Skip to main content

Ανοιχτά τα θερινά, κλειστοί οι «δρόμοι»

Οι ταινίες της εβδομάδας – και οι επιπλοκές ενός ξεπερασμένου συστήματος

Από τον Άκη Καπράνο.

Οκτώ ταινίες έκαναν την έξοδο τους στις αίθουσες την περασμένη Πέμπτη. Όπως ήταν αναμενόμενο, προκλήθηκε μέγα κυκλοφοριακό χάος στα σινεμά, ιδιαιτέρως στα θερινά που ανοίγουν με πολλές ελπίδες και δίχως περιοριστικά μέτρα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Αφενός, γιατί έχουν μαζευτεί πολλά στα ράφια (τα γραφεία διανομής είναι υποχρεωμένα, βάσει συμβολαίου, να «περάσουν» τις ταινίες τους από μια κάποια αίθουσα ούτως ώστε να τις μεταπωλήσουν στην τηλεόραση), αφετέρου γιατί αρκετοί ενδεχομένως, βλέπουν μια «ευκαιρία» στη χρονική συγκυρία. Έχω την αίσθηση πως, στο τέλος, τα θερινά θα την πληρώσουν. Οι ταινίες όμως έχουν ενδιαφέρον.

Μαγνητικά Πεδία

All the lonely people / Where do they all belong?

Οι παλαιότερες γενιές είχαν την αναφορά του technicolor, κάθε φορά που τα χρώματα μιας ταινίας «ξεπηδούσαν» από την οθόνη. Στα «Μαγνητικά πεδία» του Γιώργου Γούση, η αναφορά έρχεται από το πιο κοντινό μου παρελθόν: Πλούσια μωβ κ κόκκινα χρώματα, γλυκά, παστέλ γαλάζια, και (ενίοτε χοντρά) pixels που, εμένα προσωπικά με πήγαν πίσω στη γνώριμη ζεστασιά των πρώτων υπολογιστών για οικιακή χρήση, στις εποχές του Amstrad-6128 και του Commodore-64. Ε, βοηθούσε και το τετράγωνο κάδρο.

Κάπως έτσι δείχνουν τα υπέροχα «Μαγνητικά πεδία», ο ορισμός της χειροποίητης ταινίας, γυρισμένη σε ερασιτεχνική βιντεοκάμερα DV, τόσο ερασιτεχνική που μοιάζει με κλεφτή ματιά σε ημερολόγιο. Αισθάνεσαι σχεδόν προνομιούχος που μπορείς κι εσύ να παρακολουθήσεις από κοντά την ιστορία των δυο ηρώων της, της Έλενας και του Αντώνη, δηλαδή της Έλενας Τοπαλίδου και του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου (ναι, οι χαρακτήρες κρατούν τα ονόματα των ηθοποιών που τους ενσαρκώνουν, αμβλύνοντας ακόμα περισσότερο αυτή την εντύπωση). Τίποτα στην κατασκευή της δεν σε ενοχλεί, τίποτα δεν σε πετάει έξω. Άλλωστε δε θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε αυτούς τους δυο ανθρώπους μέσα από σινεμασκόπ τράβελινγκ και θεαματικά εναέρια πλάνα (παρ’ όλο που το τοπίο προσφέρεται). Δεν θα ήταν τίμιο ούτε ως προς αυτούς αυτούς, ούτε και ως προς εμάς τους ίδιους.

Τους ίδιους δρόμους ακολουθεί και το στόρι, απέριττο, αλλά δραματουργικά περιεκτικό: Δυο άνθρωποι συναντιούνται τυχαία on-the-road – ή, για την ακρίβεια, σε ένα πλοίο που ταξιδεύει προς Κεφαλονιά. Εκεί, αποφασίζουν να περιπλανηθούν μαζί σε αναζήτηση του κατάλληλου μέρους να θάψουν ένα μεταλλικό κουτί που περιέχει τα λείψανα της θείας του Αντώνη. Τώρα, ξέρει και η Ελένη που πάει – γιατί πριν τον συναντήσει, έμοιαζε να μην έχει προορισμό. Και ο Γούσης παρακολουθεί πότε από κοντά, και πότε από απόσταση, λες και δε θέλει ο ίδιος να διαταράξει αυτή τη μαγική σύζευξη – γιατί είναι μαγικός ο τρόπος που η Τοπαλίδου και ο Τσιοτσιόπουλος «φορούν» το ένδυμα των χαρακτήρων τους, με μια αξιοθαύμαστη φυσικότητα που παραπέμπει στις καλύτερες στιγμές του σινεμά του Νίκου Γραμματικού (που έχω την αίσθηση πως θα εκτιμούσε αυτό το φιλμ).

