Ο βραβευμένος στο Βερολίνο «Πατέρας», με διάκριση της Οικουμενικής Επιτροπής, αλλά και με βραβείο κοινού, έρχεται από τη Σερβία με δυο χρόνια καθυστέρηση (covid γαρ) αλλά ποτέ δεν είναι αργά: Η ταινία είναι ένα μικρό αριστούργημα, σε άλλη μια «φορτωμένη» εβδομάδα: Έχουμε και σούπερ ήρωες, ένα «παιδικό» (βγαίνει το «Sonic 2» με τον Ίντρις Μέλμπα) και τρία ντοκιμαντέρ. Ναι, όπως και την προηγούμενη εβδομάδα!
Ο «Πατέρας» του Σέρβου Σρένταν Γκολούμποβιτς ξεκινά με μια σκηνή γραμμένη και στημένη για να σε γραπώσει από το λαιμό: Μια μητέρα με τα δυο της παιδιά, φτάνει σε ένα εργοστάσιο απαιτώντας τα δεδουλευμένα του συζύγου της. «Πεινάμε!» φωνάζει – η απόγνωση στο βλέμμα της, διαπεραστική. Απειλεί να αυτοπυρποληθεί μαζί με τα παιδιά, αλλά το μητρικό ένστικτο κυριαρχεί και στο τέλος, βάζει φωτιά μονάχα στην ίδια. Εκείνη θα καταλήξει στο νοσοκομείο. Τα παιδιά της, στην πρόνοια – στα χέρια διεφθαρμένων που επωφελούνται πασάροντας τα άπορα παιδιά σε πλούσιες οικογένειες, τσεπώνοντας τις ανάλογες μίζες. Η Οδύσσεια του πατέρα τους, του Νίκολα, έχει μόλις ξεκινήσει. Και ο ίδιος, χωρίς να έχει άλλη επιλογή, αποφασίζει να διασχίσει τη Σερβία με τα πόδια για να ασκήσει έφεση στο υπουργείο, που βρίσκεται στο Βελιγράδι.
Για δεκαετίες το γιουγκοσλάβικο σινεμά καυτηρίασε την κρατική διαφθορά, καθώς και την απέλπιδά πάλη του ατόμου ενάντια στη γραφειοκρατία, με μια σειρά σατιρικών ταινιών όπου τα gags άγγιζαν τις υψηλότερες συχνότητες του σουρεαλισμού (το λεγόμενο «Μαύρο κύμα», πρωτοστάτης του οποίου υπήρξε ο μέγας Ντούσαν Μακαβέγιεβ). Όμως, όσο περνούσαν τα χρόνια, τα αστεία γινόντουσαν όλο και πιο πικρά (όπως στο συγκλονιστικό «Τα όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται» του Σρίνταν Ντραγκόγιεβιτς του 1996) και αυτό το ‘φαινόμενο’ δεν ρίζωσε μονάχα στην πρώην Γιουγκοσλαβία αλλά και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων: μια έκφανση του συναντήσαμε και στο ρουμάνικο αριστούργημα «Η Οδύσσεια του κύριου Λαζαρέσκου» σε σκηνοθεσία Κρίστι Πούιου, γυρισμένο το 2005.
Τώρα όμως τα αστεία μοιάζουν να έχουν σωθεί. Και που να βρεις το χιούμορ σε μια ιστορία σαν κι αυτή, ειδικά όταν είναι αληθινή (κι όμως…). Άλλωστε κι εμείς πια, δεν αισθανόμαστε και τόσο μεγάλη την απόσταση. Η ταινία μπορεί να καταγράφει ρεαλιστικά τη σκληρή πραγματικότητα της σπαρασσόμενης από τη φτώχεια και τη διαφθορά σύγχρονης Σερβίας, όμως πλέον αυτά δεν συμβαίνουν «στη γειτονική χώρα», όπως τότε που βλέπαμε «Τα όμορφα χωριά». Τα ερημωμένα εργοστάσια που προσπερνά στο διάβα του ο Πατέρας μοιάζουν πολύ με τα δικά μας. Και είναι αυτή η πορεία που οδηγεί την ταινία σε μια γραφή πέραν του ρεαλισμού καθώς η αφήγηση αποκτά τον εσωτερικό ρυθμό μιας παραβολής. Αυτός ο ήρωας (μιλήστε μου λίγο για τις χαλκομανίες της Marvel!) που κουβαλά στις πλάτες του όλα τα κρίματα του Δυτικού Κόσμου, δεν διεκδικεί απλά τα παιδιά του. Επιχειρεί να χαράξει ξανά τα όρια εκείνα που ορίζουν την αξιοπρέπεια του, σε έναν τόπο ρημαγμένο.
