Εξαιρετικά σημαντικά είναι τα αποτελέσματα της πρόσφατης υποβρύχιας έρευνας στο ναυάγιο του πλοίου «Μέντωρ», σε ό,τι αφορά τον τρόπο ναυπήγησης του πλοίου, ενώ τα κινητά ευρήματα εμπλουτίζουν την εικόνα μας για την επί του πλοίου διαβίωση, καθώς και για τα προσωπικά αντικείμενα που μετέφεραν οι επιβάτες του στις αποσκευές τους.
Η συστηματική υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων στο ιστορικό ναυάγιο «Μέντωρ», που βυθίσθηκε τον Σεπτέμβριο του 1802 έξω από το λιμάνι του Αυλαίμονα, στα Ν.Α. των Κυθήρων, συνεχίστηκε υπό την διεύθυνση του αρχαιολόγου, Δρ. Δημήτρη Κουρκουμέλη.
Το μπρίκι «Μέντωρ», ήταν ένα από τα πλοία που είχε χρησιμοποιήσει ο Λόρδος Έλγιν για την μεταφορά των αρχαιοτήτων, που είχε αποσπάσει μεταξύ άλλων και από τα μνημεία της Ακρόπολης. Κατά την πρόσφατη υποβρύχια ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκαν δύο ανασκαφικές τομές κατά μήκος του σωζόμενου σκαριού του πλοίου.
Η πρώτη τομή έγινε κατά μήκος της τρόπιδας (καρένα) στη βόρεια πλευρά του, με στόχο τη μελέτη των κατασκευαστικών λεπτομερειών της. Εντοπίσθηκε το σημείο σύνδεσης των δύο τμημάτων της τρόπιδας σε σχήμα Ζ και διαπιστώθηκε, ότι τα φύλλα χαλκού που την κάλυπταν είχαν αναδιπλωθεί σε διάφορα σημεία, ενδεικτικό μάλλον του γεγονότος, ότι το πλοίο μετά τη βύθισή του σύρθηκε για κάποια μέτρα, έως ότου ακουμπήσει με την αριστερή πλευρά του στον πυθμένα.
Στο σημείο αυτό είχαν εγκλωβιστεί, ανάμεσα από τα μαδέρια και τα άλλα ξύλα, τμήματα σχοινιών από τον εξαρτισμό του πλοίου και άλλα μικροαντικείμενα που σχετίζονται με τη διαβίωση του πληρώματος και των επιβατών, όπως τμήματα από τις επωμίδες στρατιωτικής στολής, κατασκευασμένες από σύρμα, τμήματα ξύλινων επίπλων, καθώς και ένα χρυσό δαχτυλίδι με διακόσμηση από άνθη και κουκκίδες. Πανομοιότυπο δαχτυλίδι είχε ανελκυστεί κατά την έρευνα του 2019.
Η δεύτερη τομή ορίστηκε στο νότιο σωζόμενο τμήμα του πλοίου, κατά μήκος των νομέων και του πετσώματος. Ο στόχος ήταν να ελεγχθεί το σωζόμενο όριο του σκαριού, να γίνουν παρατηρήσεις και μετρήσεις στα ναυπηγικά στοιχεία του πλοίου και να αναζητηθούν τυχόν αντικείμενα που θα είχαν κυλήσει εκτός του σκαριού μετά τη βύθισή του. Η τομή κάλυψε σχεδόν όλο το σωζόμενο μήκος της νότιας απόληξης του σκαριού. Διαπιστώθηκε, ότι κάτω από το πέτσωμα του πλοίου, διατηρούνταν μεγάλα κομμάτια φύλλων χαλκού από την εξωτερική προστατευτική επιχάλκωσή του, το, δε, πέτσωμα σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση, αν και εμφανίζει σε διάφορα σημεία φθορές από ζώντες οργανισμούς.