Ξανάδα την ταινία το περασμένο Σάββατο στην κατάμεστη Ριβιέρα των Εξαρχείων, και το κοινό (νεανικό στη βάση του) κυριολεκτικά βυθίστηκε μέσα της. Θυμηθήκαμε ξανά γιατί πηγαίνουμε σινεμά, καθώς όλοι, ξεκάθαρα, μοιραζόμασταν την ίδια ανάγκη: Να αφουγκραστούμε την πάλη δυο μοναχικών ανθρώπων με την απελπισία τους, εντέλει νιώθοντας λιγότερο μόνοι, καθώς απολαμβάναμε μια ταινία διόλου απελπισμένη. Εδώ έγκειται και η τρομερή δύναμη των «Μαγνητικών Πεδίων»: Όλα αυτά, «απλώνονται» μπροστά στα μάτια μας με την ελαφράδα ενός χαζού αστείου. Δε βγαίνεις από το σινεμά δυσανασχετώντας για ό,τι σε περιμένει. Αντιθέτως χαμογελάς, γιατί ξέρεις πως στο τέλος θα τα καταφέρεις – περίπου όπως τα κατάφεραν η Ελένη και ο Αντώνης.

Το κοστούμι

Σεμινάριο ανατροπών

Με το σινεμά του Άλφρεντ Χίτσκοκ εντυπώνεται στο συντακτικό του κινηματογράφου ο όρος «ΜακΓκάφιν» (MacGuffin), δηλαδή ένα απροσδιόριστο στοιχείο που «τρέχει» τη μυθοπλασία, κεντρίζοντας τη φαντασία μέσω της ανατροπής. Ο ίδιος ο Χίτσκοκ το περιέγραψε καλύτερα απ’ όλους: «Αυτό που αφορά τους χαρακτήρες στην οθόνη, όχι το κοινό».

Στο «Κοστούμι», την ταινία που μας απασχολεί και είναι, επί της ουσίας, στημένη εξ’ ολοκλήρου γύρω από ένα τέτοιο τέχνασμα, ο Γκράχαμ Μουρ, σεναριογράφος του «Παιχνιδιού της μίμησης» κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο και αποδεικνύεται εξίσου πολυμήχανος με τον πρωταγωνιστή του, φροντίζοντας να «ράψει» το ίδιο το μέσο στα μέτρα του. Έτσι η κάμερα δε βγαίνει ποτέ από το κατάστημα του Λέοναρντ, άντε πες για ένα – δυο εξωτερικά πλάνα, που και αυτά είναι ξεκάθαρα φιλμαρισμένα σε στούντιο. Όμως ο Μουρ ντεκουπάρει προσεκτικά τους χώρους του (παραπέμποντας και λίγο στον Πολάνσκι – που παραμένει ο ύψιστος κινηματογραφιστής κλειστών χώρων) ενώ ταυτοχρόνως, δε σου λείπει τίποτα από το Σικάγο του ’50. Τι επίτευγμα!

Ο ήρωας του Μουρ είναι ένας μεσήλικας ράφτης. Λέγεται Λέοναρντ, και αφιέρωσε δεκαετίες από τη ζωή του για να εξελιχθεί σε έναν εξειδικευμένο και περιζήτητο τεχνίτη στην παγκοσμίου φήμης Σάβιλ Ρόου του Λονδίνου. Αλλά όταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος άφησε το Λονδίνο χρεοκοπημένο, ο ίδιος έφυγε για την Αμερική. Στο Σικάγο, διατηρεί ένα μικρό γωνιακό κατάστημα για τους μόνους ανθρώπους που μπορούν να αντέξουν οικονομικά τέτοια κομψά κοστούμια κατά παραγγελία – μια οικογένεια μοχθηρών γκάνγκστερ. Και το σεμνό, χαμηλών τόνων προφίλ του Λέοναρντ διακυβεύεται καθημερινά, από την άβουλη συνενοχή του με τους καλύτερους πελάτες του, την εγκληματική οργάνωση που χρησιμοποιεί το εργαστήριό του ως σημείο παράδοσης.

