Είδα το πρώτο Top Gun τη χρονιά που βγήκε στις ελληνικές αίθουσες, τέσσερις μήνες μετά την θριαμβευτική του έξοδο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μη σας κάνει εντύπωση το χρονικό «χάσμα»: Δίχως το άγχος των πειρατών του διαδικτύου, οι διανομείς μπορούσαν να περιμένουν – άλλωστε, εκείνα τα χρόνια, η θερινή περίοδος ήταν «νεκρή» (σε αντίθεση με τις ΗΠΑ). Αν και αυτά είναι σχετικά. Γιατί εγώ τη θυμάμαι σαν μια απέραντη ρετροσπεκτίβα, όπου μπορούσες να δεις όχι μόνο τις ταινίες της σεζόν που σου ξέφυγαν, αλλά και παλαιότερες, αγαπημένες του ελληνικού κοινού, συχνά από γδαρμένες κόπιες δεκαετιών που όμως δεν ενοχλούσαν κανέναν. Όπως και να’χει, πέτυχα την ταινία του Τόνι Σκοτ στον κινηματογράφο «Παλλάς», όχι του Παγκρατίου αλλά του Πειραιά, τον Σεπτέμβριο του 1986.
Δεν έκατσα να τη ξαναδώ, είναι η αλήθεια. Άλλωστε οι δημιουργοί αυτής της νέας ταινίας διατείνονται πως στέκεται μια χαρά από μόνη της – οπότε κι εγώ, μπήκα στην αίθουσα κουβαλώντας μονάχα την ανάμνηση του πρώτου φιλμ από εκείνα τα χρόνια (ναι, δεν το ξανάδα ποτέ). Και τι είχε απομείνει στο κεφάλι μου; Οι εμβληματικές εικόνες κάποιων σωματωδών Αμερικάνων με κατάλευκα χαμόγελα (αδύνατον να μη θυμάσαι πόσο κατάλευκα ήταν, ακόμα κι αν έχεις να το δεις 30+ χρόνια), μερικά ωραία τραγούδια, κάποια ωραία κορίτσια ως συνοδευτικό, δυο – τρεις εντυπωσιακές αερομαχίες και η αίσθηση της νίκης. Ήταν μια ταινία – τσιχλόφουσκα με την κυριολεκτική έννοια του όρου: Περνούσες υπέροχα ενώ την έβλεπες αλλά την ξεχνούσες με την ίδια άνεση. Και δεν είναι τόσο θέμα μνήμης – θυμάμαι πολύ καλύτερα σήμερα ταινίες που είχα δει σε ακόμα μικρότερη ηλικία. Αυτός όμως ήταν και ο σκοπός της. Οπότε ας πούμε πως ήταν μια «τέλεια» ταινία – τσιχλόφουσκα.
Και τι βρήκα λοιπόν στο νέο Top Gun; Τα ίδια συστατικά, συν γενναίες δόσεις νοσταλγίας. Είναι καλύτερη ταινία; Τι να σας πω, αν ήσουν πιτσιρίκος το 1986, η ταινία του Τόνι Σκοτ έμοιαζε τέλεια. Και στοιχηματίζω πως το ίδιο τέλεια θα μοιάζει στους πιτσιρικάδες του σήμερα. Αλλά το «Top Gun: Maverick» απευθύνεται εξίσου και σ’ εμάς, που είδαμε το πρώτο φιλμ – και, ακόμη περισσότερο, ζήσαμε αυτή την εποχή. Ιδού λοιπόν το μέγα κατασκευαστικό χατ-τρικ του «Top Gun: Maverick»: Στο στρατόπεδο όπου διαδραματίζεται περίπου το 90% της ταινίας (το υπόλοιπο διεξάγεται σε έναν απροσδιόριστο, εχθρικό τόπο που τον βλέπουμε σχεδόν αποκλειστικά από τα cockpit των πιλότων) λίγα έχουν αλλάξει από τότε. Τι «λίγα», οι κοινωνικοπολιτικές ζυμώσεις των τελευταίων 20 ετών μοιάζουν να μην έχουν αφήσει το παραμικρό αποτύπωμα. Σου λέει, «εδώ είναι αεροπορία». Όχι όμως και μια οποιαδήποτε αεροπορία, αλλά αυτή που εμπνεύστηκαν οι παραγωγοί Ντον Σίμπσον και Τζέρι Μπρουκχάιμερ το 1986, το μάθημα των οποίων μελέτησε προσεκτικά ο ιδιοφυής παραγωγός Τομ Κρουζ.
Το στόρι; Με περισσότερα από τριάντα χρόνια υπηρεσίας ως ένας από τους καλύτερους πιλότους της αεροπορίας, ο εντυπωσιακά αγέραστος Πιτ «Μάβερικ» Μίτσελ αναλάβει την εκπαίδευση μιας διμοιρίας αποφοίτων για μία παράλογα επικίνδυνη αποστολή: Οι πιλότοι πρέπει να πετάξουν ελάχιστα μέτρα από το έδαφος, και σε μεγάλες ταχύτητες, ούτως ώστε να εξολοθρεύουν ένα εργοστάσιο παραγωγής ουρανίου, σε μια χώρα που, όπως είπαμε, ποτέ δεν κατονομάζεται. Και ο «δικός» μας, πρέπει να τους εκπαιδεύσει για το αδύνατο. Φυσικά όλα περιστρέφονται γύρω από τον Τομ Κρουζ. Χωρίς πλάκα, το πρώτο μέρος του «Top Gun: Maverick» είναι περίπου το φιλμικό ανάλογο του 59χρονου σταρ καθώς χαϊδεύεται μπροστά σε έναν καθρέφτη: Σε όποιον χώρο κι αν βρεθεί, οι άντρες ψαρώνουν και οι γυναίκες λιώνουν. Τόσο που λες, δεν μπορεί, πρέπει να υπάρχει κάτι το σαρκαστικό σε όλο αυτό. Και εδώ έγκειται η δεύτερη πονηριά του φιλμ, που μοιάζει να ισορροπεί με μοιρογνωμονιακή ακρίβεια ανάμεσα στο camp και στο vintage, τόσο που σταματάς να το κρίνεις και απλά κάθεσαι και το απολαμβάνεις. Και γιατί όχι; Είναι ένα πραγματικά αξιοθαύμαστο blockbuster, και μια ταινία φτιαγμένη για κινηματογραφική αίθουσα – μια γεμάτη κινηματογραφική αίθουσα.