Το μυθιστόρημα «Το τρένο των παιδιών» της Βιόλα Αρντόνε κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Φωτεινής Ζερβού.
«Λέει ότι ονομάζεται Μανταλένα Κρισκουόλο και ότι η μαμά μου μπορεί να τη θυμάται γιατί αγωνίστηκε κατά της ναζιστικής κατοχής. […] Λέει ότι κάναμε καλά που πήγαμε να τη συναντήσουμε, ότι πολλοί άνθρωποι νιώθουν ντροπή και ότι η ίδια και οι συντρόφισσές της χρειάστηκε να χτυπήσουν όλες τις πόρτες για να πείσουν τις μανάδες ότι θα ήταν κάτι καλό για τις ίδιες και τα παιδιά τους. Λέει ότι τους έκλεισαν πολλές φορές την πόρτα στα μούτρα και ότι κάποιες φορές τις έβρισαν. Την πιστεύω, γιατί κι εμένα, όταν χτυπάω τις πόρτες και ζητώ παλιά ρούχα, συχνά με βρίζουν. Η δεσποινίδα λέει ότι πολλοί καλοί άνθρωποι τις πίστεψαν και τις εμπιστεύτηκαν, και ότι η μαμά μου η Αντονιέττα είναι γενναία γυναίκα και κάνει ένα μεγάλο δώρο στον γιο της. Εγώ ποτέ δεν έχω πάρει δώρα, εκτός από το κουτί ραπτικής που μέσα φυλάω όλους τους θησαυρούς μου. Η μαμά μου η Αντονιέττα περιμένει να σταματήσει να μιλά η Μανταλένα, γιατί οι πολλές κουβέντες δεν είναι του χαρακτήρα της. Η κοπέλα λέει ότι πρέπει να δώσεις μια ευκαιρία στα παιδιά. Εγώ θα ήμουν κατευχαριστημένος αν μου έδινε μια φέτα ψωμί με ζάχαρη και ρικότα. Το έφαγα μια φορά σε μια γιορτή των Αμερικανών όπου είχαμε τρυπώσει με τον Τομμαζίνο (παλιά παπούτσια, χάνω έναν πόντο). Η μαμά μου παραμένει σιωπηλή, γι’ αυτό η Μανταλένα συνεχίζει να μιλάει: Έχουν οργανώσει ειδικά δρομολόγια με τρένα που θα μεταφέρουν τα παιδιά επάνω στον Βορρά. Τότε η μαμά μου ρωτάει: “Είσαστε σίγουρη; Αυτός εδώ, το βλέπετε, είναι δυστυχία σταλμένη από τον Θεό!”. Η Μανταλένα λέει ότι θα ταξιδέψουν πολλά παιδιά με το τρένο, όχι μόνο εγώ. “Άρα δεν πρόκειται για σχολείο!” επιτέλους καταλαβαίνω και χαμογελάω. Η μαμά μου η Αντονιέττα δε χαμογελά. “Αν είχα επιλογή, δε θα βρισκόμουν τώρα εδώ, είναι ο μόνος που έχω, κοιτάξτε τι θα κάνετε”. Φεύγουμε από κει και η μαμά μου πάλι περπατά μπροστά, τώρα όμως με αργό βήμα. Περνάμε από τον πάγκο με τις πίτσες, όπου κάθε φορά κρεμιέμαι κλαίγοντας από το φόρεμά της, μέχρι που νιώθω την παλάμη της να σκάει με δύναμη στο μάγουλό μου. Η μαμά μου σταματάει. “Με παντσέτα και ρικότα” λέει στον νεαρό πίσω από τον πάγκο. “Μία μόνο”. Αυτή τη φορά δε ζήτησα τίποτα και σκέφτομαι ότι, για ν’ αποφασίσει η μαμά μου να μου πάρει τηγανητή πίτσα πριν καλά καλά μεσημεριάσει, σίγουρα κάποιο λάκκο έχει η φάβα».
Το 1946, ο Αμερίγκο εγκαταλείπει τη γειτονιά του στη Νάπολη. Μπαίνει σ’ ένα τρένο μαζί με τα χιλιάδες άλλα παιδιά του ιταλικού Νότου που –με πρωτοβουλία του κομμουνιστικού κόμματος– φεύγουν για τον Βορρά, να σωθούν από τη φτώχεια και τη δυστυχία που σκόρπισε ο πόλεμος. Ο Αμερίγκο διασχίζει τη χερσόνησο, φτάνει στην Μπολόνια και από εκεί πηγαίνει στη Μόντενα για να φιλοξενηθεί μερικούς μήνες από μια οικογένεια. Με το έκπληκτο βλέμμα ενός επτάχρονου παιδιού, που έχει ωστόσο μάθει να επιβιώνει στα στενά της Νάπολης, ο Αμερίγκο ξεναγεί τον αναγνώστη σε μια Ιταλία που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της. Διηγείται τη συγκινητική ιστορία ενός σκληρού αποχωρισμού. Και μιλά για τον βαθύ πόνο από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να γλιτώσει –γιατί μόνο έτσι μεγαλώνουμε.
«“Από αγάπη δεν αποφάσισαν οι μανάδες σας να σας στείλουν στην Μπολόνια, στο Ρίμινι, στη Μόντενα;” “Γιατί; Όποιος σε στέλνει μακριά σε αγαπάει;”
“Μερικές φορές αυτός που σε αφήνει να φύγεις σε αγαπάει περισσότερο από αυτόν που σε κρατάει κοντά του”».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]