Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής παρουσιάζει το νέο έργο του Μιχάλη Βιρβιδάκη «Επαρχία», σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα.
Ελληνική επαρχία. Παραμονές Χριστουγέννων. Μια παρέα νέων σχεδιάζουν το κόλπο της ζωής τους. Να ληστέψουν μια τράπεζα. Με έναν τρόπο που δεν το επιχείρησε ποτέ κανείς μέχρι σήμερα. Με έναν τρόπο που φανερώνει τα σημεία των καιρών. Δολοπλοκίες, αρρωστημένοι έρωτες, ναρκωτικά, χρήμα, παιχνίδια εξουσίας… Με φόντο τις λάσπες και τις λακκούβες των επαρχιακών δρόμων, ο Μιχάλης Βιρβιδάκης στήνει τον καμβά μιας παράξενης μαύρης κωμωδίας που διερευνά τις σχέσεις περιθωρίου και κράτους στην ταραγμένη εποχή μας.
Ο σκηνοθέτης της παράστασης, Γιώργος Σκεύας, μίλησε μαζί μας.
Θα θέλατε να μας συστήσετε το έργο;
«Είναι μια μαύρη κωμωδία που σχολιάζει τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα σε μία επαρχιακή πόλη, με τρόπο χιουμοριστικό αλλά και έντονα καυστικό. Παρακολουθούμε μια παρέα τριών νέων, οπαδών της τοπικής ομάδας, οι οποίοι σχεδιάζουν τη ληστεία μιας τράπεζας. Είναι ο Ίγκι (Τάσος Λέκκας), ένα παπαδοπαίδι που διακινεί ναρκωτικά και ξέρει όλα τα τροπάρια απ’ έξω, ο Γαβρίλης (Απόστολος Καμιτσάκης), ο ιθύνων νους της ληστείας και διανοούμενος της παρέας, και ο Σάκης (Δημήτρης Αποστολόπουλος), που βρίσκεται σε ρήξη με τον πατέρα του, τον Αλέξανδρο (Νίκος Αρβανίτης), δικηγόρο και βουλευτή της περιοχής. Παράλληλα παρακολουθούμε την ιστορία του Μάκη (Ορέστης Τζιόβας), ενός αστυνομικού, ο οποίος έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τον Ίγκι, και της πρώην φίλης του, της Βούλας (Δήμητρα Βήττα). Το πρόσωπο κλειδί, που συνδέει την πλοκή και τους χαρακτήρες, είναι η Όλα (Γρηγορία Μεθενίτη), μία πόρνη, η οποία κουβαλά το δράμα της πατρικής κακοποίησης».
Κάποια σκέψη, κάποιο συναίσθημα από την πρώτη επαφή σας με το κείμενο;
«Όταν πρωτοδιάβασα το κείμενο του Μιχάλη, βρήκα πολύ ενδιαφέροντες και αναγνωρίσιμους τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις που θίγει το έργο. Αυτό που με γοήτευσε στο κείμενο, είναι ο συνδυασμός μιας ρεαλιστικής, αλλά ταυτόχρονα, έντονα ποιητικής γραφής».
Πού εστίασε η σκηνοθετική σας προσέγγιση;
«Στο να διαβαστεί σκηνοθετικά με σαφή και παραστατικό τρόπο αυτή η ιδιαίτερη γραφή, που σας περιέγραψα πριν. Έγινε πολλή δουλειά με τους ηθοποιούς πάνω στον λόγο, τη γλώσσα του κειμένου, και τον τρόπο που αυτή η γλώσσα “μεταφράζεται” υποκριτικά και κινησιολογικά επί σκηνής. Έκανα εγώ ο ίδιος τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης, προσπαθώντας να ζωντανέψω τις αισθήσεις και τις εικόνες που γεννήθηκαν μέσα μου, διαβάζοντας το κείμενο. Η ίδια σκηνοθετική κατεύθυνση ακολουθήθηκε και στους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, με το ημίφως και το “πλανάρισμα” των σκηνών, αλλά και στη μουσική της Σήμης Τσιλαλή με τον ιδιαίτερο, ροκ χαρακτήρα, που συνδέει δομικά και δραματουργικά όλα τα πρόσωπα και τις σκηνές αυτού του σπονδυλωτού έργου».
Μια αγαπημένη σας ατάκα, κάποια λόγια από το έργο;
«“Η ζωή είναι μικρή και εδώ στην επαρχία ακόμα μικρότερη”».
Ελληνική επαρχία· σκέψεις που σας έρχονται πρώτες στο άκουσμά της; «Γεννήθηκα στην επαρχία, και έζησα εκεί ως τα δεκαοκτώ μου. Η ζωή στην επαρχία είναι ταυτισμένη με την παιδική και την εφηβική μου ηλικία».
Να έρθουμε και στην πρωτεύουσα; Κάτι που, αν μπορούσατε, θα αλλάζατε σ’ αυτήν;
«Με ενοχλεί ο πολύς χρόνος που χάνεται καθημερινά στις μετακινήσεις μέσα στην πόλη».
Και κάτι που σας αρέσει, που αγαπάτε στην Αθήνα;
«Αγαπώ το αττικό φως· ιδιαίτερα το καλοκαίρι».
Κάποιο σχόλιό σας για τον σύγχρονο Έλληνα;
«Δυσκολεύομαι να σχολιάσω. Είμαι κι εγώ ένας σύγχρονος Έλληνας».
Να κλείσουμε με μια ευχή σας;
«Εύχομαι το τέλος της πανδημίας να μας βρει πιο δυνατούς, και έτοιμους να αντιμετωπίσουμε τα πολλά δεινά που συμβαίνουν γύρω μας».