Skip to main content

Οι ταινίες της εβδομάδας – Ή αλλιώς «Για τους νοσταλγούς της αίθουσας». Υπερβολή; Μα προς τα’ κει οδεύει η κατάσταση

Του Άκη Καπράνου

Στη λίστα των ταινιών αυτής της εβδομάδας, δύο συγκεκριμένες (το καλό horror « και το πολύ διασκεδαστικό «Copshop») θα κερδίσουν πολύ εύκολα το κοινό στο οποίο απευθύνονται, αν αυτό φυσικά τους δώσει την ευκαιρία – και δεν μιλάμε για ένα μικρό κοινό. Τρία χρόνια πριν, θα γέμιζαν τις αίθουσες. Και θα υπήρχε χώρος για μια έκπληξη, σαν την «Αγία Έμυ» της Αρασέλης Λαιμού. Σημειώστε πάντως πως βγαίνει επίσης το φιλμ «16 φορές άνοιξη» της Σουζάν Λιντόν ενώ τη Δευτέρα θα προβληθεί και το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ των Χρήστου Πασσαλή & Σύλλα Τζουμέρκα «Η Πόλη και η Πόλη»

Διεφθαρμένοι και αποφασισμένοι:

Σκοτώνοντας τον παλιό κόσμο, στο «Χ» του Τι Γουέστ

Ο τρόμος και το αίμα φέρνουν χρήμα στα ταμεία, το «Χ» όμως, που κάνει σήμερα την έξοδο του στις αίθουσες, έρχεται να προσθέσει και κάτι παραπάνω στην όλη εμπειρία. Ομολογουμένως ακολουθεί ένα ρεύμα κι αυτό: οι Αμερικάνοι το αποκαλούν «elevated horror» αλλά, μεταξύ μας, ο ορισμός μοιάζει περισσότερο με τέχνασμα της παραγωγού εταιρίας Α24, υπεύθυνης επίσης για το «Μεσοκαλόκαιρο» και τον «Φάρο». Και δεν μας απασχολεί προσωπικά εμάς, που δεν πιστεύουμε σε «κατώτερα» κινηματογραφικά είδη.

Το στόρι προσχηματικό: Η παρέα που στήνει μια ταινία πορνό στο απόμακρο αγρόκτημα ενός ηλικιωμένου (και μάλλον διαταραγμένου) ζεύγους θα έχει προκαθορισμένο τέλος, και αυτό το ξέρουμε πριν καν ξεκινήσει το «Χ» του Τι Γουέστ. Επειδή λοιπόν ο Γουέστ είναι μεγάλος θιασώτης του είδους, ξεμπερδεύει με τις τυπικότητες από το πρώτο πλάνο: Το αγρόκτημα, ο τόπος του εγκλήματος, σπαρμένος με κατακρεουργημένα πτώματα. Η ταινία που ακολουθεί δεν είναι παρά ένα flashback 100 λεπτών.

Στα 100 αυτά λεπτά ο Γουέστ ξαναπιάνει το νήμα από την αρχή: Η ταινία του διαδραματίζεται το έτος 1979. Έχουν προηγηθεί δηλαδή ο Μάριο Μπάβα του «Σφαγή στο ακρογιάλι της ηδονής» (1971), ο Γουες Κρέιβεν του «Last house on the left» (1972), ο Τομπ Χούπερ του «Σχιζοφρενή Δολοφόνου με το πριόνι», αλλά και οι Ευρωπαίοι Ντάριο Αρτζέντο και Λούτσιο Φούλτσι. Γιατί τους ανέφερα όλους αυτούς μονοκοπανιά; Μα ο Γουέστ στήνει εδώ μικρά δωράκια, σαν homage που θα έλεγαν οι Γάλλοι θεωρητικοί, σε κάθε έναν απ’ αυτούς. Με εξαίρεση τον Αρτζέντο δε (στον οποίο παραπέμπει δια του αναπάντεχου στυλιζαρίσματος μιας συγκεκριμένης σεκάνς), αναπαράγει με αδιανόητα γεωμετρική ακρίβεια συγκεκριμένα κάδρα σε κρίσιμες στιγμές: Όταν, για παράδειγμα, μια μοναδική αχτίδα φωτός χτυπά το δεξί μάτι του Μάρτιν Χέντερσον, το ντεκουπάζ μας υπενθυμίζει τη σκλήθρα που διαπερνά εκείνο της Όλγας Καρλάτου στο «Zombie» του Φούλτσι (ο δε Γουέστ μας επιβεβαιώνει, αλλά με ένα twist).

