«Χώρα, σε Βλέπω», η πρωτοβουλία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για τη διάσωση, ψηφιοποίηση, προβολή και μελέτη ταινιών από την πλούσια κληρονομιά του ελληνικού κινηματογράφου του 20ού αιώνα, επιστρέφει στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, για τελευταία φορά.
Η Ακρόπολη του ‘60, η Σαντορίνη του ‘68, η Αθήνα του ‘70, του ‘80, του ‘90, μια χώρα, οι άνθρωποι και οι δημιουργοί της σε διαρκή κίνηση, στους Φούρνους της Ικαρίας, στην Αμερική, στο Κρόϊτσμπεργκ του Βερολίνου. Ένα πρόγραμμα χωρίς στεγανά, όπου η μυθοπλασία διαδέχεται το ντοκιμαντέρ, εμπορικές επιτυχίες δίνουν τη σκυτάλη σε δυσεύρετα κινηματογραφικά διαμάντια, πολιτικά θρίλερ σε τρυφερές ιστορίες ενηλικίωσης. Αυτά και άλλα σε νέες ψηφιακές κόπιες, οι περισσότερες από τις οποίες αποκατεστημένες στο πλαίσιο του προγράμματος, με αγγλικούς υπότιτλους και δωρεάν είσοδο* για το κοινό.
Σε αυτό το πλαίσιο, μια ιστορική βράβευση λαμβάνει χώρα. Η Finos Film, υποστηρίκτρια της Δράσης, τιμά για το σύνολο της προσφοράς του στον Ελληνικό κινηματογράφο των θρυλικό ηθοποιό Γιάννη Βογιατζή. Με δεκάδες τίτλους στην καριέρα του, ο Γιάννης Βογιατζής παραμένει ενεργός στο σύγχρονο κινηματογραφικό τοπίο και θα βρίσκεται στη σκηνή της Ταινιοθήκης το Σάββατο, 2 Απριλίου 2022, στις 20:00, σε μία εκδήλωση ελεύθερη για το κοινό, για να γιορτάσει μαζί μας την πορεία του.
Οι προβολές πραγματοποιούνται υπό την αιγίδα της επιτροπής «Ελλάδα 2021». Κύριος χορηγός της δράσης είναι το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας – ΕΚΟΜΕ, ενώ χορηγοί δράσης είναι το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με την υποστήριξη της Ταινιοθήκης της Ελλάδος και της Finos Film.
* Είσοδος ελεύθερη με δελτία εισόδου. Θα διατίθενται δωρεάν την ημέρα κάθε προβολής, 30’ πριν την έναρξη κάθε ταινίας, στα ταμεία της Ταινιοθήκης.
Για την είσοδο του κοινού στην Ταινιοθήκη απαιτείται η επίδειξη έγκυρου πιστοποιητικού εμβολιασμού ή πιστοποιητικού νόσησης. Η είσοδος γίνεται με τη χρήση μάσκας τόσο κατά την προσέλευση όσο και κατά την διάρκεια των προβολών και σύμφωνα με τις οδηγίες του ΕΟΔΥ.
Πρόγραμμα
ΠΕΜΠΤΗ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ
20:00
ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ ΑΔΩΝΙΣ ΚΥΡΟΥ, 1965, 82´
22:00
ΚΙΕΡΙΟΝ ΔΗΜΟΣ ΘΕΟΣ, 1968, 86´
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 1 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
20:00
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΣΙΩΛΗΣ, 1968, 87´
22:00
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΠΟΥ ΠΛΗΓΩΝΑΜΕ ΔΗΜΟΣ ΑΒΔΕΛΙΩΔΗΣ, 1986, 65´
ΣΑΒΒΑΤΟ 2 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
18:00
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ ΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ, 1960, 88´
20:00
ΤΕΛΕΤΗ ΒΡΑΒΕΥΣΗΣ
Σε αυτή την ειδική εκδήλωση, η Finos Film βραβεύει για το σύνολο της προσφοράς του στον ελληνικό κινηματογράφο τον θρυλικό ηθοποιό Γιάννη Βογιατζή.
