Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Μετά την τριλογία του για τη Σμύρνη, το πρώτο βιβλίο της οποίας, «Ισμαήλ και Ρόζα», έγινε κινηματογραφική ταινία με τίτλο «Η Ρόζα της Σμύρνης», ο Γιάννης Γιαννέλλης-Θεοδοσιάδης επιστρέφει με το καινούριο του μυθιστόρημα «Σχολή Νυφών», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Αυτή τη φορά, ο συγγραφέας εστιάζει σε μια από τις πιο «μαύρες» σελίδες της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, τη γερμανική κατοχή.
Μιλήσαμε μαζί του.
Θα θέλατε να ξεκινήσουμε με την απόφασή σας να εστιάσετε, στο νέο σας αυτό βιβλίο, στη γερμανική κατοχή;
«Η ναζιστική θηριωδία, στην περίοδο της κατοχής, έφτασε στο απόγειό της. Οι αξίες καταρρακώθηκαν και η ανθρώπινη ζωή ευτελίστηκε. Θεώρησα χρέος μου, σ’ ένα από τα βιβλία μου, να περιγράψω τη χιτλερική τυραννία, για να μάθουμε οι νεότεροι τα δεινά των πατεράδων μας, την άρνησή τους να υποταχθούν στις ναζιστικές προσταγές και τους ηρωικούς αγώνες τους ενάντια στον κατακτητή. Δυστυχώς, τη νεότερη ιστορία του έθνους μας, δεν τη διδαχθήκαμε αρκούντως στα σχολεία μας. Το έπος της αντίστασης στους Γερμανούς είναι από τα πιο συγκλονιστικά της ιστορίας μας. Και ως λαός, οφείλουμε να θυμόμαστε. Έτσι, τοποθέτησα τον μύθο μου στις ιστορικές αλήθειες της εποχής αυτής».
«Σχολή Νυφών»· μιλήστε μας για την επιλογή του τίτλου.
«Το 1936, ο Χάινριχ Χίμλερ εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο απαιτούσε από τις μνηστευμένες γυναίκες με αξιωματικούς των Ες Ες, της πιο σκληρής και απάνθρωπης παραστρατιωτικής οργάνωσης των ναζί, να παρακολουθούν μαθήματα στη Σχολή Νυφών. Για τον σκοπό αυτόν χτίστηκε το 1937, σε νησί της λίμνης Βάνζεε του Βερολίνου, μια βίλα, όπου οι γυναίκες αυτές θα ζούσαν σε ομάδες των είκοσι, σε μια προσομοίωση νοικοκυριού και θα εκπαιδεύονταν στο μαγείρεμα, τη ραπτική, την ανατροφή παιδιών και την κηπουρική. Ο πραγματικός σκοπός των ναζί ήταν να τις εκπαιδεύσουν στο ναζιστικό δόγμα και ν’ αποκτήσουν ειδική γνώση της ράτσας και της γενετικής. Τις χρησιμοποιούσαν ως μηχανές παραγωγής Άριων. Γι’ αυτό αποκλείονταν Εβραίες, Ρομά, πάσχουσες από πνευματική ή σωματική αναπηρία. Μετά τη λήξη της εκπαίδευσής τους, το ναζιστικό κόμμα απένειμε σ’ αυτές τον «Σταυρό Τιμής της Γερμανίδας Μητέρας».
Θα μας δώσετε ένα στίγμα της έρευνας που απαίτησε η συγγραφή και των πιθανών εμποδίων που συναντήσατε στη διάρκειά της;
«Το μυθιστόρημά μου είναι ιστορικό· όπως όλα σχεδόν τα μυθιστορήματά μου. Τοποθετώ τον μύθο που εμπνέομαι μέσα στα πραγματικά γεγονότα της εποχής. Πολλές από τις ιστορίες μου στηρίζονται και σε πραγματικά γεγονότα. Έτσι ο αναγνώστης μπορεί να απολαμβάνει την ιστορία, ενώ παράλληλα μαθαίνει ή ξαναθυμάται συμβάντα της ιστορικής περιόδου στην οποία αναφέρομαι. Επομένως, οφείλω να έχω άρτια γνώση της εποχής, των καταστάσεων και των προσώπων. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να προσφύγω σε έγκυρες ιστορικές πηγές. Προηγείται η μελέτη και ακολουθεί ο μύθος μου. Ένα από τα βασικά εμπόδια είναι οι διιστάμενες απόψεις στο ίδιο θέμα. Οπότε, ακολουθώ την άποψη των πιο εγκύρων, κατά τη γνώμη μου, ερευνητών».
Η κεντρική σας ηρωίδα, η Ροζάνα, καταφέρνει να αποσπάσει απόρρητα μυστικά των ναζί. Ποια στοιχεία του χαρακτήρα της, την οδηγούν σ’ αυτή τη γενναία απόφαση;
«Πρόκειται για μια νέα, όμορφη και μορφωμένη κοπέλα, φοιτήτρια της σχολής καλών τεχνών, που υποχρεώνεται να εγκαταλείψει τις σπουδές της μόλις οι Γερμανοί εισέρχονται στην Αθήνα. Είναι μνηστευμένη με τον Λεωνίδα, αξιωματικό του ναυτικού, που αυτοεξορίζεται στο Κάιρο μαζί με την ελληνική κυβέρνηση, για να συνεχίσει από εκεί τον αγώνα του εναντίον των κατακτητών. Την ερωτεύεται ένας Γερμανός αξιωματικός των Ες Ες, που την απειλεί με εκτελεστικό απόσπασμα, γιατί έμαθε πως ο αρραβωνιαστικός της είναι μέλος της αντίστασης και δεν τον δήλωσε στην Γκεστάπο, όπως είχε υποχρέωση. Το δίλημμα που της θέτει είναι ή με παντρεύεσαι κι έρχεσαι Γερμανία, αφού φοιτήσεις στη Σχολή Νυφών ή σε καταδίδω. Σε συνεννόηση με τον μνηστήρα της και τον αρχηγό του Ιερού λόχου Χριστόδουλο Τσιγάντε, δέχεται να γίνει κατάσκοπος. Εγγράφεται στη φιλοναζιστική οργάνωση “Μπουντ” και προσποιείται πως συναινεί στη πρόταση του Γερμανού αξιωματικού. Κινητήριος δύναμη της δράσης της, ο έρωτας και ο πατριωτισμός της».
