Ο Elvis του Μπαζ Λούρμαν έρχεται κατά πάνω σου με 200 χιλιόμετρα την ώρα, και από μια άποψη, είναι λογικό που τρέχει έτσι, γιατί έχει μεγάλο κενό να καλύψει. Βάλτε στην άκρη τις χαριτωμένα σαχλές εμφανίσεις του ίδιου του Έλβις στο σινεμά (εξαιρώ το αγαπημένο γουέστερν «Love me tender» – την πρώτη δηλαδή κινηματογραφική του εμφάνιση), η «περίπτωση» Elvis δεν απασχόλησε ποτέ σοβαρά το Χόλιγουντ.
Ίσως μοναδική σοβαρή εξαίρεση να αποτελεί η εξαιρετική τηλεταινία του Τζον Κάρπεντερ – ναι, αυτού του Τζον Κάρπεντερ – που μοιράζεται μάλιστα τον ίδιο απλό τίτλο με το φιλμ που μας απασχολεί σήμερα. Παραγωγής 1975 με πρωταγωνιστή τον Κερτ Ράσελ, ήταν η αφορμή γνωριμίας του σκηνοθέτη με τον ηθοποιό που έμελλε να γίνει το σήμα – κατατεθέν του Καρπεντερ-ικού ήρωα. Να προσθέσουμε εδώ, γι’ αυτούς που ψάχνουν και τις παραξενιές του σινεμά, την διασκεδαστική ταινία του Ντον Κοσκαρέλι «Bubba Ho-Tep», παραγωγής 2002, όπου η ηρεμία του Elvis (που έχει αλλάξει ζωές με ένα σωσία του στο Λας Βέγκας και ζει σε ένα γηροκομείο) διαταράσσεται όταν εμφανίζεται αρχαία αιγυπτιακή μούμια που τρέφεται με τις ψυχές των τροφίμων του. Ναι, έχει γίνει ταινία αυτό.
Βέβαια, μπορεί να μην τον είδαμε σε κεντρικούς ρόλους, πάντοτε όμως υπήρχε χώρος για έναν «δεύτερο» Elvis στο πίσω μέρος μιας ιστορίας. Θυμηθείτε για παράδειγμα το «Φόρεστ Γκαμπ» του Ρόμπερτ Ζεμέκις όπου μαθαίνουμε πως ήταν ο Γκαμπ που δίδαξε στο Βασιλιά πως να κουνά τους γοφούς του! Γιατί δε γίνεται να μιλήσεις για την Αμερική δίχως να μιλήσεις για τον Elvis, τον άνθρωπο δηλαδή που έφερε στον κόσμο το rock’n’roll. Βλέποντας την ταινία, θυμήθηκα μια κουβέντα του Lemmy των Motörhead από την αυτοβιογραφία του, ονόματι «White line fever»: «Θυμάμαι πως ήταν η ζωή πριν τον Elvis». Αλήθεια, μπορούμε σήμερα να φανταστούμε πως θα ήταν η ζωή μας χωρίς την αυθάδεια του rock’n’roll; Γιατί αυτό έφερε ο Elvis: Οι πρόστυχες κινήσεις της λεκάνης του, το έκφυλο χαμόγελο στο πρόσωπο ενός αγγέλου, η «απειλή» απέναντι στην τάξη και την ασφάλεια, η «επικίνδυνη» μουσική των μαύρων (άρα και «του Διαβόλου»), όλα μαζί δημιούργησαν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που «έσκαψε» μέχρι τα θεμέλια της μεταπολεμικής ανάγκης για ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Ο κόσμος δε θα ήταν ποτέ πια ο ίδιος.
Για τον Λούρμαν πάντως, αυτή η σαρωτική κοινωνική αλλαγή (που, ειρήσθω εν παρόδω, δεν αποτυπώνεται επαρκώς) αποτελεί την αφορμή για μια σαρωτική γραφή που και αυτή, μοιάζει γεμάτη αυθάδεια έτσι όπως κατακερματίζει την ιλιγγιώδης ταχύτητας αφήγηση σε cuts δευτερολέπτων και σπασμένα καρέ που αστράφτουν, θαμπώνουν και σε συμπαρασύρουν. Ο «Elvis» (με τον Όστιν Μπάτλερ να κοπιάρει στο έπακρο τους μανιερισμούς του) είναι ένα φιλμ επιθετικό, αρκετές στιγμές απαιτητικό (λίγο να αφαιρεθείς, «κάτι» έχεις χάσει), συχνά ασυγκράτητο, αφάνταστα πληθωρικό, και, όσο φτάνουμε προς το τέλος, λίγο εξαντλητικό. Και ναι, υπάρχει μεγάλη μαεστρία στο πως ο Λούρμαν μετατρέπει αυτή την extravaganza σε φορέα νοημάτων (αυτή είναι και η μαγκιά του), όμως εδώ νιώθεις πως κάτι έχει χαθεί σε όλη αυτή την τρεχάλα. Γιατί λίγο να κάτσεις να σκεφτείς τί είδες, θα μείνεις με μια αφηγηματικά «θολωμένη» ταινία, δίχως μια ουσιαστική κατεύθυνση. Ομολογουμένως, μέσα στη θορυβώδη συνολική εμπειρία του «Elvis» υπάρχουν και κομμάτια αληθινής κινηματογραφικής ευφυίας. Και όταν ο ρυθμός κατεβάζει bpm, όπως στη φοβερή περφόρμανς του «Trouble», με τον τραγουδιστή να αψηφά τους ρατσιστές του Νότου, χαιρόμαστε και μια σκηνή ανθολογίας.
Οι γνώστες της ζωής και του έργου του δεν θα πρέπει να περιμένουν πολλά – όπως ισχύει και για κάθε μεγάλη μουσική βιογραφία. Η ταινία επικεντρώνεται στα βασικά: Τα δύσκολα πρώτα χρόνια, οι επιρροές του, τα γκόσπελ και τα μπλουζ, η συνάντηση του με τον «Συνταγματάρχη» Πάρκερ (ένας αγνώριστος Τομ Χανκς, χαρακτήρας στον οποίο η ταινία επικεντρώνεται, δίχως να προκύπτει ένα καθαρό νόημα πίσω απ’ αυτή την επιλογή), οι ταινίες, η τρέλα, η παρακμή, το Λας Βέγκας. Δε θα δείτε όμως τη θρυλική συνάντηση του Βασιλιά με τον Ρίτσαρντ Νίξον, όπου ο Elvis έγινε δεκτός με τιμές στον Λευκό Οίκο, ζητώντας από τον αγαπημένο του Πρόεδρο να εστιάσει την προσοχή του στους «εκφυλισμένους αριστερούς», εννοώντας τους Beatles. Γιατί ο Elvis του Λούρμαν είναι σχεδόν… woke! Σκεφτείτε πως, ακόμα και στο στάδιο της παρακμής του που λέγαμε, στο Βέγκας δηλαδή, δεν τον βλέπουμε ποτέ χοντρό – και να με συμπαθάτε, αλλά κομμάτι αυτής της οργιαστικά παρακμιακής, αλλά και γι’ αυτό μεγαλειώδους μέσα στο context του Λας Βέγκας περιόδου του, ήταν και ο όγκος του, καθώς ασφυκτιούσε κάτω από τα θεόστενα και φανταχτερά του ρούχα. Και εδώ, Μπαζ Λούρμαν, έχω πρόβλημα. Γιατί μου επιτίθεσαι με αυτή την φρενήρη θρασύτητα (bonus τα queer κλεισίματα ματιού), αλλά εντέλει είσαι προστατευτικός στα όρια της αρτηριοσκληρωτικής συντήρησης έτσι όπως προστατεύεις το είδωλο από τον εαυτό του.
Λες και θα μπορούσαν ποτέ οι αντιθετικές πτυχές του Elvis να εξαφανίσουν αυτή τη γιγαντιαία κληρονομιά.