Κάπου εδώ ξεκινούν οι ανατροπές, οπότε κι εμείς θα σταματήσουμε να περιγράφουμε την πλοκή, καθώς η σεναριακή δομή του φιλμ θυμίζει… μπαμπούσκα: Η μια ανατροπή οδηγεί στην επόμενη, και στην μεθεπόμενη, και πάει λέγοντας. Βασικά, «Το κοστούμι» μοιάζει με ασταμάτητο γαϊτανάκι ανατροπών, με τον Μουρ να παίζει τον ρόλο του εξισορροπιστή αλλά και του ζογκλέρ: Πόσες ανατροπές μπορώ να χωρέσω μέσα σε μιάμιση ώρα, δίχως να ξενερώσω το κοινό μου; Πως μπορώ να παραμένω αληθοφανής ενώ στηρίζω ξεκάθαρα όλη τη δραματουργική δυναμική του σεναρίου μου στο στοιχείο της έκπληξης; Αυτό μοιάζει να είναι το στοίχημα του, και ομολογουμένως το κερδίζει: Η ταινία σε «αιχμαλωτίζει» από πολύ νωρίς (βοηθά και ο υπέροχος Μαρκ Ράιλανς στον πρώτο ρόλο), τόσο που δεν έχεις πρόβλημα να της συγχωρέσεις ένα – δυο κλισέ προς το τέλος. Είναι μια καλοκουρδισμένη μηχανή ψυχαγωγίας, χωρίς μεγαλύτερες αξιώσεις, που όμως λειτουργεί στην εντέλεια.

Νύχτα της φωτιάς

Μια ζωή μέσα στο φόβο

Ένα παιδί σκάβει το λάκκο του, όχι για να πεθάνει, αλλά για να σωθεί. Έτσι ξεκινά η συγκλονιστική ταινία της Τατιάνα Χουέζο. Θα μου πείτε, τι ζωή είναι αυτή; Κι όμως, έτσι είναι η ζωή στην ορεινή επαρχία του Μεξικό που μαστίζεται από τη βία των καρτέλ, εκεί όπου τα κορίτσια έχουν αγορίστικα κουρέματα και έχουν μάθει από μικρά να κρύβονται σε λάκκους στο χώμα όταν εμφανίζονται τα μαύρα SUV που σηματοδοτούν ένα στυγερό, και τραγικά επαναλαμβανόμενο γυναικομάζωμα. Είναι μια πραγματικότητα που δε χωρά ο ανθρώπινος νους, όμως η Ρίτα, η μητέρα της Άννας, δεν έχει χρόνο για απελπισίες και μελοδραματισμούς. Ξέρει πως μεγαλώνει το παιδί της σε έναν τόπο που συντηρείται από τις ίδιες δυνάμεις που τον καταδυναστεύουν. Γι’ αυτό και προτιμά να δουλεύει μαζεύοντας όπιο από τις παπαρούνες του δάσους (οι εργαζόμενοι εκεί ελπίζουν σε μια κάποια προστασία), ζώντας μια καθημερινότητα μέσα στο φόβο.

Κανείς στη «Νύχτα της φωτιάς» δεν παριστάνει τον ήρωα (και όσοι το κάνουν, δείχνουν να έχουν μειωμένη αντίληψη της πραγματικότητας), κανείς όμως δεν είναι και παραδομένος στη φριχτή του μοίρα. Η Άννα δε θέλει να επαναστατήσει απέναντι στους μελλοντικούς διώκτες της, αλλά να καταλάβει τη ζωή την ίδια. Και η κάμερα της Χουέζο καταγράφει λεπτομερώς τις σκληρές αλήθειες της, την ίδια ώρα που, με ανάλογη σταθερότητα και λεπτομέρεια, «αιχμαλωτίζει» το φυσικό τοπίο που περιβάλλει αυτούς τους ανθρώπους, δίνοντας στον (συγκρατημένο) λυρισμό της μια μυθοπλαστική εγκυρότητα.

