Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Η παράσταση «Αντιγόνη, μετέωρη», μια ματιά στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, στη μετάφραση του Μίνου Βολανάκη και σκηνοθεσία-δραματουργική επεξεργασία Ρηνιώς Κυριαζή παρουσιάζεται από την Εταιρεία Θεάτρου Άλκη έως την Κυριακή 26 Ιουνίου στο Θέατρο Σφενδόνη [Μακρή 4, Ακρόπολη].
Πρωταγωνιστεί η Ειρήνη Κουμπαρούλη. Μιλήσαμε μαζί της.
Ποια είναι η Αντιγόνη στο νέο έργο της Ρηνιώς Κυριαζή;
«Οι γυναίκες, ως σώματα που φέρουν τη ζωή, ήταν εκείνες που φρόντιζαν το σώμα να περάσει από τον χώρο των ζωντανών στον χώρο των νεκρών. Και αυτό το έκαναν με τρόπο συλλογικό, βοηθώντας όλη την κοινότητα να μπορέσει να μετασχηματίσει στο εσωτερικό της αυτή την αλλαγή. Το δικαίωμα στην ταφή, όπως και το δικαίωμα στον θρήνο, συνδέεται άμεσα με το γυναικείο ζήτημα και η απαγόρευσή τους αφαιρεί βίαια από τις γυναίκες ένα συγκροτητικό κομμάτι της ταυτότητάς τους. Αφαίρει και από κοινότητα τη δημόσια συλλογική διαδικασία περάσματος και μετασχηματισμού.
Η ταφή του αδερφού είναι μια πράξη καθαρά προσωπική, από τα σπλάχνα, αλλά είναι και μια πράξη πολιτική. Η φροντίδα του νεκρού σώματος, αξία αδιαπραγμάτευτη, είναι μια απόφαση πριν την απόφαση. Η Αντιγόνη μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα από αυτή την πράξη της ταφής. Θα σταθεί στα δύο της πόδια και θα πει: «…εντολές μάς ήρθαν από Άγνωστο και από Το – Πάντα». Την επιτελεί ακέραια, θρηνεί μόνη, δημόσια τον εαυτό της και μετά “καίγεται” μέσα στην κατάφαση αυτής της ακεραιότητας».
Ποιες ήταν οι δυσκολίες-προκλήσεις του ρόλου;
«Είναι συγκλονιστική η συνάντηση με το Αρχέτυπο της Αντιγόνης και συνολικά με την τραγωδία αυτή. Δεν υπάρχει σύγχρονος άνθρωπος που να συναντά την Αντιγόνη του Σοφοκλή αθώα, χωρίς προηγούμενες καταγραφές. Είναι τόσες οι παραλλαγές, τα συγκείμενα, οι προσεγγίσεις, οι φιλοσοφικές αναγνώσεις, που πρέπει κανείς να μελετήσει πολύ για να φτάσει κοντά στη μορφή της. Πρέπει, όμως, και να δουλέψει και στην πράξη. Να αισθανθεί και εντοπίσει ποια είναι τα δικά του σωματικά σινιάλα, οι δικές του φορτίσεις. Να “ξεχορταριάσει” το μονοπάτι του με τρόπο προσωπικό και, ταυτόχρονα, με άνοιγμα σε μία πανανθρώπινη σφαίρα. Αυτό, πολλές φορές, δε μπορεί να λεχθεί.
Έχοντας σαν όχημα τις λέξεις του Μίνου Βολανάκη, κινούμαστε ανάμεσα στην υψηλή ποίηση και έναν λόγο που μοιάζει τόσο σύγχρονος. Θυμάμαι τη Ρηνιώ να μας λέει ότι αυτά τα λόγια δεν λέγονται. Δεν παίζονται. Θέλοντας να μας υπενθυμίσει πως αρθρώνουμε μια κίνηση προς. Και όσο πιο γυμνοί και άδειοι σταθούμε απέναντι σε αυτό, τόσο μεγαλώνει η πιθανότητα να το συναντήσουμε.