Και είναι προς τιμήν του Γκολούμποβιτς που αρνείται να μας χρυσώσει το χάπι, όπως ακριβώς αρνείται και την εύκολη λύση του αγοραίου κυνισμού – που συναντάται συχνά σε καταγγελτικές ταινίες σαν κι αυτή. Γι αυτό και, αντιμέτωπος ο ίδιος με την ασχήμια αυτών των τοπίων, αντιπαραθέτει το ομορφότερο όλων: Ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Αυτό του Πατέρα, δηλαδή του Γκόραν Μπογκτάν, μακριά από τα αμερικάνικα πλατό (κάποιοι ίσως τον θυμόσαστε από το τηλεοπτικό «Fargo»), σε έναν ρόλο που ενσαρκώνει με αποστομωτική γενναιότητα. Την τελευταία σκηνή θα τη θυμάστε για καιρό.
Noir c’est noir
Μετά τον Μπάτμαν του Ματ Ριβς, ορίστε και η επόμενη κόμικ ταινία που περιμένει κι αυτή τους οπαδούς στο ταμείο. Και αυτοί βεβαίως θα τιμήσουν τον «Morbius», τον ήρωα της Marvel, που φέρνει ανάμεσα σε βαμπίρ και ζεν πρεμιέ ελληνικού «ροκ» σχήματος (ο Τζάρεντ Λέτο που όσο περισσότερο τον καλύπτει το cgi, τόσο λιγότερο ενοχλεί η άνευρη ερμηνεία του). Και εδώ κυριαρχεί η μαυρίλα – τα πάντα καλύπτονται από ένα πηχτό σκοτάδι στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας – όμως αυτό που πλέον πραγματικά ενοχλεί είναι η ίδια, απολύτως στερεοτυπική και αφόρητα μανιχαϊστική λογική της κόμικ εικονογραφίας: Οι καλοί από δω, οι κακοί από κει. Όσο και να προσπαθούν να στήσουν κάποια γκρίζα ζώνη αυτές οι ταινίες (έχει κάτι από Τζέικλ και Χάιντ ο ήρωας), δεν μπορούν ούτε να μας πείσουν, ούτε να μας ψυχαγωγήσουν, αφού όλα είναι προβλεπόμενα από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Χρειάζεται ένας σκηνοθέτης με όραμα για να μεταφερθεί αξιοπρεπώς, σε διαστάσεις κινηματογραφικές, ένας κόμικ ήρωας. Ένας Τιμ Μπάρτον (στα καλά του), ένας Σαμ Ρέιμι, ένας Κρίστοφερ Νόλαν. Όχι κάποιος «παραγγελιάς» επιλεγμένος από μια επιτροπή. Φυσικά θα κόψει πολλά περισσότερα από τον «Πατέρα» – αυτή είναι η τραγωδία μας. Α, πάντως αν πάτε να το δείτε, μην αφήσετε την αίθουσα μετά την post-credit σκηνή. Έχει και δεύτερη. Πρέπει, βλέπετε, να τεθούν οι βάσεις για ένα sequel.
Κι άλλη τριπλέτα ντοκιμαντέρ!
Είχαμε τρία ελληνικά την προηγούμενη εβδομάδα, εδώ έχουμε δυο «δικά μας» και ένα διεθνές, το «Cunningham» που καταπιάνεται με τη ζωή και το έργο του κορυφαίου Νεοϋρκέζου χορογράφου Μαρς Κάνινχμαμ. Θυμίζει, αρκετά κιόλας, την αντίστοιχη δουλειά που έκανε ο Βιμ Βέντερς για την Πίνα Μπάους και έχει εξίσου μεγάλο κινηματογραφικό ενδιαφέρον, ακόμα κι αν ο χορός δεν είναι το καλύτερο σας.
Στα «Ρόδια του Ναγκόρνο Καραμπάχ» (ο τίτλος μοιάζει εμπνευσμένος από το σινεμά του Παρατζάνοφ) η κάμερα του Θωμά Σιδέρη καταγράφει τον ξεριζωμό των κατοίκων του Ναγκόρνο Καραμπάχ, που μετρούν χιλιάδες νεκρούς τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες που διήρκησε ο πόλεμος της Αρμενίας με το Αζερμπαϊτζάν. Σπίτια καμένα (για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών), τραγούδια τσακισμένα, άνθρωποι που αρνούνται να αναζητήσουν μια νέα πατρίδα μα κοντοστέκονται δίχως επιλογή.
Οι δε γυναίκες του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου έχουν τον πρώτο λόγο στο φιλμ «Γυναίκες Μαχήτριες – Η τριπλή απελευθέρωση» του Λεωνίδα Βαρδαρού καθώς είκοσι δύο αγωνίστριες καταθέτουν αυτά που έζησαν από τη δεκαετία του 1930 έως το 1949 (παρεμβαίνουν οι ιστορικοί Τασούλα Βερβενιώτη και Λη Σαράφη). Οι κυνικοί θα πουν «τι έχει παραπάνω να προσθέσει αυτή η ταινία σε όλες εκείνες που έχουν προηγηθεί αναφορικά με το εμφυλιακό μας τραύμα»; Θα ρωτήσω με τη σειρά μου, έχει σημασία; Εντέλει, σημασία έχει μόνο αυτό που λέγεται και ξαναλέγεται. Και οι αφηγήσεις αυτών των γυναικών κουβαλούν μέσα τους μια σαρωτική δύναμη.