21:30
ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΓΙΑ ΦΙΛΗΜΑ ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΙΑΝΙΔΗΣ, 1965, 105´
ΚΥΡΙΑΚΗ 3 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
19:00
Η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΡΟΒΗΡΟΣ ΜΑΝΘΟΥΛΗΣ, 1960, 28´
ΘΗΡΑΪΚΟΣ ΟΡΘΡΟΣ ΚΩΣΤΑΣ ΣΦΗΚΑΣ & ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΡΝΕΣ, 1968, 22´
ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΘΟΔΩΡΟΣ ΜΑΡΑΓΚΟΣ, 1971, 13´
ΣΤΑ ΤΟΥΡΚΟΒΟΥΝΙΑ ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ, 1982, 23´
ΑΘΗΝΑΙ ΕΥΑ ΣΤΕΦΑΝΗ, 1995, 40´
21:30
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΛΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ, 1972, 19´
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΚΡΟΪΤΣΜΠΕΡΓΚ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΥΠΙΔΗΣ, 1975, 22´
ΤΟ ΑΛΛΟ ΓΡΑΜΜΑ ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΙΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, 1976, 72´
ΔΕΥΤΕΡΑ 4 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
19:00
ΦΟΥΡΝΟΙ, ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΑΛΙΝΤΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ & ΝΙΚΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ, 1982, 48´
ROM ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΡΑΜΑΓΓΙΩΛΗΣ, 1989, 76´
21:30
ΛΙΠΟΤΑΚΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΡΑΣ & ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΟΥΠΟΥΡΑΣ, 1988, 122´
Οι ταινίες αναλυτικά
ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ του Άδωνι Κύρου | 1965 | 82´ | Σενάριο: Γεράσιμος Σταύρου | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γιώργος Πανουσόπουλος, Γρηγόρης Δανάλης | Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης | Παραγωγή: Grift Films.
Παίζουν οι: Κώστας Καζάκος, Μάνος Κατράκης, Κώστας Μπάκας, Αλεξάνδρα Λαδικού, Γιάννης Φέρτης, Ξένια Καλογεροπούλου.
Βραβεία / Διακρίσεις / Συμμετοχές σε Φεστιβάλ: Τιμητική διάκριση Σκηνοθεσίας, 6ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1965. Συμμετοχή στην Εβδομάδα κριτικής του Φεστιβάλ Καννών 1965.
Μια νύχτα του καλοκαιριού του 1944 στην Κοκκινιά, ο μαυραγορίτης Κοσμάς διασκεδάζει με τους φίλους του πριν τον συλλάβει μια Γερμανική περίπολος. Οι Γερμανοί τον πιέζουν να καταδώσει τους αντιστασιακούς, αλλιώς θα τον εκτελέσουν. Την επόμενη μέρα, ο Κοσμάς, φορώντας μαύρη κουκούλα, υποδεικνύει με το δάχτυλο τους αγωνιστές που έχουν συγκεντρωθεί δια της βίας στην κεντρική πλατεία της συνοικίας. Το φιλμ του υπερρεαλιστή θεωρητικού του κινηματογράφου και συγγραφέα Άδωνι Κύρου αναδημιουργεί τις συνταρακτικές συνθήκες του μπλόκου της Κοκκινιάς, όταν κατά την ύστερη περίοδο της γερμανικής κατοχής, οι πολυπληθείς γειτονιές της Αθήνας αντιστέκονταν με κάθε τρόπο.
Ξεκινώντας από ένα ιστορικό γεγονός που σημάδεψε τη λαϊκή ιστορία του τόπου, η ταινία «προσπαθεί να αποτελέσει μια σύνθεση της κατοχικής Ελλάδας πέρα από τις επιμέρους πολιτικές διαφοροποιήσεις», σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του σκηνοθέτη, ή αλλιώς δείχνει την «αντικειμενική αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να μένει αμέτοχος στα μεγάλα γεγονότα», όπως εκείνα που είχαν ξεσπάσει τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς. Με οδηγό την αλήθεια και σύμμαχο το ντοκουμέντο, ο Κύρου, που ως αυτεξόριστος στο Παρίσι εκείνη την εποχή συνομιλούσε δημιουργικά με καλλιτέχνες όπως ο Μπουνιουέλ ή ο Μπρετόν, πραγματοποιεί μια από τις πρώτες ουσιαστικές απόπειρες απεικόνισης της Ελληνικής αντίστασης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε ένα μπρεχτικών καταβολών δημιούργημα. Εύκολα κανείς κατανοεί γιατί το έργο δημιούργησε τόσο έντονες αντιδράσεις κατά την πρεμιέρα του στην Εβδομάδα Κριτικής των Καννών, παρότι παραμένει μέχρι σήμερα ένα αληθινό κινηματογραφικό κειμήλιο της «χαμένης άνοιξης» της δεκαετίας του ’60.
