Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Ο «Χαμένος Παράδεισος» του Τζάιλς Μίλτον, μετά την πρώτη εμφάνισή του το 2008, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας σε επετειακή έκδοση για τα 100 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης -της μητρόπολης του μικρασιατικού Ελληνισμού· η μετάφραση είναι του Αλέξη Καλοφωλιά.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1922, το τουρκικό ιππικό μπήκε στη Σμύρνη, την πιο πλούσια και κοσμοπολίτικη πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην πόλη υπήρχε διάχυτος ο φόβος ότι ο νικηφόρος πια τουρκικός στρατός θα ξεσπούσε με παράφορο μένος στους κατοίκους της Σμύρνης. Η πραγματικότητα, όμως, διέψευσε και την πιο δυσοίωνη πρόβλεψη. Αυτό που συνέβη τις επόμενες δύο εβδομάδες έχει καταγραφεί ως ένα απ’ τα πιο φρικτά δράματα στην ιστορία του εικοστού αιώνα, το δράμα του ξεριζωμού χιλιάδων προσφύγων, των οποίων το αίμα κυλάει στις φλέβες πολλών σύγχρονων ελληνικών οικογενειών. Σχεδόν δύο εκατομμύρια άνθρωποι έπεσαν θύματα μιας τρομακτικής, σε βιαιότητα και έκταση, καταστροφής.
Στο κεφάλαιο «Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 1922», διαβάζουμε: «Μέχρι σήμερα, οι περισσότεροι Τούρκοι ιστορικοί επιμένουν να υποστηρίζουν ότι η φωτιά –η οποία δεν θα αργούσε να λάβει τρομακτικές διαστάσεις- ήταν πράξη σαμποτάζ των Ελλήνων και των Αρμενίων. Όμως υπάρχουν πλήθος αμερόληπτων περιγραφών οι οποίες πιστοποιούν το γεγονός ότι ο τουρκικός στρατός έβαλε εσκεμμένα φωτιά στη Σμύρνη. […]
Η προκυμαία της Σμύρνης είχε πράγματι γίνει η σκηνή μιας αξιοδάκρυτης ανθρώπινης δυστυχίας. Με μήκος σχεδόν τρία χιλιόμετρα –και πλάτος μεγαλύτερο από εκείνο ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου-, μπορούσε να χωρέσει εκατοντάδες χιλιάδες άστεγους ανθρώπους. Η μεταμόρφωσή της σε αυτοσχέδιο στρατόπεδο προσφύγων υπήρξε ταχύτατη και δραματική. Λίγες μόνο μέρες νωρίτερα, την προκυμαία δονούσαν οι ήχοι από τσιγγάνικες ορχήστρες και φιλαρμονικές. Τώρα, η χαρά είχε αντικατασταθεί από τη δύσοσμη αθλιότητα. Οι ίδιοι άνθρωποι που μόλις πρόσφατα, φορώντας τα καλά τους, περνούσαν τα βράδια τους βολτάροντας πάνω κάτω είχαν τώρα καταλύσει στον ανοιχτό χώρο, με κάθε έννοια ιδιωτικότητας παραβιασμένη και χωρίς προμήθειες.
Όταν έπεσε το σκοτάδι εκείνη την τρομερή Τετάρτη, η προκυμαία ήταν ασφυκτικά γεμάτη από σχεδόν μισό εκατομμύριο πρόσφυγες. Αυτοί αντιμετώπιζαν τον πραγματικό κίνδυνο να καούν ζωντανοί, γιατί τώρα η φωτιά είχε φτάσει στην προκυμαία –μια ανυπόφορη, πανίσχυρη κάψα που μεταδιδόταν από κτίριο σε κτίριο λόγω της ακατάσχετης χρήσης βενζίνης. […] Η ζέστη ήταν τέτοια, ώστε τα παλαμάρια όσων πλοίων βρίσκονταν κοντά στις αποβάθρες άρχισαν να καίγονται. Όλα τα σκάφη απομακρύνθηκαν περίπου διακόσια πενήντα μέτρα από την προκυμαία, αλλά η κάψα εξακολουθούσε να είναι ανυπόφορη.
