Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Το εμβληματικό «Μάκιναλ» της Σόφι Τρέντγουελ, έργο εμπνευσμένο από πραγματική δικαστική υπόθεση στις ΗΠΑ και γραμμένο το 1928, παρουσιάζει η ομάδα ΠΥΡ, στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου [Αντισθένους και Θαρύπου, Αθήνα].
Αν και πολυπρόσωπο στη σύλληψη, είναι ουσιαστικά ένα έργο με δύο πρόσωπα: μια Πόλη και μια Γυναίκα. Η Πόλη αποκτά υπόσταση μέσα από δεκάδες χαρακτήρες, που συνιστούν τελικά μία οντότητα, μια κοινωνική μηχανή που ορίζει και ομογενοποιεί τις ζωές και τον ψυχισμό όλων. Η Γυναίκα, παρά την αδιάκοπη λειτουργία της μηχανής, τολμά να ονειρευτεί την ελευθερία. Η μηχανή όμως εξαφανίζει τις παρεκκλίσεις, καταπίνει τις παρορμήσεις, σβήνει τις εξάρσεις. Η μηχανή είναι ικανή να μετατρέψει ένα ανθρώπινο όνειρο σε μια τερατώδη πράξη.
Το «Μάκιναλ» αφηγείται τη συντριβή ενός πλάσματος, που από ένστικτο θέλησε στη ζωή του κάτι διαφορετικό από όσα του έμαθαν να θέλει· αφηγείται μια ιστορία, για το τέλος του πολιτισμού.
Με αφορμή την παράσταση, στην οποία πρωταγωνιστεί, ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος μίλησε μαζί μας.
Τι προσέλκυσε τη συμμετοχή σας στην παράσταση;
«Πρώτα από όλα οι συνεργάτες, οι οποίοι είναι εξαιρετικοί. Με τους περισσότερους γνωριζόμαστε και υπάρχει αλληλοεκτίμηση. Είναι πολύ σημαντικό αυτό, όταν ξεκινάω να κάνω κάτι.
Από την άλλη το “Μάκιναλ” είναι πραγματικά ένα εξαιρετικό έργο. Όταν με πήρε τηλέφωνο η Ιώ Βουλγαράκη και μου το έδωσε να το διαβάσω, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι γράφτηκε πριν εκατό χρόνια. Η δραματουργική δομή του είναι τόσο σύγχρονη, σαν να γράφτηκε κυριολεκτικά σήμερα. Ήταν, λοιπόν, διπλή η χαρά μου· και γι’ αυτό ακριβώς, είπα αμέσως: ναι».
Είναι κάτι που δεν διακρίνατε εξαρχής, μα ανακαλύψατε για το «Μάκιναλ» μέσα από τις πρόβες;
«Αυτό που ανακάλυψα στο “Μάκιναλ” καθώς οι πρόβες προχωρούσαν, είναι τη σπουδαία σκιαγράφηση μιας τραγικής ηρωίδας. Ενός κοριτσιού εν προκειμένω. Και αυτή η έννοια της τραγικότητας συνίσταται ακριβώς στο ότι αυτό το κορίτσι, δεν μπορεί να ξεφύγει, από αυτό που την περιβάλλει. Η κοινωνική της μοίρα είναι προδιαγεγραμμένη. Και αδιάρρηκτη. Αν θέλει να ξεφύγει θα τιμωρηθεί. Όχι από κάποιον Θεό. Από τη μηχανή και το σύστημα μέσα στο οποίο είναι ασφαλισμένη. Το γρανάζι δεν σπάει. Η ελευθερία πληρώνεται με θάνατο».
Ποια είναι η αγαπημένη σας σκηνή και γιατί;
«Το “Μάκιναλ” χωρίζεται από τη Σόφι Τρέντγουελ σε 9 επεισόδια – σκηνές. Σε κάθε μία από αυτές προσδίδει έναν τίτλο. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις κάποια, γιατί είναι όλες πολύ καλογραμμένες. Αλλά αφού πρέπει να το κάνω θα έλεγα τη σκηνή 6, με τον τίτλο επαφή – intimate. Είναι η μοναδική σκηνή, που το κορίτσι -το οποίο είναι και το κεντρικό πρόσωπο του έργου- έχει μία πραγματική, μία ουσιαστική επαφή με κάποιον. Με έναν άντρα. Μέσα από αυτόν γνωρίζει τι είναι πραγματικά ο έρωτας και η ανάγκη για επαφή, σωματική αλλά και πνευματική. Μια στιγμή ειλικρίνειας, σ’ έναν ψεύτικο κόσμο. Μια ρωγμή απαραίτητη – να περάσει λίγο φως. Γιατί όταν η στιγμή περάσει, η κατάσταση επιστρέφει πιο ζοφερή. Η μηχανή επιστρέφει και χρειάζεται “καύσιμη” ύλη».
Πόσο επίκαιρο είναι αυτό το έργο σήμερα;
«Νομίζω πως εδώ ακριβώς μπορούμε να ανιχνεύσουμε μία βασική αρετή του έργου. Τόσο η δραματουργική του δομή, όσο και ο τρόπος με τον οποίον αναπτύσσεται η θεματική του, φανερώνουν πώς η Τρέντγουελ είχε μία πραγματικά οξυδερκή μάτια για την εποχή της -την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης. Θα έλεγε κάνεις πως στην ουσία ήταν ήδη αρκετά χρόνια μπροστά από αυτήν, λειτουργώντας κατά κάποιον τρόπο προφητικά.