Η ταινία θα προβληθεί σε νέα μερικώς αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια (DCP), που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Δράσης «Χώρα, σε Βλέπω», με αγγλικούς υπότιτλους.
ΚΙΕΡΙΟΝ του Δήμου Θέου | 1974 | 90´ | Παραγωγοί: Γιώργος Παπαλιός, Δήμος Θέος | Σενάριο: Δήμος Θέος, Κώστας Σφήκας | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γιώργος Πανουσόπουλος | Μοντάζ: Βαγγέλης Σερντάρης | Μουσική: Βαγγέλης Μανιάτης | Ήχος: Τάσος Μεταλλινός, Θανάσης Γεωργιάδης, Γιάννης Τσιτσόπουλος.
Παίζουν οι: Ανέστης Βλάχος, Κυριάκος Κατζουράκης, Ελένη Θεοφίλου, Δήμος Σταρένιος, Έλλη Ξανθάκη, Σταύρος Τορνές, Κώστας Σφήκας, Θόδωρος Αγγελόπουλος.
Βραβεία / Διακρίσεις / Συμμετοχές σε Φεστιβάλ: Τιμητική διάκριση, Φεστιβάλ Βενετίας 1968. Α´ Βραβείο Καλύτερης Καλλιτεχνικής Ταινίας, Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη, Τιμητική διάκριση στον ηθοποιό Ανέστη Βλάχο, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1974.
Ένας Έλληνας δημοσιογράφος κατηγορείται για τη δολοφονία ενός Αμερικανού συναδέλφου του, ο οποίος έχει βρεθεί στην Ελλάδα για ένα ρεπορτάζ σχετικό με τη διασύνδεση πολιτικής και εταιρειών πετρελαίου. Οι αρχές συλλαμβάνουν και έναν συνάδελφό του εβραϊκής καταγωγής ο οποίος εν τέλει δολοφονείται, όπως και μία κοπέλα, που είναι βασική μάρτυρας. Ο δημοσιογράφος αφήνεται προσωρινά ελεύθερος και ξεκινά τη δική του έρευνα πάνω στην υπόθεση, σταδιακά αντιλαμβανόμενος πως οι αρχές επιδιώκουν τη συγκάλυψη της αλήθειας και την παραπλάνηση της κοινής γνώμης. Προσπαθεί να πείσει τη βασική μάρτυρα να καταθέσει, όμως αυτή θα βρεθεί δολοφονημένη καθώς ο κλοιός σφίγγει ασφυκτικά γύρω από τον ίδιο- και από την αλήθεια.
Ταινία εμπνευσμένη από τη γνωστή Υπόθεση Πολκ, όταν ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ είχε έρθει στην Ελλάδα για να πάρει συνέντευξη από τον Μάρκο Βαφειάδη και βρέθηκε δολοφονημένος. Το «Κιέριον», η μυθοπλαστική μεγάλου μήκους στροφή του Δήμου Θέου μετά τις «100 Ώρες του Μάη», και σημαντικό κεφάλαιο στην γένεση του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, αποτελεί ταυτόχρονα σημαία για το είδος μιας βαθύτατα, άφοβα πολιτικής τέχνης που εκπροσωπούσε καθ’ όλη του την καριέρα ο σκηνοθέτης. Βραβευμένο στη Βενετία χρόνια πριν προβληθεί ολόκληρο στην Ελλάδα, το φιλμ αποτύπωσε στη μεγάλη οθόνη κοινωνικές συνθήκες που κανείς ως τότε δεν είχε τολμήσει να συλλάβει σε κινηματογραφική εικόνα, από την παραβατική, αυταρχική βιαιότητα της αστυνομίας μέχρι την γιγάντωση του φοιτητικού κινήματος. Εκμεταλλευόμενος τη φόρμα του νουάρ και τη βοήθεια πλήθους διάσημων κινηματογραφιστών και φίλων της εποχής, ο Θέος παρουσιάζει μια Αθήνα υπνωτιστική και μαγεμένη, χωρίς όμως να εξωραΐζει ή να αποκλίνει ποτέ από τον διαχρονικό του στόχο: την αποκάλυψη μιας αλήθειας.
