Αρχικά σε ιντριγκάρει ο τίτλος*. Ένας γρίφος, ένα αίνιγμα που σε προκαλεί να το λύσεις. Και ύστερα, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης μια έκπληξη, μια δαιμονιώδης αγωνία να πας παρακάτω, μια αναγνωστική απόλαυση.
Η δράση είναι μια Οδύσσεια που εξελίσσεται στην Αθήνα μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, μια παραμονή Πρωτοχρονιάς (ένα από τα πολλά σύμβολα του βιβλίου). Ποιας ακριβώς, ο συγγραφέας δίνει στοιχεία για να το ανακαλύψει μόνος του ο αναγνώστης. Πρωταγωνιστές ανήλικοι ασυνόδευτοι πρόσφυγες, μια ομάδα νεοναζί, μια αλβανίδα πόρνη, δύο αστυνομικοί, δύο παππούδες – απομεινάρια του εμφύλιου, ο ένας βασιλικός και ο άλλος αντάρτης πολιτικός πρόσφυγας – κολλητοί φίλοι πλέον, χωρίς να ξέρουν και οι ίδιοι τι είναι αυτό που τους δένει και που θα το μάθουν λίγο πριν το τέλος με έναν αριστουργηματικό τρόπο, και μαζί ο γιός του ενός που γεννήθηκε στη Βουλγαρία, σπούδασε και ήρθε στην πατρίδα, ο Βλαδίμηρος, που φροντίζει τα προσφυγάκια.
Ο Φραγκάκης συμπλέκει και ανακατεύει με μαεστρία τα υλικά και τους ήρωες, όλες οι τροχιές διασταυρώνονται, όλοι οι ήρωες σχετίζονται και συγκρούονται, για να οδηγηθούμε σε ένα μεγαλειώδες φινάλε γεμάτο δραματική ένταση, ανθρωπιά, συγκίνηση. Και λέω μαεστρία γιατί ενώ είναι το πρώτο του μυθιστόρημα δίνει την εντύπωση σαν να το έχει ξανακάνει αυτό πολλές φορές, πράγμα που αληθεύει εν μέρει αν συνυπολογίσει κανείς την θητεία του σαν συγγραφέας πολλών σεναρίων και δύο θεατρικών έργων.
Η δράση, εξωτερική και εσωτερική – ψυχολογική, είναι κινηματογραφική, θα έλεγα προσιδιάζει στον Ταραντίνο, εξελίσσεται με διαρκή μπρος-πίσω μέσα στο εικοσιτετράωρο, σε έναν κατακερματισμένο χρόνο αφήγησης όπως και οι ζωές των ηρώων, με ρυθμούς και μοντάζ που κατέχει αφού είναι δοκιμασμένος σκηνοθέτης. Ένα μυθιστόρημα που ισορροπεί τις καταστάσεις ανάμεσα στο δράμα, τη φρίκη της βίας, του φασισμού, του ρατσισμού, το χιούμορ, τον σαρκασμό, την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη. Έχεις την εντύπωση πως παρατηρείς τεκτονικές πλάκες που συγκρούονται και συνθλίβονται προκαλώντας τεράστια ρήγματα απ’ όπου εκρέει μάγμα. Οι χαρακτήρες της ιστορίας στέρεοι και αληθινοί, πνιγμένοι στις αντιφάσεις.
Ο Φραγκάκης δημιουργεί εντάσεις και υφέσεις στην δραματουργία του, ξέρει να κορυφώνει την φρίκη και αμέσως μετά να αποσυμφορίζει την κατάσταση, να εκτονώνει την ένταση. Η γλώσσα του παίρνει πολλές μορφές. Άλλοτε ρέει με τον τρόπο του προφορικού λόγου, άλλοτε με τον άναρχο τρόπο της σκέψης, άλλοτε είναι στοχαστική ή ποιητική, άλλοτε δανείζεται φράσεις μεγάλων στοχαστών που όμως εντάσσονται αρμονικά στη ροή, λόγω της καλλιέργειας αυτών που τις χρησιμοποιούν. Είναι στιγμές που δεν διστάζει να βουτηχτεί στην χυδαία περιθωριακή γλώσσα όταν μιλούν αυτού του είδους χαρακτήρες. Οι διάλογοι είναι άλλο ένα ατού του βιβλίου. Σπάνια συναντάμε τέτοιους φυσικούς, έξυπνους και ρεαλιστικούς διαλόγους. Η γλώσσα κάθε ήρωα είναι απόλυτα ταιριαστή με τον χαρακτήρα του.
Ένα μυθιστόρημα σκληρό, τρυφερό, συγκινητικό, με χιούμορ. Για ανθρώπους που «δεν χωρούν πουθενά». Με μάσκες. Σχεδόν όλοι οι ήρωες του τις χρησιμοποιούν για να κρυφτούν από την ταυτότητά τους. Το όνομά τους, το χαρακτήρα τους, το θρήσκευμά τους. Και βέβαια και ο ίδιος ο αφηγητής είναι κρυμμένος και δεν αποκαλύπτεται παρά μόνο στο τέλος.
Λίγο πριν το φινάλε, ο κινηματογράφος παραχωρεί την θέση του στο θέατρο για την κορύφωση του δράματος σε ένα νοσοκομείο – καθόλου τυχαία η επιλογή του χώρου – όπου όλοι οι κατατρεγμένοι προσφεύγουν να θεραπεύσουν τις πληγές τους, και σε αυτή την μεγάλη σκηνή θα συντελεστεί η λύση. Στον Φραγκάκη δεν υπάρχει κάθαρση στα βιβλία αλλά στη ζωή, άρα επαφίεται στον αναγνώστη να την επιφέρει.
Στα υπέρ του βιβλίου και τα αποσπάσματα από την Οδύσσεια που κοσμούν (και πάλι επειδή υπάρχει συνάφεια) την προμετωπίδα αρκετών κεφαλαίων. Εξαιρετική η απόδοσή τους από τον συγγραφέα.
Το θέμα, οι ρυθμοί, ο χειρισμός των προσώπων, των καταστάσεων και η γλώσσα του, κάνουν τις Μαρίκες ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί και ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της δεκαετίας.
* Κριτική του βιβλίου από τον Άλκη Αναγνωστάκο
(Εκδόσεις της Εστίας)