Το κοινωνικό θρίλερ του Μπόγκνταν Τζορτζ Απέτρι που προβάλλεται αυτές τις μέρες στις αίθουσες, είναι ένα μικρό αριστούργημα.
Θαύμα, το:
1. καθετί που γίνεται παρά τους φυσικούς νόμους, που δεν μπορεί να το εξηγήσει ο ανθρώπινος νους και που συνήθως αποδίδεται σε θεϊκή παρέμβαση: Tα θαύματα του Χριστού.
2. γεγονός (συνήθως θετικό) που συμβαίνει χωρίς να το περιμένει κανείς: Όλα φαίνονταν χαμένα, ώσπου, ξαφνικά, έγινε το θαύμα.
Θαύματα συναντά κανείς σε όλες τις θρησκείες του κόσμου, με μια βασική όμως διαφορά: Στις ανατολικές θρησκείες, όπως ο Βουδισμός και ο Ινδουισμός, οι βαθιά θρησκευόμενοι τείνουν να πιστεύουν πως μπορούν να επιτελέσουν θαύματα και οι ίδιοι. Στη Δύση πάλι, δηλαδή στον Χριστιανισμό, τον Ιουδαϊσμό ή το Ισλάμ, μονάχα ο ένας και μοναδικός (για τον καθένα) Θεός είναι Εκείνος που κυρίως εκτελεί θαύματα στις ζωές των ανθρώπων – όποτε το επιλέξει ο Ίδιος. Το θαύμα φυσικά προϋποθέτει την πίστη. Ταυτόχρονα όμως την εμπεδώνει. Στον Χριστιανισμό άλλωστε, όλα περιστρέφονται γύρω από το μεγάλο θαύμα της Ανάστασης.
Ο Θεός του «Θαύματος» όμως, της ταινίας δηλαδή που μας απασχολεί, μοιάζει να παρατηρεί (η πρώτη εικόνα που βλέπουμε, είναι το πρόσωπο μιας νεαρής καλόγριας που καθρεφτίζεται στο νερό), δίχως όμως να παίρνει και θέση.
Ή και όχι.
Η νεαρή καλόγρια λοιπόν, αφήνει το μοναστήρι και πάει στην πόλη. Το ταξί της διαδρομής θα παραλάβει, λίγο αργότερα, και έναν γιατρό, που μάλλον δεν έχει και την καλύτερη ιδέα για την ανθρωπότητα: Ο διάλογος του με τον οδηγό κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, σκηνοθετημένος και αρθρωμένος μαεστρικά μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια, υποβαστάζει την προβληματική του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Μπόγκνταν Τζορτζ Απέτρι: Είκοσι και πλέον χρόνια στον 21ο αιώνα, με τις τελευταίες «υποσχέσεις» των εύθυμων 80s να έχουν ακυρωθεί οριστικά, η ελπίδα, ακόμα και σαν κοινός τόπος των απελπισμένων, έχει πια εγκαταλειφθεί. Οι άνθρωποι είναι παραδομένοι σε μια στείρα αναπόληση του παρελθόντος, γιατί δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από το μέλλον. Στο μεταξύ, η νεαρά ηρωίδα φτάνει στον προορισμό της, ένα νοσοκομείο, και η βραδυφλεγής αφήγηση «ανεβάζει» τους τόνους του σασπένς μέχρι ένα αναπάντεχο, όσο και σοκαριστικό συμβάν. Εδώ, η ταινία τέμνεται σεναριακά, και μια δεύτερη ιστορία αρχίζει να ξετυλίγεται: Ένας αστυνομικός ερευνά τα αίτια – και τον ένοχο. Δείχνει να έχει τους λόγους του.
Με το εκπληκτικό «Θαύμα» του, ένα ωρολογιακής ακρίβειας και απολύτως καθηλωτικό κοινωνικό θρίλερ, ο Απέτρι κουρδίζει, μέσα από μια σειρά εντυπωσιακών στην περιεκτικότητα τους μονοπλάνων, έναν αφηγηματικό μηχανισμό που διαπερνά απ’ άκρη σ’ άκρη τον κοινωνικό ιστό της χώρας του (οι ραφές του οποίου δε διαφέρουν πολύ με εκείνες ολόκληρης της Νότιας Ευρώπης), κρατώντας σχεδόν αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά εκείνα που περιμένει κανείς από μια Ρουμάνικη ταινία αξιώσεων: Κλιμακωτή ένταση, έντεχνος – όσο και βαρύς – ρεαλισμός και ένα πικρό χιούμορ που όχι μόνο δεν υπονομεύει ποτέ το φιλμ, αλλά αντιθέτως υπερτονίζει την προβληματική του δημιουργού του, όσο και την αγωνία του. Γράφω «σχεδόν», γιατί ο Απέτρι (που ξεκάθαρα αγωνιά για τον Άνθρωπο σήμερα) επιχειρεί να ανανεώσει αυτή τη φόρμα, εισαγάγωντας μια ασυνήθιστη, σχεδόν μυστηριακή λογική. Και πάλι όμως, ενώ περιμένεις πως αυτό το στοιχείο ενδεχομένως να «κλωτσήσει» με τα τεκταινόμενα, μοιάζει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι τους.
Όσοι είδαν το φιλμ το περασμένο τριήμερο, θα καταλάβουν γιατί αποφεύγω να γίνω περιγραφικός: Πίσω από τις εκπλήξεις αυτής της ταινίας, κρύβεται ένα στυφό μοιρολόι για μια ανθρωπότητα που δείχνει παραδομένη σε έναν μηδενισμό, ενίοτε κακοχωνεμένο, άλλες φορές λόγιο και «ενημερωμένο» αλλά πάντοτε ζοφερό, είτε στη δράση του, είτε στην αντανάκλαση του. Στο συγκλονιστικό φινάλε όμως, η ταινία σου δίνει την επιλογή. Καμία άλλωστε εξήγηση δεν μπορεί να είναι αρκετή για να εξηγήσουμε ένα θαύμα. Άλλωστε, το είπαμε και πριν, το θαύμα προϋποθέτει και την πίστη. Κι αν η αγωνία του Απέτρι μοιάζει να σηματοδοτεί το τέλος της πίστης, είναι ο ίδιος που υπενθυμίζει, τόσο σε εμάς, όσο (αισθάνομαι) και στον εαυτό του, πως ενίοτε η πίστη σηματοδοτεί και το τέλος της αγωνίας. Ακόμα κι αν αυτό διαρκεί όσο ένα στιγμιαίο αναφέγγισμα.
Δηλαδή, όσο και το δικό μας αποτύπωμα στον κόσμο.