Η ταινία θα προβληθεί σε νέα αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια (DCP), που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Δράσης «Χώρα, σε Βλέπω», με αγγλικούς υπότιτλους.
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ του Σταύρου Τσιώλη | 1969 | 87´ | Σενάριο: Σταύρος Τσιώλης | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Μάρκος Δεφιλίππου | Μοντάζ: Βασίλης Συρόπουλος | Μουσική: Κώστας Καπνίσης | Σκηνικά: Μάρκος Ζέρβας | Μακιγιάζ: Νίκος Ξεπαπαδάκος | Τραγούδι: Γιάννης Πουλόπουλος, Πόπη Αστεριάδη | Παραγωγή: Finos Film.
Παίζουν οι: Μαρία Παπαϊωάννου, Νίκος Οικονομίδης, Γιώργος Ζωγράφος, Νάνσυ Μάνδρου, Τασούλης Δαρδαμάνης, Δαμιανός Ζέης, Μαριβάνα Μπλάνου, Πέτρος Μπερέτας, Άγγελος Αντωνόπουλος, Άινα Μάουερ, Μαρία Φωκά, Θεανώ Ιωαννίδου, Βασίλης Ανδρονίδης, Σπύρος Κωνσταντόπουλος, Λίζα Κουντούρη, Νάσος Κεδράκας, Χρήστος Στύπας, Νίκος Πασχαλίδης, Γιάννης Κοντούλης, Τάκης Αλαβάνος, Έφη Αρβανίτη, Ντούο Μπάλλας.
Ένα μικρό αγόρι το σκάει από το αναμορφωτήριο στο οποίο είχε περάσει τα τελευταία χρόνια και κρύβεται στο σπίτι μιας κοπέλας. Ανάμεσά τους θα αναπτυχθεί μια πολύ δυνατή φιλία, όταν όμως θα περάσει τυχαία από την περιοχή ο περιοδεύων θίασος των γονιών του μικρού, εκείνοι θα τον βρουν και θα τον πάρουν μαζί τους. Με τραγούδια του Γιάννη Πουλόπουλου να εντείνουν την ψυχωμένα μελοδραματική αίσθηση, ο Σταύρος Τσιώλης σκηνοθετεί το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ύστερα από δεκάδες ταινίες ως βοηθός στον Φίνο. Στην τρυφερή σχέση δύο παιδιών ο Τσιώλης εντοπίζει κάτι το σχεδόν πρωτογενές, μια ματιά αγνή, που με παιδική αφέλεια και ανοιχτή καρδιά αφουγκράζεται έναν κόσμο που ίσως δεν βγάζει νόημα. Ο ίδιος ο Τσιώλης έλεγε πως για να του δώσει ο Φίνος την ταινία, του ζήτησε ένα δοκιμαστικό, κι εκείνος γύρισε τη σκηνή που τα παιδιά παντρεύουν τις κούκλες, μια συναισθηματική μικρογραφία όλης της κοσμοθεωρίας του φιλμ. Ο Φίνος γοητεύτηκε από την παιδικότητα και την αγνότητα και πείστηκε να δώσει στον Τσιώλη το πράσινο φως. Έτσι ξεκίνησε μια από τις καθοριστικές σκηνοθετικές καριέρες του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, με μια ιδιομορφία στην εξέλιξή της: Ύστερα από μόλις δύο χρόνια, κι αφού πειραματίστηκε με είδη και επιρροές, ο Τσιώλης εγκατέλειψε το σινεμά, ταξίδεψε στην Ελλάδα, και επέστρεψε το 1985 με το «Μια Τόσο Μακρινή Απουσία» εκκινώντας μια περίοδο κλασικών λαϊκών κωμωδιών που έφτασαν να θεωρούνται λίγο ως πολύ, κοινά συλλογικά αποκτήματα των μετέπειτα γενεών θεατών. Με τον τρόπο τους, κι αυτές δεν ήταν παρά λαϊκά παραμύθια όπως ακριβώς και το μαγικά ρεαλιστικό μελόδραμα του «Μικρού Δραπέτη». Όλα, προσωπικές αναγνώσεις της πραγματικότητας μέσα από μια στυλιστικά τεταμένη κινηματογραφική ματιά. Ίσως κάποιες φορές, πολύ απλά, είναι ζωτικής σημασίας το να δραπετεύσεις.