Από τα ευρήματα που ανελκύσθηκαν ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο μεγάλα τμήματα σχοινιών, ένα εξάρτημα ναυτικού εξάντα και δύο χρυσά νομίσματα (δουκάτα) Ολλανδίας που εκδόθηκαν το 1777 και 1800 αντίστοιχα. Ιδιαίτερα σημαντικό εύρημα αποτελεί ο εντοπισμός της βάσης ενός θεοδόλιχου, έξω από το σκαρί του πλοίου. Κατά τη διάρκεια των εργασιών συντήρησής του διαπιστώθηκε ότι μπορεί να αναταχθεί τμήμα του τοπογραφικού οργάνου, συνδυάζοντας ευρήματα που προέρχονταν από παλαιότερες ανασκαφικές περιόδους του 2013 και 2015. Το αντικείμενο αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς στο πλοίο επέβαινε ο γνωστός τοπογράφος, περιηγητής και συλλέκτης αρχαιοτήτων, αξιωματικός του πυροβολικού της Μεγάλης Βρετανίας, William Martin Leake. Το όργανο κατά μεγάλη πιθανότητα ανήκε στον ίδιο και ίσως να είχε χρησιμοποιηθεί για τις εκτεταμένες αποτυπώσεις αρχαιοτήτων που πραγματοποίησε ο ίδιος στην Αττική, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.
Στην υποβρύχια έρευνα συμμετείχαν συνολικά 18 άτομα διαφόρων ειδικοτήτων και επιστημονικών εξειδικεύσεων, όπως αρχαιολόγοι, θαλάσσιοι βιολόγοι, εκπαιδευτές καταδύσεων, τοπογράφοι μηχανικοί, συντηρητές αρχαιοτήτων, τεχνικοί βυθού και συγκεκριμένα οι: Δρ. Σταυρούλα Βραχιονίδου, Δρ. Αλέξανδρος Τούρτας, Στέλλα Αργύρη, Πάνος Αθανασόπουλος (υποψήφιος Διδάκτωρ), Δρ. Κώστας Τοκμακίδης, Δρ. Κίμων Παπαδημητρίου, Δρ. Γιάννης Ίσσαρης, Βασίλης Τσιαΐρης (ΜΑ), Δρ. Ελπίδα Καραδήμου, Άρης Μιχαήλ, Χρύσα Φουσέκη, Ειρήνη Μάλλιου, Χρήστος Νιζαμίδης, Σπύρος Μουρέας, Μανώλης Τζεφρόνης, Μανουήλ Κουρκουμέλης.
Όπως είναι γνωστό, το μπρίκι «Μέντωρ», ιδιοκτησίας του Λόρδου Έλγιν, βυθίσθηκε λόγω κακοκαιρίας -μετά από πρόσκρουση σε βράχια- στον όρμο του Αγίου Νικολάου (έξω από το λιμάνι του Αβλέμονα) στα Ν.Α. Κύθηρα το 1802 ενώ μετέφερε μέρος των αρχαιοτήτων που είχαν αφαιρεθεί από την ομάδα του Λόρδου Έλγιν από τον Παρθενώνα, την Ακρόπολη και άλλα αρχαία μνημεία των Αθηνών.
Προορισμός του πλοίου ήταν η Μάλτα και από εκεί το πολύτιμο φορτίο θα μεταφερόταν στην Αγγλία. Το ναυάγιο δεν είχε θύματα, καθώς όλοι πρόλαβαν να εγκαταλείψουν τον «Μέντορα» εγκαίρως και με ασφάλεια. Όμως ο ανυπολόγιστος θησαυρός της Ακρόπολης με τα Γλυπτά του Παρθενώνα κατέληξε στον βυθό της θάλασσας.
Σύμφωνα με σύγχρονες μελέτες αρχαιολόγων και δυτών, το γεγονός ότι το πλοίο βούλιαξε σχεδόν αμέσως, βοήθησε να διασωθούν τα μάρμαρα. Το φορτίο ήταν τοποθετημένο μέσα σε 17 κιβώτια τα οποία παρασύρθηκαν μαζί με το σκαρί.
Ο Έλγιν όσο αδίστακτος και αποφασισμένος φάνηκε με την αρπαγή των Γλυπτών, άλλο τόσο οργισμένος και επίμονος έγινε για να ανασύρει τη «λεία» από τον βυθό της θάλασσας.
Επιστράτευσε τους καλύτερους «βουτηχτές» της εποχής από την Κάλυμνο για να αναλάβουν τη δύσκολη αποστολή της ανέλκυσης. Τα τεχνικά μέσα ήταν σχεδόν ανύπαρκτα και το μόνο που βοηθούσε τους δύτες της εποχής ήταν ότι το ναυάγιο βρισκόταν σε σχετικά μικρό βάθος (λίγο παραπάνω από 20 μέτρα).
Χρειάστηκαν να περάσουν τρία ολόκληρα χρόνια και ο Έλγιν να ξοδέψει μεγάλο μέρος της προσωπικής του περιουσίας για να φέρει το φορτίο στην επιφάνεια.