Το «Χ» είναι γεμάτο με τέτοιες αναφορές-καρμπόν και αυτό φυσικά θα μπορούσε να μη σήμαινε και τίποτα αναφορικά με την κινηματογραφική του αξία. Ο Γουέστ όμως είναι πολύ έξυπνος: Ξέρει ακριβώς γιατί το κάνει. Βλέπετε, οι Αμερικάνοι ανανεωτές του Φανταστικού που προαναφέρθηκαν, ουσιαστικά υπερθεμάτιζαν την περιρρέουσα απελπισία της εποχής τους. Εξ’ ου και το γκροτέσκο των εικόνων τους. Οι δολοφονίες της οικογένειας Μάνσον, ο πόλεμος στο Βιετνάμ καθώς και το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, για να αναφέρουμε μόνο τα βασικά, είχαν θέσει οριστικό τέλος στα όνειρα του χιπισμού για ειρήνη και ελεύθερο έρωτα. Είχαν κάθε λόγο να είναι αιματηρές αυτές οι ταινίες: Ήταν οργισμένες. Οι δε Ευρωπαίοι, κατά κοινή τους ομολογία, έβλεπαν στο splatter μια μορφή αυθάδειας απέναντι στην Καθολική Εκκλησία. Ο Αρτζέντο μάλιστα το έχει παραδεχτεί και στον γράφοντα. Και ο Γουέστ στρέφεται απέναντι και στην οργανωμένη θρησκεία καθώς στήνει με μεγάλη μέριμνα τα ζουμερά φονικά του.

Το μεγάλο του κόλπο όμως είναι αλλού: Με τη δράση τοποθετημένη στο 1979, δηλαδή στο ναδίρ του ανανεωτικού εκείνου ρεύματος του Τρόμου όπου όλη αυτή η απελπισία έχει πια εκφραστεί (κοινωνικά – άρα και κινηματογραφικά, δεν πάει αντίστροφα αυτή η σχέση), οι ήρωες του «Χ» είναι πλέον αποφασισμένοι να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους, και να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν με αυτή. Περισσότερο δε όλων η Μαξίν, η ηρωίδα που ενσαρκώνει η Μία Γκοθ. Οι πράξεις της λοιπόν, καθώς έρχεται αντιμέτωπη με το ηλικιωμένο ζευγάρι που στρέφεται εναντίον τους, μπορεί να λαμβάνουν χώρα το 1979, αντηχούν όμως τη σημερινή κοινωνική οργή των νέων θεατών (από πάντα το target group του Φανταστικού) για τα ματαιωμένα όνειρα ενός αιώνα στον οποίο όλοι προσβλέπαμε. Έρχονται δηλαδή για να υπερθεματίσουν την απελπισία της δικής μας εποχής.

Και γι’ αυτό το «Χ» είναι μια πραγματικά καλή ταινία τρόμου. Σπανίζουν.

Ένοχοι και «Μάρτυρες»:

Αναζητώντας ταυτότητα, στην «Αγία Έμυ» της Αρασέλης Λαιμού

Μονάχα η ελληνική βιντεοπαραγωγή έδειξε ένα ενδιαφέρον για την Φιλιππινέζικη κοινότητα, και αυτό ήταν για να σπάσει πλάκα (αναφέρω τον ενδεικτικό τίτλο «Τι είδε η Φιλλιπινέζα» του 1988 σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη), λες και δεν κρύβεται μια πιο ενδιαφέρουσα ιστορία πίσω από κάθε ξεριζωμό. Αυτή όμως δεν είναι μια κουβέντα για τα αργά αντανακλαστικά του κινηματογράφου μας, αλλά για την «Αγία Έμυ» της Αρασέλης Λαιμού, μια ξεχωριστή περίπτωση ταινίας που μας συστήνει με ένα μεγάλο ταλέντο.