Η ταινία θα προβληθεί σε ψηφιακή κόπια (DCP) με αγγλικούς υπότιτλους. Η προβολή της ταινίας γίνεται με την υποστήριξη της Finos Film.
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΠΟΥ ΠΛΗΓΩΝΑΜΕ του Δήμου Αβδελιώδη | 1986 | 65´ | Παραγωγός: Δήμος Αβδελιώδης | Σενάριο: Δήμος Αβδελιώδης | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Φίλιππος Κουτσαφτής | Μοντάζ: Κώστας Φούντας | Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου | Σκηνικά: Μαρία Αβδελιώδη | Κοστούμια: Αγγελική Ζυγλάκη | Ήχος: Ντίνος Κίττου | Παραγωγή: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Παίζουν οι: Γιάννης Αβδελιώδης, Νίκος Μειωτέρης, Μαρίνα Δεληβοριά, Δήμος Αβδελιώδης, Τάκης Αγόρης, Κατερίνα Κυριακώδη, Βαγγελιώ Μισαηλίδου, Στέλιος Μακριάς.
Βραβεία / Διακρίσεις / Συμμετοχές σε Φεστιβάλ: Βραβείο C.I.F.E.J., Φεστιβάλ Βερολίνου 1987. Ειδική Μνεία της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1987. Συμμετοχή Εβδομάδα Κριτικής Καννών 1987. Χρυσός Ελέφαντας για Καλύτερη Ταινία και Ασημένιος Ελέφαντας για Καλύτερο Σκηνοθέτη, Φεστιβάλ Νέου Δελχί 1987.
Είναι καλοκαίρι σε ένα χωριό στην Χίο γύρω στο 1960. Λίγες μέρες πριν τα σχολεία κλείσουν για τις καλοκαιρινές διακοπές, η φιλία δύο αγοριών χαλάει άθελά τους, λόγω ενός άτυχου περιστατικού. Τα αγόρια συναντιούνται όμως ξανά στα μέσα του καλοκαιριού και περνούν μαζί με τους φίλους τους ένα ανέμελο καλοκαίρι. Βρίσκουν τρόπους να βγάζουν λίγα λεφτά και μπλέκουν σε περιπέτειες στο καταπράσινό τους βασίλειο. Ο Γιάννης βοηθά τη μητέρα του στο μάζεμα των «δακρύων» της μαστίχας, το πολύτιμο εκχύλισμα του μαστιχόδεντρου, του «Δέντρου Που Πληγώναμε». Η άφιξη ενός κοριτσιού θα αλλάξει τις ισορροπίες, αλλά πριν καλά-καλά το καταλάβουν τα παιδιά, το φθινόπωρο φτάνει γρήγορα σημαίνοντας το τέλος μιας εποχής – με κάθε πιθανή έννοια.