Είναι μια επιλογή που αποτελεί ταυτοχρόνως και μια «στάση» απέναντι στην πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που, εκ φύσεως, μοιάζει υπερβολικά φευγαλέα για να μπορέσει να αποδοθεί μόνο μέσα από τον ρεαλισμό. Άλλωστε, η πολύπαθη ιστορική και πολιτική πορεία της Λατινικής Αμερικής, συνδέεται (και) με το φανταστικό, το εξωπραγματικό. Όπως άλλωστε συμβαίνει και στις μεγάλες ταινίες του Φανταστικού (θυμηθείτε το σινεμά του Ζακ Τουρνέρ), σπανίως βλέπουμε πραγματικά τις απειλητικές φιγούρες των «κακών». Αισθανόμαστε όμως πάντα την απειλή τους. Ενδιαμέσως, οι τριγμοί της αθωότητας αυτών των παιδιών ακούγονται πιο εκκωφαντικοί κι από τους ήχους του φυσικού τοπίου στο soundtrack.

Νίτραμ

Το πρόσωπο του κακού / Ο καθρέπτης μιας κοινωνίας

Η μικρή πόλη του Πορτ Άρθουρ βρίσκεται στην Τασμανία της Αυστραλίας. Αρχικά αποτέλεσε σωφρονιστική αποικία: Από το 1833 έως το 1853, εγκληματίες από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία έφταναν εκεί. Ουσιαστικά, αυτοί έχτισαν την πόλη: Το 1842 έχτισαν ένα νοσοκομείο, έναν μεγάλο αλευρόμυλο και μια αποθήκη σιτηρών που αργότερα μετατράπηκε σε κελί. Η απόδραση θεωρούνταν αδύνατη. Κάποιοι το προσπάθησαν: Ο Τζορτζ Χαντ, καλύφθηκε με δέρμα καγκουρό και κατόρθωσε να προσπεράσει κάποιους φύλακες, μέχρι που μια παρέα πεινασμένων φρουρών άρχισε να τον πυροβολεί. Παραδόθηκε αμέσως. Τον μαστίγωσαν 150 φορές.

Αυτά, μέχρι το 1877, όταν δηλαδή έκλεισε οριστικά η σωφρονιστική αποικία. Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο τουρισμός άνθισε. Το 1979 η κυβέρνηση χρηματοδότησε αδρά την ανάπλαση της περιοχής. Το Πορτ Άρθουρ συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Τα μεγαλοπρεπή κτίρια που είχαν χτιστεί από κατάδικους, καθαρίστηκαν. Και την Κυριακή της 28ης Απριλίου του 1996, ο Μάρτιν Μπράιαντ κατάφερε να συγκεντρώσει πάνω του τα βλέμματα του Δυτικού κόσμου, πυροβολώντας όποιον έβρισκε μπροστά του καθώς περιφερόταν στην πόλη, ζώντας τη μεγάλη συγκίνηση του θριάμβου: Δολοφονώντας 35 ανθρώπους, κάθε ηλικίας, και στέλνοντας άλλους τόσους στο νοσοκομείο.

Επιλέγοντας ένα εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα, ο Αυστραλός σκηνοθέτης Τζάστιν Κουρζέλ, δημιουργός ανήσυχος και συνεπής (κακή ταινία δεν έχει κάνει), στήνει ένα μελαγχολικό μα και «παγωμένο» πορτραίτο του φονιά. Τα παιδικά του χρόνια, η στέρηση της μητρικής αγάπης, το δικό του «πειραγμένο» κεφάλι, η αφόρητη μοναξιά, και μια απέραντη δεξαμενή καταπιεσμένης (και κακοχωνευμένης) οργής, έτοιμης να ξεσπάσει. Μια ωρολογιακή βόμβα σε κινηματογραφικούς ρυθμούς.  Και ο Κουρζέλ παρατηρεί. Όχι για να εξηγήσει. Αλλά για να κατανοήσει. Γι’ αυτό και αρνείται να σκηνοθετήσει θεαματικά τις φρικτές πράξεις του Μάρτιν (πάντα εκτός κάδρου). Κι αν υπάρχει κάτι θλιβερό στο τέλος, αυτό είναι εντέλει η διαπίστωση της αναγκαιότητας ταινιών σαν τη δική του. Καλό λοιπόν θα ήταν να μη λαμβάνονται σοβαρά οι «ενστάσεις» περί θεμάτων που το σινεμά «δεν θα έπρεπε να αγγίζει». Αυτές στοχεύουν (ίσως ηθελημένα) στη διατήρηση του προβλήματος και μόνο.

Τα κορδόνια

Τα συζυγικά βάρη έχουν τη χάρη.