Τι κάνει έναν άνθρωπο ήρωα, κατά τη γνώμη σας;
«Μόνο τα ευγενή συναισθήματα του έρωτα, της αγάπης, της αξιοπρέπειας και του πατριωτισμού, μπορούν να σε κάνουν να διακινδυνεύσεις τη δική σου ζωή και των αγαπημένων σου προσώπων».
Μπορούμε όλοι να γίνουμε ήρωες αν οι περιστάσεις το απαιτήσουν;
«Είναι θέμα χαρακτήρα του ανθρώπου. Όλοι κρύβουμε μέσα μας έναν μικρό ήρωα, που ενδεχομένως, αν οι συνθήκες ωριμάσουν, μπορεί να ξεπεταχτεί».
Έχετε ιδιαίτερη αδυναμία στην ιστορία. Είναι για εσάς ο απαραίτητος καμβάς για την εξέλιξη της πλοκής που έχετε κατά νου ή λειτουργεί ανάποδα –θέλετε, δηλαδή, να σκιαγραφήσετε μια συγκεκριμένη περίοδο και οι ήρωές σας σας «ακολουθούν»;
«Η ιστορία είναι ο καμβάς, πάνω στον οποίο κεντώ τον μύθο που πλέκω. Επιλέγω τη χρονική περίοδο, τα γεγονότα της εποχής, ενδεχομένως και κάποια ιστορικά πρόσωπα και σκορπώ το αφήγημά μου μέσα εκεί. Πολλές φορές γίνεται και ανάποδα. Πλάθω έναν μύθο και τον τοποθετώ σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Πάντα, όμως, στις ιστορικές αλήθειες της εποχής».
Μαθαίνουμε από την ιστορία, γινόμαστε σοφότεροι ή τείνουμε να βάζουμε κάτω από το χαλί γεγονότα που μας πλήγωσαν, μας τραυμάτισαν;
«Μελετώντας την ιστορία, σίγουρα γινόμαστε σοφότεροι. Οι γνώσεις είναι πλούτος, θησαυρός και πάντα διδάσκουν. Αν παραμερίζουμε ή βάζουμε κάτω απ’ το χαλί αυτά που μας πληγώνουν, ματαιοπονούμε. Αποτελούν εμπειρίες ζωής, που πρέπει να μας ενδυναμώνουν».
Η «Σχολή Νυφών» υπογραμμίζει, όμως, και τη δύναμη του έρωτα που, όπως σημειώνετε «τίποτα δεν μπορεί να την κουμαντάρει». Μπορεί να ανθίσει ο έρωτας και η αγάπη ακόμη και σε καμένα ερείπια;
«Ο έρωτας και η αγάπη ανθίζουν παντού. Ακόμα και σε ερείπια ή στάχτες. Κρύβουν τέτοια δύναμη που μετακινούν βουνά. Όπως η πίστη μας. Γιατί είναι οι σπόροι της ζωής μας, που φυτρώνουν και ανθίζουν παντού. Γιατί αυτά είναι η αληθινή ζωή μας».
Μετά από μια απαιτητική ημέρα, τι σας ξεκουράζει;
«Όταν ασχολείσαι με κάτι που σ’ ευχαριστεί, δεν κουράζεσαι. Έτσι, μετά από μια δύσκολη μέρα, ο μόνος τρόπος να ξεκουραστώ και να ηρεμήσω είναι η ενασχόλησή μου με τις διάφορες συλλογές μου, το γράψιμο και το διάβασμα. Βέβαια, πάνω απ’ όλα, η άσκησή μου, ώστε να μπορώ ν’ αντεπεξέρχομαι σ’ όλα τα προηγούμενα».
Τι σας κάνει να ελπίζετε και τι σας εξοργίζει;
«Στο ερώτημά σας αυτό, απάντηση ίσως δίνει η ρήση του Νίκου Καζαντζάκη: “Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος”. Δεν εξοργίζομαι εύκολα. Γιατί και οι χειρότερες ανθρώπινες πράξεις είναι μέσα στη φύση μας. Απλά, η παιδεία και η εσωτερική καλλιέργεια συμβάλλουν, κάποιες φορές, στην αποτροπή τους».
Έχετε αρχίσει να γράφετε το επόμενο βιβλίο; Αν ναι, θα θέλατε να μας πείτε δύο λόγια γι’ αυτό;
«Σχεδόν έχω τελειώσει το επόμενο βιβλίο μου. Είναι το πρώτο μου ερωτικό μυθιστόρημα. Μια ασύμμετρη σχέση ενός εξηντάχρονου με μια δεκαενιάχρονη, που θέτει πολλά κοινωνικά ερωτήματα. Μας αλυσοδένουν τα πρέπει της κοινωνίας; Η καρδιά καθορίζει την ερωτική μας πορεία ή τα κοινωνικά κλισέ; Ο έρωτας συμβαδίζει με τη λογική ή είναι όπως η μέρα με τη νύχτα; Είναι μια θεία τρέλα, όπως είπε ο Πλάτωνας, που δεν κουμαντάρεται;»