλο, τα «Τρία πατώματα», που μοιάζουν με μια κάποιου είδους αφετηρία για το σινεμά του. Προς τα που, δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Αν κρίνουμε από την ταινία, το ίδιο και ο Μορέτι. Στο από κάτω κείμενο, η έννοια της δικαιοσύνης. Και οι τρεις οικογένειες έχουν δικαστήρια. Η πρώτη ιστορία αφορά ένα ζευγάρι δικαστών και την προβληματική τους σχέση με τον μοναχογιό τους που, μεθυσμένος, παρέσυρε μια νεαρή γυναίκα, και σύντομα θα δικαστεί για το χαμό της. Οι άλλες δυο περιπλέκονται, καθώς αφορούν μια ερωτική περιπέτεια αλλά και ένα παράλληλο κοινωνικό δράμα, ιστορίες που «ενώνουν» τα άλλα δυο πατώματα. Με αυτή τη λογική θα μπορούσαμε να πούμε πως η αρχική ιστορία λειτουργεί σαν άξονας γύρω από τον οποίο οι άλλες δυο περιστρέφονται – τουλάχιστον αυτό θα έβγαζε ένα κάποιο νόημα. Δυστυχώς, κανένα νόημα δεν προκύπτει από αυτές τις ατάκτως ερριμμένες κορυφώσεις και αποφορτίσεις, γεμάτες με κλισέ εντελώς ξένα με τον Μορέτι που γνωρίζουμε και παρακολουθούμε χρόνια τώρα (το «Mia madre» ήταν ένα αριστούργημα – και δεν πάει τόσος καιρός πίσω).
Το Ισπανικό «Μαϊσάμπελ» από την άλλη, βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία: Έντεκα χρόνια μετά την δολοφονία του σοσιαλδημοκράτη συζύγου της από την Βασκική τρομοκρατική οργάνωση ΕΤΑ, μια χήρα αποφασίζει να συναντήσει τους μετανοημένους δολοφόνους του. Όλα τα αισθητικά χαρακτηριστικά θυμίζουν θρίλερ: Η σινεμασκόπ φωτογραφία, τα πρασινωπά χρώματα, ο έντονος κόκκος – όλα στην υπηρεσία ενός εξαιρετικά επιμελημένου «ρεαλισμού», που δείχνει αιχμηρός, αλλά είναι μέχρι τελευταίας σπιθαμής στυλιζαρισμένος. Και η σκηνοθέτιδα Ισιάρ Μπολάιν κατευθύνει, θαρρείς ενεργειακά, όλη αυτή την προκύπτουσα ένταση σε μια δραματική (και, υπενθυμίζουμε, αληθινή) ιστορία, φορτίζοντας επαρκώς το προσωπικό στοιχείο και αποσιωπώντας αυτά που δεν έχουν ακόμα απαντηθεί. Εύκολη λύση; Συμβιβαστική; Ή πανανθρώπινη; Η Μπολάιν πάντως μοιάζει να ποντάρει στο τελευταίο. Εκπληκτικοί οι ηθοποιοί του, Μπλάνκα Πορτίγιο, Λουίς Τοσάρ και Ουρκό Ολαζαμπάλ – με την πρώτη να κερδίζει εύκολα την παράσταση.
Η βραβευμένη στη Βενετία «Χαμένη κόρη» έρχεται μήνες μετά την «έξοδο» της στο Netflix, αλλά πάντα υπάρχει χώρος στα θερινά για ένα χαμηλόφωνο δράμα γυρισμένο στην Ελλάδα. Και είναι πολλά τα φιλμ που γυρίζονται εδώ τελευταία (να’ναι καλά το ΕΚΟΜΕ) αλλά λίγες ταινίες επιλέγουν να επενδύσουν σε μια τουριστική, γυαλιστερή ματιά. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ: Μια ιστορία για τη μητρότητα, μια γυναίκα μέσης ηλικίας που παραθερίζει στις Σπέτσες, η φιλική της σχέση με μια νεαρή μαμά, και τα κρίματα του παρελθόντος της. Το τοπίο είναι ειδυλλιακό, αλλά η κάμερα «καρφώνεται» στα πρόσωπα – ιδίως σε αυτό της πρωταγωνίστριας της. Η δύναμη της ταινίας, είναι και η αδυναμία της: Αισθάνεσαι έντονα πως η σκηνοθέτιδα Μάγκι Γκίλενχαλ έφτασε σε ένα ακραίο επίπεδο επικοινωνίας με την Ολίβια Κόλμαν (ηθοποιοί και οι δυο άλλωστε), πολύ λίγα όμως αρθρώνονται κινηματογραφικά, παρά την εξέλιξη και το «κλείσιμο» της πλοκής. Είναι άραγε αυτό ένα κάλεσμα, μια ικεσία για περισσότερη ενσυναίσθηση; «Ποιος ξέρει;» μοιάζει να απαντά περιπαιχτικά η Γκίλενχαλ, που όμως αγαπά αυτή την ηρωίδα, και ζητά να την εμπιστευτούμε.
Βγαίνει επίσης και το κλασσικό αριστούργημα του Μικελάντζελο Αντονιόνι «Μπλόου Απ», με τον Ντέιβιντ Χέμινγκς να αναζητά τον υπεύθυνο πίσω από μια δολοφονία που έχει, άθελα του, φωτογραφίσει (μην περιμένετε απαντήσεις, οι ερωτήσεις που θέτει ο Αντονιόνι ελάχιστα αφορούν το έγκλημα), καθώς και η ξεκαρδιστική παρωδία γουέστερν «Τζο ο Λεμονάδας», που γύρισε με μεγάλο κέφι ο Τσεχοσλοβάκος Όλντριχ Λίπσκι το 1964, σαρκάζοντας τα αμερικάνικα γουέστερν.