Νάπολη, δεκαετία ’80. Ο γάμος του Άλντο και της Βάντα περνά σοβαρή κρίση. Εκείνος την αφήνει για μια άλλη γυναίκα. Εκείνη, καταρρέει ψυχικά. Αλλά ο Ντανιέλε Λουκέτι δεν ενδιαφέρεται να ξεπεράσει την μπαναλιτέ μιας τέτοιας ιστορίας – και αυτό είναι ευτύχημα. Εξηγούμαι: Παρακολουθούμε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους στη σχέση του ζευγαριού: η πρώτη, είναι η μεγάλη κρίση στο γάμο τους τη δεκαετία του ’80, όταν ο σύζυγος, διανοούμενος, με δική του ραδιοφωνική εκπομπή στη RAI, εγκαταλείπει τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά για μια νεαρή συνάδελφο του – θα επιστρέψει όμως στην οικογένεια του τέσσερα χρόνια μετά. H δεύτερη λαμβάνει χώρα δεκαετίες αργότερα, όταν το ζευγάρι είναι πια ηλικιωμένο. Τελικά, άξιζε να σωθεί αυτή η σχέση;

Ο Φρανσουά Τριφό το είχε πει καλύτερα απ’ όλους: «Δυο πράγματα συμβαίνουν όταν ξεκινάς μια ταινία: Ή έχεις μια περίπλοκη ιστορία, οπότε την αφηγείσαι απλά, ή έχεις μια απλή ιστορία, οπότε την αφηγείσαι περίπλοκα». Τη ρήση αυτή ακολουθεί και ο Λουκέτι, και μπορεί το στόρι να μοιάζει κοινότυπο, οι ηθοποιοί του όμως δίνουν ερμηνείες παθιασμένες και ριζωμένες στην αλήθεια του πράγματος, έστω και αν ο σκηνοθέτης διαπράττει μέγα λάθος, επιλέγοντας διαφορετικούς ηθοποιούς για να ενσαρκώσουν το ηλικιωμένο πια ζεύγος (εκτός κι αν θέλει να υποδηλώσει με αυτό τον τρόπο την εκ βάθρων αλλαγή που μπορούμε να υποστούμε μέχρι τα γεράματα μας – και πάλι όμως δεν λειτουργεί).

Ευτυχώς, σώζονται πολλά εδώ. Και όχι μόνον οι καλές προθέσεις. Η ταινία είναι σταθερά τρυφερή, δίχως ποτέ να γίνεται γλυκερή, ενώ δεν αποσιωπά τις παθογένειες του έγγαμου βίου (και τον υφέρποντα μαζοχισμό που ενίοτε δρα ως συγκολλητική ουσία ανάμεσα σε ένα «ραγισμένο» αντρόγυνο). Η ευτυχία είναι μια ουτοπική κατασκευή. Το μόνο που μένει πίσω είναι τα παιδιά. «Και η ελπίδα πως οι μελλοντικές γενιές ίσως καταλάβουν περισσότερα από εμάς» – που λέει και ο Γούντι Άλεν στο αριστούργημα του «Απιστίες και Αμαρτίες».

Επίσης:

Ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς τα δίνει όλα στο «Λούις Γουέιν: Ένας ξεχωριστός κόσμος» του Γουίλ Σαρπ, μόνο που ο τελευταίος μοιάζει να μην έχει αποφασίσει τι ταινία θέλει να κάνει: Τα «παιχνιδάκια» του με τη γραφή δεν αναδεικνύουν το θέμα του (η ζωή του σπουδαίου καλλιτέχνη του οποίου οι παιχνιδιάρικες και συχνά ψυχεδελικές εικόνες βοήθησαν στο να αλλάξει για πάντα  η άποψη του κοινού για τις γάτες), αλλά το καταπλακώνουν. Έχει cameo όμως από τον Νικ Κέιβ – και αποτελεί σίγουρα μια καλύτερη επιλογή από την κάκιστη περιπέτεια του Μάρτιν Κάμπελ (!) «Κώδικας: Εκδίκηση» με Μάγκι Κιου, Μάικλ Κίτον και Σάμιουελ Λ.Τζάκσον. Οι δυο πρώτοι έχουν και μονομαχίες πολεμικών τεχνών που, ειλικρινά, δείχνουν εντελώς γελοίες, όσο κι αν αγαπώ τον Κίτον. Είχα καιρό να δω κάτι τόσο κακό. Τι έπαθες ρε Μάρτιν; Εσύ δεν είσαι που σκηνοθέτησες «Goldeneye» και «Casino Royale»; Τι έγινε, δε βγαίνει το νοίκι;