Τώρα πια, διανύοντας την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, βιώνουμε, στην πραγματικότητα, τις επιπτώσεις που αυτή έχει επιφέρει από την πρώτη της κιόλας εμφάνιση στους ανθρώπους. Άνθρωποι πιο μόνοι από ποτέ, ανελεύθεροι, σκλάβοι του διαδικτύου και των social media, άνθρωποι χωρίς χρόνο να σκεφτούν, να γευτούν, να ακούσουν, να συναισθανθούν, και εν τέλει ν’ αγαπήσουν. Κι αν θέλουμε να ’μαστε ακόμα πιο επίκαιροι εντάσσοντας και την περίοδο της πανδημίας, θα έλεγα άνθρωποι που τους απαγορεύεται η κοινωνική επαφή, η επαφή γενικότερα.
Η πορεία του κοριτσιού στο “Μάκιναλ”, δεν φωτογραφίζει απλώς τον ρόλο της γυναίκας που καταπιέζεται από μία κοινωνική μηχανή, γρανάζια της οποίας είμαστε στην ουσία όλοι, αλλά και την πορεία οποιουδήποτε ανθρώπου, που νιώθει και αισθάνεται διαφορετικά, που θέλει απλά να σταματήσει για λίγο. Να βγει απ’ τη μηχανή, ν’ αναπνεύσει· κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Κάτι τέτοιο, όπως γνωρίζουμε πολύ καλά σήμερα, δεν είναι επιτρεπτό από το σύστημα. Μπορεί να το πληρώσεις με την ίδια σου τη ζωή. Και η απουσία του Θεού, όπως αυτή μπορεί να καθρεφτίζεται, μέσα από τα έργα και τις πράξεις των ανθρώπων, δημιουργεί μια μοιραία παράλογη απαίτηση. Ζητάμε από τον Θεό να δείξει έλεος για έναν εγκληματία, που εμείς στην ουσία σπρώξαμε το χέρι του στο έγκλημα. Η μηχανή όμως δεν έχει σκέψη. Η μηχανή είναι τυφλή. Η μηχανή είμαστε εμείς».
Στην πανδημία προστέθηκε και ο πόλεμος· ποιος είναι ο ρόλος του θεάτρου αυτή τη δύσκολη χρονική περίοδο που διανύουμε;
«Ο ρόλος του θεάτρου, κατά τη γνώμη μου, ήταν και είναι πάντα ο ίδιος. Από τις απαρχές του έως σήμερα. Είναι μία ζωντανή αλλά και ιδιότυπη συνομιλία λίγων ή περισσότερων ανθρώπων, που έχει τον χαρακτήρα της τελετής, της ιερότητας που απορρέει από αυτήν, αλλά και της γιορτής. Δεν λέω βέβαια πως αυτό συμβαίνει πάντα. Λέω πως, κατά τη γνώμη μου, έτσι θα έπρεπε να είναι.
Το θέατρο είναι μία ζωτικής σημασίας ανάγκη για πολλούς ανθρώπους, και αυτό φαίνεται τώρα που η πανδημία υποχωρεί, και ο κόσμος έχει τόσο πολλή ανάγκη να επιστρέψει στο θέατρο και να νιώσει ξανά ασφαλής.
Όσοι θέλουν να πιστεύουν πως το θέατρο δεν είναι βασική ανάγκη του ανθρώπου, κατά τη γνώμη μου, απλά φοβούνται τη δύναμή του.
Όπως ακριβώς φοβάσαι, καμιά φορά, να κοιταχτείς στον καθρέφτη. Γιατί δεν ξέρεις τι θα αντικρίσεις. Γιατί θέλει θάρρος. Το θέατρο θα πρέπει να παραμείνει, και νομίζω πως θα το κάνει, ένας χώρος ελευθερίας, ένας χώρος αγωγής της ψυχής, μια ελπίδα πως ο πολιτισμένος άνθρωπος, είναι ακόμα εδώ».
Κάποια μελλοντικά σας σχέδια;
«Τα μελλοντικά μου σχέδια είναι να μην χάσω εμένα. Κι ό,τι εγώ… νομίζω πως είμαι, να γίνει καλύτερο. Για να μπορώ πραγματικά κάτι να προσφέρω.
Αλλά ας πούμε πως, παράλληλα με το “Μάκιναλ”, παίζω ακόμα στην “Παγίδα” του Ρομπέρ Τομά, μια παράσταση γνήσιο τέκνο πανδημίας, η οποία θα συνεχίσει και του χρόνου για δεύτερη σεζόν. Παράλληλα δουλεύω πάνω σε κάτι που θα παντρεύει το θέατρο με μια άλλη τέχνη, που για ευνόητους λόγους δεν θα αναφέρω εδώ, και που αν υλοποιηθεί μέσα στον επόμενο χρόνο, θα είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο».
Ταυτότητα Παράστασης
Μετάφραση: Αργύρης Ξάφης
Σκηνοθεσία – Δραματουργική επεξεργασία: Ιώ Βουλγαράκη
Σκηνικό-Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Μουσική: Νίκος Γαλενιανός
Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Πάσχου
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Έφη Χριστοδουλοπούλου
Ερμηνεύουν: Δέσποινα Κούρτη, Δημήτρης Γεωργιάδης, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Εμμανουήλ Κοντός, Κατερίνα Νταλιάνη, Αργύρης Ξάφης, Μαρία Σαββίδου