Δυο αδελφές, η Έμυ και η Τερέζα, ζουν και εργάζονται στον Πειραιά, μέλη της κλειστής κοινότητας των Φιλιππινέζων Χαρισματικών Καθολικών της πόλης, που αγκαλιάζουν μεν την δεύτερη, στέκονται όμως επιφυλακτικά απέναντι στην Έμυ. Ο λόγος; Μοιάζει να διαθέτει τα ίδια μεταφυσικά χαρίσματα με τη μητέρα της. Όταν κλαίει, αντί για δάκρυα βγαίνει αίμα. Για εκείνους, είναι το παιδί μιας μάγισσας. Και η ίδια αναζητά τη δική της ταυτότητα σε έναν εχθρικό κόσμο – μια ταυτότητα που εντέλει θα ορίσει και το πεπρωμένο της.

Από τα πρώτα λεπτά της ταινίας βυθιζόμαστε σε ένα σύμπαν που ναι, γνωρίζαμε την ύπαρξη του, δεν το είχαμε δει ποτέ όμως τόσο όμορφα – και ρεαλιστικά – κινηματογραφημένο. Η «Αγία Έμυ» μοιάζει να βρίσκει ακριβώς την ισορροπία ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη μαγεία, με μια γραφή που προσωπικά μου θύμισε τον μεγάλο ανανεωτή του Φιλιππινέζικου σινεμά Λίνο Μπροκά (αυτή πρέπει να είναι η πρώτη φορά που ο Κώστας Καραγιάννης και ο Λίνο Μπροκά αναφέρθηκαν στο ίδιο κείμενο). Δεν μπορώ να γνωρίζω αν πρόκειται για συνειδητή επιλογή ή αν η γραφή αυτή απλά υπαγορεύτηκε από την ιστορία. Δεν μπορώ όμως και να μην θαυμάσω μια ταινία που αγνοεί τόσο τα τρέχοντα φεστιβαλικά trends (trends τόσο γλωσσικά όσο και σημειολογικά), όσο και την τάση του ελληνικού σινεμά να παρατηρεί με περισυλλογή τα προβλήματα των άλλων φορώντας τα τσαρούχια του.

Η «Αγία Έμυ» ζει και αναπνέει στα σοκάκια αυτών των ανθρώπων, αναπαριστά την αλήθεια τους κρατώντας τις σωστές αποστάσεις ανάμεσα στην ηθογραφία και την επιτήδευση, και αυτό δεν επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την κινηματογραφική τεχνική. Όχι πως υστερεί τεχνικά η ταινία: Η σινεμασκόπ φωτογραφία του Κι Τζιν Κιμ εξυπηρετεί απόλυτα τον ρυθμό και το ύφος του φιλμ. Ο Κιμ στο μεταξύ είναι και παραγωγός του (όπως και παραγωγός του υπέροχου «Columbus» του Κογκονάντα – τον θυμόμαστε από το πρόσφατο «Μετά τον Γιανγκ») οπότε όλα εδώ είναι αρκούντως φροντισμένα. Αλλά η ψυχή που έχει αυτή η ταινία δεν ντεκουπάρεται, ούτε αποτυπώνεται στο χαρτί.

Είναι από αυτά τα «μαγικά» που ένας σκηνοθέτης ελπίζει να προκύψουν στο σετ, και μια κινηματογραφική τέχνη από μόνη της. Η δημιουργία δηλαδή εκείνων των συνθηκών που θα επιτρέψουν στη μαγεία αυτή να φανερωθεί. Συνέβη στην Έμυ, που κουβαλά τα κρίματα της «καλής κοινωνίας» όπως ακριβώς οι Φιλιππίνες κουβαλούν αυτά του Δυτικού κόσμου, συνέβη και σ ’αυτή την ξεχωριστή, για όλους αυτούς τους λόγους, ταινία.