Σημαντική γραμμή στην έρευνά μας είναι η έννοια του μετεωρισμού. Η λέξη “μετέωρη” δεν τοποθετήθηκε για να δημιουργήσει ασάφεια, αναποφασιστικότητα ή ένα blur γενικό χωρίς πλαίσιο. Μιλά για το πώς στέκεται κανείς στο ανάμεσα. Το πώς στέκεται στο κατώφλι. Πώς γίνεται κατώφλι. Και πώς μέσα από αυτό, ως κανάλι, συνομιλεί με έναν Άλλο χώρο. Για αυτό και τραγουδά. Το “κήδος” γίνεται τραγούδι – πέρασμα- προς το άρρητο. Υπάρχουν μερικοί στίχοι από την Κίχλη του Σεφέρη που με συντροφεύουν τους τελευταίους μήνες: “Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε…δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη· στόλισε τα μαλλιά σου με τ’ αγκάθια του ήλιου, σκοτεινή κοπέλα· η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε, ο τύραννος μέσα από τον άνθρωπο έχει φύγει, …”».
Πώς συνεργαστήκατε με την Ρηνιώ Κυριαζή; Δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεστε μαζί της.
«Η Ρηνιώ είναι το σπίτι των τελευταίων μου χρόνων. Υπήρξε δασκάλα μου στη δραματική σχολή, υπήρξε συνοδοιπόρος μου και μέντοράς μου, έκτοτε. Τώρα διανύουμε μαζί την τρίτη μας δουλειά. Πρώτα ήρθαν οι “Βάκχες” -τον Αύγουστο του ’20, μετά οι “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”, στη ραδιοφωνική και θεατρική τους εκδοχή, τον χειμώνα του ’21. Και τώρα, ένα θέμα ζωής για μας, η Αντιγόνη μας.
Τα βήματά μας, τα βήματα της Άλκης, έχουν στον πυρήνας τους σε μία βαθιά ερευνητική διαδρομή της Ρηνιώς πάνω στη φωνή και τη συνάντησή της με την μέθοδο της Μίρκας Γεμεντζάκη. Τούτος ο πυρήνας διευρύνεται και παίρνει σάρκα και οστά μέσα από μια σειρά από αισθητικές επιλογές -ηθικές επιλογές- οι οποίες αντλούν υλικά από τις τελετουργίες, τραγούδια, τον αρχαίο λόγο, τα φαινόμενα της φωνής- κραυγής, τα όρια της γλώσσας. Είναι ευλογία να δουλεύει κανείς μέσα σε έναν τέτοιο σύμπαν. Χρειάζεται αφοσίωση, πολλή δουλειά και σκάψιμο. Απαιτεί ασκητισμό για να δείξει τα δώρα του».
Που είστε περισσότερο, στην υποκριτική ή στην αρχιτεκτονική; Πώς συνδυάζετε τα δύο;
«Όταν ήμουν στη σχολή των Αρχιτεκτόνων αντιλαμβανόμουν τον χώρο ως γέννημα των σχέσεων των σωμάτων, των ιστοριών και των αφηγήσεών τους, αφοσιώθηκα στη μελέτη της εκφραστικότητας ως χωροποιητικό εργαλείο. Μπαίνοντας στη δραματική σχολή, αναζητούσα τη δομή και την τεκτονική πίσω από τη σκηνική πράξη. Είμαι, μάλλον, στην τομή τους. Που δεν σημαίνει άθροισμα των δύο. Αντίθετα. Το βιώνω περισσότερο ως ένα διαλεκτικό παράγωγο, με μαλακά περάσματα του ενός προς το άλλο. Αν μου πάρεις το ένα, το άλλο θα μείνει μισό. Και δεν είναι λίγες οι φορές που ακούω: “Πρέπει να διαλέξεις. Με τι θα ασχοληθείς; Δε γίνονται όλα!”. Εγώ χαμογελώ διακριτικά και με λίγο πίκρα. Εκεί βρίσκομαι. Ανάμεσα στις ταυτότητες. Πέρα των ταξινομήσεων που επιβάλει η αγορά ή ανάγκη για ασφάλεια».
Σημαντικές στιγμές της θεατρική σας πορείας;
«Είχα τη χαρά να συναντηθώ με γυναίκες καλλιτέχνιδες που μπόλιασαν με τον τρόπο τους τον δρόμο μου πάνω στο ατέρμονο ψάξιμο της υποκριτικής αλλά και της αντίληψης πάνω στη σκηνική τέχνη. Ξεχωριστές πόρτες, με ιδιαίτερο πλούτο. Εκτός από τη Ρηνιώ, συναντήθηκα με την Άννα Κοκκίνου, με την Αργυρώ Χιώτη, την Juliana Bloodgood».