Το μεγάλο μήκους ντεμπούτο του Δήμου Αβδελιώδη χρωματίζει με φωτεινές γήινες αποχρώσεις και μια μεστή, sui generis ποιητική, το λεύκωμα μιας αθώας νιότης και μια από τις πιο ξεχωριστές ιστορίες ενηλικίωσης στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. Ενώ η κάμερα ακολουθεί ήρεμα τους νεαρούς ήρωες και μια απαράμιλλη ευαισθησία διαποτίζει την επεισοδιακή εξιστόρηση, μικρές στιγμές αποκτούν τη σημασία σεισμικού γεγονότος. Η αφήγηση λειτουργεί συνδετικά ανάμεσα στα συμβάντα που θα μπορούσαν να είναι διήγηση, όνειρο ή ανάμνηση. Ευαίσθητο, παράξενο, αστείο και τραχύ το «Δέντρο» αυτό έχει μεγαλώσει πάνω σε κοινές, συλλογικές ρίζες. Αφηγείται ένα καλοκαίρι τόσο συγκεκριμένο, που μπορεί και να το ονειρευτήκαμε.
Η ταινία θα προβληθεί σε νέα αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια (DCP), που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Δράσης «Χώρα, σε Βλέπω», με αγγλικούς υπότιτλους.
ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΓΙΑ ΦΙΛΗΜΑ του Γιάννη Δαλιανίδη | 1965 | 105´ | Σενάριο: Γιάννης Δαλιανίδης | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Νίκος Καβουκίδης | Μοντάζ: Πέτρος Λύκας | Μουσική: Μίμης Πλέσσας | Σκηνικά: Μάρκος Ζέρβας | Κοστούμια: Α. Σταυροπούλου | Ήχος: Θανάσης Γεωργιάδης | Μακιγιάζ: Νίκος Ξεπαπαδάκος | Παραγωγή: Finos Film.
Παίζουν οι: Ζωή Λάσκαρη, Ρένα Βλαχοπούλου, Μάρθα Καραγιάννη, Κώστας Βουτσάς, Ανδρέας Ντούζος, Χλόη Λιάσκου, Γιάννης Βογιατζής, Αλέκος Τζανετάκος, Γιώργος Γαβριηλίδης, Γιώργος Βρασιβανόπουλος, Άγγελος Μαυρόπουλος, Περικλής Χριστοφορίδης, Νίκος Παπαναστασίου, Ειρήνη Κουμαριανού, Μαρία Γκέκα, Κίτυ Ναυπλιώτου, Έλεν Ρωμανού, Μαρία Μαυριδόγλου, Αλέκα Χρηστίδη, Μάγδα Κιούρκου.
Όταν μιλάμε για εμπορικό ελληνικό μιούζικαλ, λίγες ταινίες μπορούν να σταθούν δίπλα στην κλασική επιτυχία του Γιάννη Δαλιανίδη, με το απόλυτο all-star cast της εποχής. Πάνω σε μια κλασική δομή παρεξηγήσεων και πλαστοπροσωπίας, στήνεται ένα ξέφρενο θέαμα όπου χαρακτήρες και καταστάσεις μπλέκονται απολαυστικά εν μέσω μουσικής και κλασικών χορογραφιών, σε μια συνταγή τόσο ιδανικά εκτελεσμένη που δικαιολογημένα αποκτά μια σταθερή θέση στις επαναλήψεις και τις προτιμήσεις των θεατών διαμέσου των δεκαετιών της ελληνικής τηλεόρασης. Ιστορικής σημασίας, μιας και για πρώτη φορά έγχρωμη ελληνική ταινία γυρίζεται σε φορμά σινεμασκόπ, το φιλμ του Δαλιανίδη γίνεται εμπορικό φαινόμενο και στην εποχή της, κερδίζοντας τη μάχη των ταμείων ανάμεσα στις 93 ελληνικές ταινίες εκείνης της χρονιάς.
Στο φιλμ ακολουθούμε τη Ρένα, διευθύντρια τουριστικού γραφείου στη Νέα Υόρκη, που έρχεται για διακοπές στην Ελλάδα μαζί με την ανιψιά της, Τζένη. Ο αδελφός της Ρένας χρειάζεται χρήματα για μια δουλειά κι έτσι η Ρένα για να τον βοηθήσει ταξιδεύει στη Ρόδο για να συναντήσει τον επιχειρηματία Πέτρο Ράμογλου. Ο υιός Ράμογλου, ο Ανδρέας, κι ο φίλος του Κώστας ενδιαφέρονται να μπουν στο καλλιτεχνικό στερέωμα και ξετρελαίνονται με την Τζένη. Αποφασίζουν να τη διεκδικήσουν ακολουθώντας ένα παλαβό σχέδιο αλλαγής ρόλων: Ο Ανδρέας, παριστάνοντας τον φτωχό Κώστα, θα γοητεύσει την Τζένη, ενώ την ίδια στιγμή ο Κώστας παριστάνοντας τον πλούσιο Ανδρέα θα γνωρίσει την Έφη Ράμογλου που έφτασε στο νησί με τον πατέρα της. Αυτή η ανταλλαγή ρόλων θα δημιουργήσει ένα ντόμινο από μπελάδες και παρεξηγήσεις.