“Οι φλόγες ανέβαιναν όλο και ψηλότερα” γράφει ο Οράν Ρέιμπερ, ένας τουρίστας που είχε φτάσει στη Σμύρνη πριν από λίγες μόλις ημέρες. “Τα ουρλιαχτά του αλλόφρονος πλήθους στην προκυμαία ακούγονταν σε απόσταση ενάμισι χιλιομέτρου. Μπορούσες να διαλέξεις ανάμεσα σε τρεις τρόπους θανάτου: τη φωτιά που μαινόταν πίσω σου, τους Τούρκους που περίμεναν στα σοκάκια και τη θάλασσα που ανοιγόταν μπροστά σου… στη σύγχρονη ιστορία, ίσως τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τη νύχτα της 13ης Σεπτεμβρίου στη Σμύρνη».
Η έκδοση συνοδεύεται από νέο Πρόλογο του συγγραφέα, γραμμένο στο Λονδίνο το 2022. Εκεί, μεταξύ άλλων, ο Μίλτον γράφει: «Όταν κυκλοφόρησε η αμερικανική έκδοση του “Paradise Lost”, μου ζητήθηκε να αναλάβω μια περιοδεία διαλέξεων στις Ηνωμένες Πολιτείες. […] Όπου πήγαινα, αντιμετώπιζα μία γνώριμη επωδό: “Αυτό που συνέβη στη Σμύρνη ήταν τόσο επώδυνο, τόσο τραυματικό, που οι παππούδες μας αρνούνταν ακόμα και να μιλήσουν γι’ αυτό”. Προτιμότερο να θάβεις το παρελθόν, παρά να διαιωνίζεις το τραύμα, περνώντας το στις νεότερες γενιές. Αυτοί οι απελπισμένοι επιζήσαντες ποτέ δεν μίλησαν για τους αγαπημένους τους που σφαγιάστηκαν στα χωριά έξω από τη Σμύρνη. Έθαψαν μέσα τους τον πόνο για την απώλεια των σπιτιών τους, των κειμηλίων τους, των οικογενειακών πορτρέτων και των πολύτιμων υπαρχόντων τους. Ποτέ δεν ανέφεραν τις τραυματικές σκηνές που σίγουρα θα βίωσαν στην προκυμαία της Σμύρνης. Και, βεβαίως, δεν επέστρεψαν ποτέ για να επισκεφθούν την πρόσφατα αναγεννημένη (και κατηγορηματικά τουρκική) πόλη της Σμύρνης, ακόμα και όταν μία επαναπροσέγγιση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας καθιστούσε κάτι τέτοιο πολιτικά εφικτό.
Όχι· από τότε που αναχώρησαν από τη φλεγόμενη κόλαση της Σμύρνης, το 1922, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ξεχάσουν αυτό το κεφάλαιο των ζωών τους, κλείνοντας την πόρτα σε γενιές ολόκληρες ιστορίας, μνήμης και εμπειρίας. Και έτσι –εξουθενωμένοι και καταρρακωμένοι- ξανάρχισαν τη ζωή τους σε νέους τόπους και ανοίκειες κουλτούρες. […]
Έναν αιώνα μετά την καταστροφή του 1922, υπάρχουν απόγονοι Σμυρνιωτών διάσπαρτοι σε όλη την υφήλιο. Ελπίζω ότι αυτή η αναμνηστική έκδοση του “Χαμένου Παραδείσου” θα επιτρέψει σε μια νέα γενιά να μάθει περισσότερα για το παρελθόν της και θα της προσφέρει μία κλεφτή ματιά στην κοσμοπολίτικη αίγλη που κάποτε χαρακτήριζε τη Σμύρνη».