Πώς να είναι να δουλεύετε με παιδιά και εφήβους πάνω στο θέατρο, όπως και στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας στο Τμήμα Κράτησης Κορυδαλλού;
«Για πολλά χρόνια, δουλεύω με παιδιά και εφήβους, έχοντας τον θεατρικό κώδικα σαν εργαλείο ενδυνάμωσης της φωνής τους, έναν τρόπο επικοινωνίας και εκφραστικότητας, ένα μέσο διαφορετικής ακρόασης. Τούτη η συνδιαλλαγή με κουρδίζει με πρωταρχικές αρχές της σκηνικής τέχνης αλλά με συντονίζει και με τον πραγματικό παλμό της κοινότητας. Γι’ αυτό και προσπαθώ, εδώ και χρόνια, να δουλεύω με “ευάλωτες κοινωνικές ομάδες”. Πριν από ενάμιση χρόνο, για παράδειγμα, δουλέψαμε με τον συνεργάτη μου Γιώργο Μόσχο με ανήλικους πρόσφυγες στην ασφαλή ζώνη ασυνόδευτων ανήλικων του κέντρου φιλοξενίας προσφύγων Ελαιώνα.
Η συνεργασία που είχα με το Πανελλήνιο Δίκτυο για το Θέατρο στην εκπαίδευση και η ευκαιρία που μου δόθηκε μαζί με εξαιρετικούς εμψυχωτές να δουλέψουμε με πρόσωπα από το σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας στο Τμήμα Κράτησης Κορυδαλλού, ήταν από τις πιο εκλεκτές εμπειρίες. Πρόκειται για μια συνάντηση που θα μου μείνει αξέχαστη. Δε θα ξεχάσω τι δύναμη μπορεί να έχει το θέατρο για να ανακουφίσει, να μετασχηματίσει και να μετατοπίσει τις πραγματικότητές μας. Δε θα ξεχάσω πώς μπορεί να δημιουργηθεί τόση ποίηση μέσα σε ένα άγονο περιβάλλον. Επιστρέφοντας πάλι στην Αντιγόνη, σκέφτομαι ότι ακόμα και οι άνθρωποι που βρέθηκαν σε μία κακή στιγμή ή που έπραξαν μεγάλα λάθη, όπως ο Πολυνείκης, πρέπει να μπορούν να βρουν έναν τόπο σεβασμού και αξιοπρέπειας, έναν χώρο όπου η ανθρωπινότητα να παίρνει την υλική της υπόσταση».
Μετά την «Αντιγόνη, μετέωρη», τι άλλο έρχεται για την Ειρήνη Κουμπαρούλη;
«Η περίοδος που έρχεται θα ήθελα να μείνει κάπως ανοιχτή, χωρίς πολλές πλαισιώσεις. Ίσως είναι ευκαιρία να αφοσιωθώ στην ακαδημαϊκή έρευνά μου, η οποία έχει κέντρο τις χωρικότητες των κατωφλιών, τη θεατρικότητα και τις τελετουργίες στους παραδοσιακούς οικισμούς. Βλέπουμε… Νιώθω πως οι καιροί που διανύουμε, δε μου επιτρέπουν μεγαλόπνοα σχέδια».
Ταυτότητα Παράστασης
Μετάφραση: Μίνως Βολανάκης
Σκηνοθεσία- Δραματουργική επεξεργασία: Ρηνιώ Κυριαζή
Μουσική: Νίκος Βελιώτης
Σκηνικός Χώρος: Σωτήρης Μελανός
Κοστούμια: Ματίνα Μέγκλα
Φωτισμοί: Στέβη Κουτσοθανάση
Ηθοποιοί: Δήμητρα Γκλιάτη, Ειρήνη Κουμπαρούλη, Αρετή Πολυμενίδη, Γιούλη Καρναχωρίτη, Μοχάμεντ Μπελχέντι, Ρηνιώ Κυριαζή
Βοηθός σκηνοθέτη: Τάσος Κωλέτσης
Βοηθός σκηνογράφου: Άννα Ζήση
Φωτογραφίες: Karol Jarek
Αφίσα: Παναγιώτης Ανδριανός
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη