Κυκλοφόρησε πρόσφατα το νέο βιβλίο του Δρ. Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Βασίλη Ν. Κολλάρου, με θέμα «Η μειονοτική πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου (1898-1933)», που εκδόθηκε από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος».
Το βιβλίο του Βασίλη Κολλάρου έρχεται να καλύψει ένα βιβλιογραφικό κενό της ελληνικής ιστοριογραφίας, αναφορικά με τις αντιλήψεις του Ελευθερίου Βενιζέλου γύρω από το ζήτημα των μειονοτήτων. Η πρωτοτυπία του έγκειται στο γεγονός, ότι για πρώτη φορά αναλύονται, και μάλιστα με βάση εξαντλητικό πρωτογενές αρχειακό υλικό, οι σκέψεις και η πολιτική συμπεριφορά του Βενιζέλου απέναντι στις μειονότητες, από την Κρητική Πολιτεία, όταν για πρώτη φορά ο ίδιος έλαβε το βάπτισμα του πυρός στην πολιτική, μέχρι την τελευταία πρωθυπουργία του, τα έτη 1928-1933.
Το βιβλίο αρθρώνεται σε πέντε κεφάλαια, τα οποία ακολουθούν την πολιτική πορεία του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Στο πρώτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας προσεγγίζει τον Βενιζέλο της Κρητικής Πολιτείας και χαρτογραφεί τις βασικές αρχές της μειονοτικής πολιτικής του, αρχές που θα τον ακολουθήσουν τουλάχιστον μέχρι την κρίσιμη διπλωματική συγκυρία των Σεβρών, το 1920. Επρόκειτο για τη σύλληψη και εφαρμογή μιας θρησκευτικά φιλελεύθερης και πολιτικά προοδευτικής μειονοτικής πολιτικής απέναντι στους Τουρκοκρητικούς, η οποία αποτέλεσε τη βάση για να εξασφαλίσει η Κρητική Πολιτεία ερείσματα σε διεθνές επίπεδο.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, ο Βασίλης Κολλάρος μάς μεταφέρει στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, όταν η Ελλάδα, υπό την ηγεσία του Βενιζέλου, πετυχαίνει τις πρώτες σημαντικές νίκες για τη πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας. Ωστόσο, η εδαφική επέκταση της Ελλάδας έφερε την ελληνική διοίκηση αντιμέτωπη με ένα πλήθος αλλογενών, αλλόθρησκων και αλλόγλωσσων μειονοτήτων (μουσουλμάνοι, Εβραίοι, σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι). Ο Βενιζέλος χειρίστηκε τη μειονοτική «πλημμυρίδα» των Βαλκανικών Πολέμων με γνώμονα το εθνικό συμφέρον της χώρας, ασκώντας παράλληλα μια φιλελεύθερη μειονοτική πολιτική, η οποία στηριζόταν στην παροχή καθεστώτος ισονομίας και ισοπολιτείας, σε όλους τους υπηκόους του ελληνικού κράτους, «ανεξαρτήτως θρησκεύματος και φυλής».
Το τρίτο κεφάλαιο πραγματεύεται την περίοδο 1915-1920, και κυρίως την κρίσιμη διπλωματική συγκυρία των ετών 1918-1920, όταν ο Βενιζέλος βρέθηκε στο πλευρό των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, οι τελευταίοι ζητούσαν εγγυήσεις, και μάλιστα νομικού περιεχομένου, για την προστασία των μειονοτήτων, που κατοικούσαν στα εδάφη που διεκδικούσε η Ελλάδα (βλ. Θράκη, Σμύρνη). Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η Συνθήκη των Σεβρών δεν δημιούργησε μόνο την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών αλλά την κατέστησε επίσης «μειονοτική δύναμη», υπό την έννοια ότι ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της Νέας Ελλάδας αποτελούνταν από αλλοεθνείς, με διαφορετική γλώσσα και θρήσκευμα.
Στο τέταρτο κεφάλαιο, αναλύεται το πόσο επηρεάστηκε η μειονοτική πολιτική του Βενιζέλου από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την έλευση ενάμισι εκατομμυρίου ομογενών προσφύγων. Ο Βενιζέλος προσαρμόστηκε στα νέα πολιτικά, κοινωνικά και στρατιωτικά δεδομένα και έθεσε ως προτεραιότητα της ελληνικής πλευράς, εκτός των άλλων, την απομάκρυνση των μουσουλμάνων της Ελλάδας, ώστε να διευκολυνθεί η εγκατάσταση των ομογενών.
Το τελευταίο κεφάλαιο πραγματεύεται το διάστημα της τελευταίας πρωθυπουργίας του Κρητικού πολιτικού. Με βάση την άποψη του Κολλάρου, η επιστροφή του στο πολιτικό προσκήνιο και η ανάληψη της πρωθυπουργίας το 1928, σηματοδοτεί στροφή της βενιζελικής μειονοτικής πολιτικής προς περισσότερο άκαμπτες και συντηρητικές θέσεις.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με έναν απολογισμό της βενιζελικής μειονοτικής πολιτικής, ο οποίος αναδεικνύει το εύρος της έρευνας του συγγραφέα, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί οδηγό για κάθε προοδευτική διακυβέρνηση.