Ο Ντάριο Αρτζέντο επιμένει
Μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία της τρέχουσας κινηματογραφικής εβδομάδας, αλλά τα «Μαύρα γυαλιά», το νέο θρίλερ τρόμου του Ντάριο Αρτζέντο, ξεκινά από εκεί που σχεδόν όλες οι άλλες ταινίες που έκαναν «έξοδο» μαζί της, τελειώνουν: Η Νταϊάνα είναι μια συνοδός πολυτελείας, μια δουλειά που έχει επιλέξει, και υπερασπίζεται μάλιστα αυτή την επιλογή της με πραγματικό τσαμπουκά. Φοβάται, όπως όλοι μας, αλλά ποτέ δεν εγκαταλείπει, ποτέ δεν υποχωρεί. Δε θα βρείτε δίπλα της ένα δυναμικό αρσενικό που, την δύσκολη στιγμή, θα εμφανιστεί θεαματικά στο κάδρο για να τη σώσει από βέβαιο θάνατο. Και τώρα που το σκέφτομαι, δεν μπορώ να θυμηθώ μια άλλη ταινία όπου συμβαίνει αυτό. Ούτε μία.
Στα «Μαύρα γυαλιά», ένας σειριακός δολοφόνος που σφαγιάζει μονάχα ιερόδουλες, τη βάζει στο στόχαστρο του. Μια καταδίωξη στους δρόμους της Ρώμης (ένα εκπληκτικό κυνηγητό που σε βάζει κατευθείαν στο κλίμα) την αφήνει τυφλή. Όμως και πάλι, η Νταϊάνα αρνείται να παραδώσει τα όπλα, και να αλλάξει τη ζωή της – μέχρι που ανακαλύπτει πως ο άγνωστος δολοφόνος δεν έχει τελειώσει ακόμα μαζί της. Λίγο πριν, στην εναρκτήρια σεκάνς του φιλμ, διάφοροι περαστικοί παρακολουθούν έκθαμβοι μια ολική έκλειψη του ήλιου. Σταδιακά, οι σκιές μεταμορφώνονται καθώς ο ήλιος σκοτεινιάζει και το κίτρινο γίνεται βαθύ μπλε.
Είναι μια προοικονομία για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν, αλλά και μια σύλληψη με ξεχωριστή συμβολική σημασία. Θυμηθείτε άλλωστε πως, τα μόνα πραγματικά ενεργά μέλη του σώματος σας ενώ παρακολουθείτε μια ταινία, είναι τα μάτια σας: Γι’ αυτό και στις ταινίες τρόμου η συνεχιζόμενη βία με στόχο τους οφθαλμούς ήταν ανέκαθεν ψυχαναλυτικά ταυτόσημη με την ανατριχιαστική πράξη του ευνουχισμού. Η τύφλωση της Νταϊάνα, ισοδυναμεί εδώ με μια (φαινομενική) καταδίκη στην ανηδονία, αφήνοντας να διαφανεί το αποτύπωμα του Καθολικισμού στο βλέμμα του 82χρονου σκηνοθέτη, αποτύπωμα που, με την εξέλιξη της ταινίας, ο ίδιος μοιάζει να χλευάζει και να ακυρώνει, όπως ακριβώς η περήφανη ηρωίδα του.
Δεν κάνει δηλαδή μια φεμινιστική ταινία ο Αρτζέντο, που μπορεί τα θύματα στις ταινίες του να ήταν συχνά όμορφες γυναίκες, αλλά γυναίκες ήταν και οι θύτες, τραυματισμένες πάντα από την αγριότητα των αντρών σε σημείο που, θαρρούσες πως δεν είχαν άλλη επιλογή. Και δεν κάνει μια φεμινιστική ταινία γιατί πηγαίνει πέρα από τον φεμινισμό, πέρα από οποιαδήποτε κοινωνική διδαχή. Γιατί και εγώ ταυτίζομαι με αυτή τη γυναίκα. Εγώ, ο Άκης, όχι η γυναίκα μέσα μου. Δεν παρακολουθώ μόνο το δράμα της, αλλά ζηλεύω και το θάρρος της, τον δυναμισμό της, την αποφασιστικότητα της απέναντι στη σκληρότητα της ζωής.
Ναι, από τη μέση και μετά το φιλμ μοιάζει να «ξεκουρδίζεται», και τα set-pieces που ακολουθούν δείχνουν άνευρα. Αλλά δεν είναι και λίγο αυτό που έχει προηγηθεί: Ήταν οδυνηρό να είσαι fan του Ντάριο Αρτζέντο τα τελευταία 20 χρόνια. Έχει να μας εντυπωσιάσει πραγματικά από το 1987, τότε δηλαδή που σκηνοθετούσε το «Τρόμος στην Όπερα» με μια αποστομωτική δεξιοτεχνία που σπανίως συναντούσε κανείς στα αντίστοιχα αμερικάνικα φιλμ του είδους. Κανείς δεν περίμενε να δει ένα νέο αριστούργημα με τα «Μαύρα γυαλιά» του, που σκηνοθέτησε βασισμένος σε ένα σενάριο γραμμένο προ δεκαετιών.
Κι όμως εδώ, ο ηλικιωμένος σκηνοθέτης, ανάμεσα σε σκηνές που αποκαλύπτουν μια σπάνια τρυφερότητα (πρώτη φορά μετά το αδικημένο «Σύνδρομο του Στεντάλ» δείχνει να αγαπά τον «ήρωα» περισσότερο από τον δολοφόνο του), προσπαθεί να βρει την παλιά του λάμψη (τα πρώτα 40 λεπτά είναι, μακράν, ό,τι καλύτερο έχει γυρίσει εδώ και δεκαετίες), ενώ σε μια σκηνή ντεκουπαρισμένη ξεκάθαρα πάνω στις ραφές του «Suspiria» μοιάζει να μας κλείνει το μάτι, μοιάζει σα να μας λέει ναι, εγώ είμαι, ο ίδιος Αρτζέντο που αγαπήσατε στα 70s, ο Αρτζέντο που παραμένω πιστός σε αυτό που ξέρω να κάνω καλύτερα, να κοιτάζω κατάματα τους βαθύτερους φόβους μας και να τους μετασχηματίζω για να σας τρομάξω.
Όσο ακόμα μπορώ.
(Αφιερωμένο στη μνήμη του Γιάννη Δεληολάνη και του Τάσου Θεοδωρόπουλου)