Το Βραβείο Τέχνης του Ιδρύματος Μαμιδάκη για το 2022 παρουσιάστηκε στο κοινό, το Σάββατο 4 Ιουνίου, στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης. Έπειτα από ένα διάλειμμα δύο ετών λόγω της πανδημίας, το Βραβείο Τέχνης επανήλθε με το βραβευμένο έργο να παίρνει τη θέση του στο νέο σπίτι του στην Κρήτη.
Νικήτριες φέτος, ανάμεσα στις 70 προτάσεις που κατατέθηκαν στο διαγωνισμό, ήταν η Ιλεάνα Αρναούτου και η Ισμήνη Κινγκ με την in situ εγκατάστασή τους «Tender shell geophilia».
Η in situ εγκατάσταση Tender shell geophilia (2022) της Ιλεάνας Αρναούτου και της Ισμήνης Κινγκ, αποτελείται από κοίλες φόρμες τοποθετημένες στα βράχια της ακτής και εν μέρει βυθισμένες στη θάλασσα. Το έργο δημιουργήθηκε σε μία επιτόπια συνθήκη, μέσα από πολλαπλά καλούπια των βράχων, συνθέτοντας φόρμες οι οποίες αντικατοπτρίζουν το υφιστάμενο βραχώδες τοπίο της ακτής, ενώ μέρος του τείνει προς το βυθό, επιτρέποντας στο νερό να γεμίζει και να αδειάζει ελεύθερα τις κοιλότητες του έργου με την κίνηση του κύματος. Κυψέλες ανάπαυλας γίνονται ένα με την απαλή και κέρινη-δερματική επιφάνεια της φόρμας η οποία παραπέμπει σε οργανικό κέλυφος, διαμορφώνοντας έτσι φιλόξενους εργονομικούς χώρους οι οποίοι προσκαλούν τον θεατή να τους χρησιμοποιήσει. Το έργο λειτουργεί ταυτόχρονα ως προορισμός και ως πέρασμα, διαγράφοντας διαδρομές που προσεγγίζονται είτε από τις πλακόστρωτες προβλήτες είτε από τη θάλασσα.
Το έργο δημιουργεί ένα δίκτυο γλυπτών τοποθετημένο στο βραχώδες τοπίο, εισάγοντας ένα γλυπτικό λεξιλόγιο «δυνητικών χώρων περίεξης, που αναδιατυπώνουν την έννοια του δοχείου ως έναν ενεργό, πορώδη και συνεχώς εναλλασσόμενο ανοιχτό χώρο που συνδέεται με το γεωγραφικό τοπίο». Η εγκατάσταση δημιουργεί συνδέσεις με την εικόνα μίας «ημιβυθισμένης λέμβου και ενός εναλλακτικού, τεχνητού κολπίσκου, ως προέκταση του υπάρχοντος τοπίου», δίνοντας έναυσμα για διάλογο γύρω από μία τεχνολογία που έχει τις ρίζες της σε μια λιβιδινική προσέγγιση ως προς την εργονομία και το βιομηχανικό σχεδιασμό καθώς και τους τρόπους με τους οποίους οι έννοιες αυτές μπορούν να συσχετιστούν με το σώμα.
Ακολουθώντας μια «γεωφιλική προσέγγιση», το έργο εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο των πρακτικών της Land Art (Τέχνη της Γης), προτείνοντας μια «αμφίδρομη και ενσώματη σχέση με τη γεωγραφία», μέσω της οποίας «το έργο εξελίσσεται σε μία εμπειρική και επιτόπια συνθήκη θέασης και διάδρασης, που θέτει το ανθρώπινο σώμα ως ενεργό στοιχείο σε μια σχέση αλληλεπίδρασης με την φύση». Ακόμα, το έργο εισάγει «ένα ευρύτερο γλυπτικό λεξιλόγιο που σχετίζεται με τις έννοιες της αφαίρεσης περιεχομένου και της πλήρωσης, της έλλειψης και της παρουσίας», το οποίο σχετίζεται με φεμινιστικές προσεγγίσεις ως προς την φαινομενολογία και συμβάλλει σε έναν ευρύτερο διάλογο γύρω από την ενσώματη εμπειρία ως μεθοδολογία για την παραγωγή γνώσης. Οι καλλιτέχνιδες κάνουν αναφορά σε μια «ρευστή συνθήκη η οποία δεν καθιστά το καλούπι ως δοχείο και τη σχέση έλλειψης και παρουσίας ως δυϊκή, αλλά ως αμφίδρομη και συνεχώς εναλλασσόμενη».
Όπως αναφέρουν οι καλλιτέχνιδες, το έργο «έχει τις βάσεις του σε μια φεμινιστική προσέγγιση πολλαπλών και πολυδιάστατων συναντήσεων και απολήξεων, η οποία σχετίζεται με τη φαντασίωση του σώματος μέσα σε μια ασφαλή γεωγραφία, η οποία πηγάζει από το Μεσογειακό [τους] αφήγημα, αλληλένδετο και εναρμονισμένο με το νερό, καθώς και με την ενσώματη εμπειρία του αρχιπελάγους η οποία θέτει το σώμα σε μια συνθήκη εγγύτητας και ασφάλειας, μέσα στο νερό και μεταξύ στεριών». Συνεχίζουν, αναλύοντας τρόπους με τους οποίους τα γλυπτά γίνονται τοπογραφίες ασφάλειας, που συμβάλουν σε μια διευρυμένη κοινότητα η οποία βασίζεται στην «ενσώματη επικοινωνία, την αμφίδρομη συσχέτιση και την ενεργή εναρμόνιση με άλλους και με το περιβάλλον», έννοιες οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της συνεργατικής τους πρακτικής καθώς και του οράματος του Πάρκου Γλυπτικής.
Το Tender shell geophilia αποτελεί «πρόταση για μία υβριδική προέκταση της στεριάς μέσα στη θάλασσα, λειτουργώντας ως σημείο συνάντησης, ανάπαυλας και ρεμβασμού» υπό το πρίσμα της κοινωνικά εμπλεκόμενης τέχνης (socially engaged art), δηλαδή μιας μορφής τέχνης όπου το εικαστικό έργο αποτελεί το έναυσμα για ενδοσκόπηση, διάλογο, δημιουργία κοινότητας, συν-ποίηση και κοινωνική αλληλεπίδραση.