«Η κόλαση είναι το φυσικό μου περιβάλλον» – Τζέφρι Φίρμιν
Όπως και ο μεταγενέστερος του, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, έτσι και ο Τζον Χιούστον, γύριζε συχνά τις δικές του ταινίες βασισμένος στα βιβλία άλλων, είτε έγραφε ο ίδιος το σενάριο είτε δούλευε από την προσαρμογή κάποιου άλλου, ταινίες με ήρωες άνδρες αυτοκαταστροφικούς (και όχι πάντα με ισχυρό ηθικό κώδικα – θυμηθείτε τον «Θησαυρό της Σιέρα Μάντρε»). Και όσο ο Χιούστον πλησίαζε προς το τέλος της ζωής του, όσο δηλαδή τα γηρατειά τoν βάραιναν, τόσο έδειχνε να προτιμά φόρμες και ιδέες σκοτεινές και απελπισμένες. Δεν είναι τυχαίο που, αμέσως μετά απ’ αυτό το φιλμ (που γύρισε το 1984) σκηνοθέτησε την «Τιμή των Πρίτσι», μια ξεκαρδιστική αλλά και απολύτως κυνική μαύρη κωμωδία που έσπαγε, ιδιοφυώς, πλάκα με τον θάνατο και την ανθρώπινη βλακεία. Τους «Δουλβινέζους» δε, τους γύρισε – κυριολεκτικά – με το ένα πόδι στον τάφο, το 1987.
Όλα αυτά ισχύουν στη φιλμική μεταφορά του σπουδαίου, όσο και κατάμαυρου μυθιστορήματος του Μάλκολμ Λόουρι, που ο συγγραφέας μοιάζει να έγραψε σε κατάσταση παρόμοια με αυτή του ήρωα του, του Τζέφρι Φίρμιν (τον ενσαρκώνει εκπληκτικά ο Άλμπερτ Φίνεϊ στην κορυφαία ερμηνεία της καριέρας του). Εκείνος, βρετανός πρόξενος στο Μεξικό που, ενώ ο πόλεμος ξεσπάει στην Ευρώπη (η ιστορία διαδραματίζεται το 1939) εκείνος γιορτάζει τη «μέρα των νεκρών», σε μια μικρή πόλη του νότου. Είναι μονίμως μεθυσμένος, ακροβατώντας θαρρείς στο χείλος ενός αόρατου γκρεμού, ένας αλκοολικός που, πλέον, δεν πίνει για να μεθύσει, αλλά για να κρατηθεί στα πόδια του. Και από την πρώτη σεκάνς, με την κάμερα να καδράρει εκστατικά τα σκελετωμένα ανδρείκελα της μεξικάνικης γιορτής, ο Χιούστον οριοθετεί τον μύθο του ανάμεσα στο τραγικό και το γελοίο.
Ολόκληρη η ταινία μοιάζει σαν μία αναπάντητη προσευχή.
Η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά του ήρωα, προκύπτει μεταξύ άλλων και από τον αποχωρισμό του με τη σύζυγο του, Υβόν, που όμως επιστρέφει στο Μεξικό με ελπίδες επανένωσης. Το ζευγάρι πλαισιώνει ο Χιου, ετεροθαλής αδελφός του ήρωα (με τον οποίο η Υβόν είχε ένα σύντομο ειδύλλιο), και οι τρεις τους ξεκινούν ένα μικρό ταξίδι που θα βαστήξει μία μόνο μέρα, όπου ο Χιούστον μεταφράζει φιλμικά το – εξαιρετικά «δύσκολο» – πρωτότυπο κρατώντας το βλέμμα του Φίνεϊ ως σημείο αναφοράς.
Αφήνει στην άκρη τα παραληρηματικά flash-back του βιβλίου, κι όμως αισθάνεσαι πως η ταινία συχνά κρέμεται από και κλωστή, ακριβώς όπως και ο απελπισμένος ήρωας της, από την πτώση του οποίου κρεμόμαστε κι εμείς οι ίδιοι.
Δίχως υποκειμενικά πλάνα και άλλες τέτοιες ευκολίες, η αριστουργηματική αυτή ταινία μοιάζει να συμμερίζεται πλήρως τη ματιά του Τζέφρι απέναντι στη ματαιότητα της ύπαρξης, και η πυρετώδης αφήγηση οδηγεί το μύθο, αργά αλλά επίμονα προς την άβυσσο. Δίχως τυμπανοκρουσίες και μελοδραματικές κορώνες, αλλά με μια αόρατη, σχεδόν χαμογελαστή κατάφαση.