Στις δίπλα αίθουσες:

Διασχίζοντας την έρημο της Νεβάδα, ο πανούργος απατεώνας Τέντι (Φρανκ Γκρίλο) καταστρώνει ένα απεγνωσμένο σχέδιο να κρυφτεί από τον επικίνδυνο εκτελεστή Βίντικ (Τζέραλντ Μπάτλερ – επίσης συμπαραγωγός): Μια γροθιά στην πρωτάρα αστυνομικό Βάλερι (Αλέξις Γιανγκ), και να’ τος στη φυλακή, ασφαλής στο αστυνομικό τμήμα μιας μικρής πόλης. Φυσικά όλα πάνε στραβά. Μένοντας στα δημοφιλή genres, ο Τζο Κάρναχαν στήνει ένα ψυχαγωγικό γαϊτανάκι στο «Copshop» με τον Τζέραρντ Μπάτλερ: Κάτι ανάμεσα σε neo-noir και στο «Επίθεση στο σταθμό 13» του Τζον Κάρπεντερ, διαθέτει διαλόγους που παραπέμπουν στον Ταραντίνο αλλά και μια σκηνοθετική κοψιά που περισσότερο φέρνει στους καλούς μάστορες των 70s παρά στους μεταμοντέρνους μιμητές τους. Εμένα, ας πούμε, μου θύμισε Ντον Σίγκελ περισσότερο. Εκτιμάς πάντως και την ευστροφία του μοντέρ αλλά και την κινηματογραφική οικονομία (η εκδοχή του Ταραντίνο θα είχε σίγουρα διπλάσια διάρκεια!). Και μην γυρέψετε το εκπληκτικό μουσικό θέμα των ζενερίκ στο soundtrack της ταινίας: Ανήκει στον Λάλο Σίφριν, και προέρχεται απ’ αυτό του «Magnum Force» (ελληνικός τίτλος: «Ένα μάγκνουμ 44 για τον επιθεωρητή Κάλαχαν»).

Η δε Ιζαμπέλ Ιπέρ δεσπόζει στο συμπαθές (αλλά και αφελές) πολιτικό δράμα «Υποσχέσεις», στο ρόλο μιας μαχητικής Δημάρχου που αρχίζει να φλερτάρει με το υπουργιλίκι. Η ταινία, στιβαρά σκηνοθετημένη, δε δείχνει διόλου ξεκομμένη από την κοινωνική πραγματικότητα που την περιβάλλει. Αφήστε δε που υποστηρίζεται από το ερμηνευτικό εκτόπισμα της Ιπέρ που, πως να το κάνουμε, βρίσκει με μιας το σωστό βλέμμα μιας τέτοιας ηρωίδας, βλέμμα οξυδερκές, διαπεραστικό και ελεγχόμενα υποψιασμένο. Πιστεύεις την ηρωίδα, πιστεύεις και την ταινία, σωστά; Κι όμως, ούτε η Ιπέρ δεν μπορεί πια να το «πουλήσει» αυτό: Η ιδέα του ενός, ξεχωριστού και ακέραιου ανθρώπου των πολιτικών διαδρόμων, που ελίσσεται απέναντι στο διεφθαρμένο Κράτος και, εντέλει, θριαμβεύει χάρη στην ακεραιότητα του, θα ήταν ήδη ξεπερασμένη δεκαετίες πριν!

Τέλος, στον Θοδωρή Τερζόπουλο εστιάζει το ντοκιμαντέρ «Διόνυσος, η Επιστροφή» του Σπύρου Τσίφτη, ακολουθώντας τον σπουδαίο θεατρικό σκηνοθέτη, τέταρτο παιδί μιας αγροτικής οικογένειας προσφύγων απ’ τον Πόντο, στη συναρπαστική του διαδρομή: από τον Μακρύγιαλο της Πιερίας, τόπο καταγωγής του, στο ταξίδι του στο Berliner Ensemble, στη Ρωσία, στην Κίνα, στην Αμερική, στη βάση του στο θέατρο Άττις στο Μεταξουργείο, φτάνοντας μέχρι τους Δελφούς. Το κλείσιμο του κύκλου έρχεται τριανταπέντε χρόνια μετά το θρυλικό ανέβασμα των «Βάκχων». Και είναι πράγματι εντυπωσιακό που έπρεπε να περάσουν τόσα χρόνια για να στηθεί ένα ντοκιμαντέρ πάνω στη ζωή και το έργο του. Κινηματογραφικά, το λες από κομψό ως και διακριτικό – αν και τα «ανοίγματα» του, σε πλάνα εξωτερικά, συχνά διακρίνονται από ένα Ρωσικό άρωμα.