Η ταινία θα προβληθεί σε ψηφιακή κόπια (DCP) με αγγλικούς υπότιτλους. Η προβολή της ταινίας γίνεται με την υποστήριξη της Finos Film.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ του Ντίνου Δημόπουλου | 1960 | 88´ | Σενάριο: Γιώργος Ρούσσος | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γουόλτερ Λάσαλι | Μοντάζ: Γιώργος Τσαούλης | Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις | Σκηνικά: Μάρκος Ζέρβας | Μακιγιάζ: Σταύρος Κελεσίδης | Παραγωγή: Finos Film.
Παίζουν οι: Αλίκη Βουγιουκλάκη, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Παντελής Ζερβός, Θανάσης Βέγγος, Θόδωρος Μορίδης, Γιώργος Δαμασιώτης, Δέσπω Διαμαντίδου, Σμάρω Στεφανίδου, Καίτη Λαμπροπούλου, Λαυρέντης Διανέλλος, Περικλής Χριστοφορίδης, Σπύρος Καλογήρου, Μαρία Γιαννακοπούλου, Θανάσης Τζενεράλης, Μαίρη Μεταξά, Παναγιώτης Καραβουσιάνος, Νίκος Φλόκας, Ελεάνα Απέργη, Βασίλης Καΐλας.
Βραβεία / Διακρίσεις / Συμμετοχές σε Φεστιβάλ: Βραβείο Σεναρίου, Α´ Γυναικείου Ρόλου (Αλίκη Βουγιουκλάκη), Β´ Ανδρικού Ρόλου (Παντελής Ζερβός), 1ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1960. Επίσημη Συμμετοχή, Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Καννών 1961.
Η μικρή κοινωνία ενός κυκλαδίτικου νησιού είναι χωρισμένη στα δύο, εξαιτίας της έχθρας δύο καπετάνιων. Όταν ο καπετάν-Κοσμάς πεθαίνει, η κόρη του Μανταλένα βρίσκεται σε δύσκολη θέση έχοντας να θρέψει τα έξι αδέλφια της. Αποφασίζει να δουλέψει μόνη της το καΐκι, αλλά κανένας δεν εμπιστεύεται μια καπετάνισσα και προτιμούν τον ανταγωνιστή του πατέρα της. Τίποτα δεν πηγαίνει καλά, κανείς δεν την εμπιστεύεται, και τα χρέη τρέχουν. Μια μέρα ο παπάς του χωριού θα επιχειρήσει να τη βοηθήσει και σκαρφίζεται ένα σχέδιο: στα Θεοφάνεια θα βοηθήσει τη Μανταλένα να πιάσει το σταυρό λέγοντας μετά στους συγχωριανούς πως επρόκειτο για θέλημα Θεού. Όταν όλοι αρχίζουν να ταξιδεύουν με τη βάρκα της, η Μανταλένα θα βρει εκεί τριαντάφυλλα, χωρίς να ξέρει ποιος τα αφήνει. Αν ταξιδεύει ο έρωτας με το καΐκι της, ποια είναι η μορφή του; Ο σεναριογράφος Γιώργος Ρούσσος εμπνέεται από πραγματικό περιστατικό της νιότης του στο νησί και γράφει μια από τις μεγάλες επιτυχίες της εποχής, τόσο ηθογραφία μιας μικρής, κλειστής κοινωνίας, όσο και λαϊκού ερείσματος αισθηματική ιστορία που βάζει την ηρωίδα σε πρώτο πλάνο καθώς προσπαθεί να ξεπεράσει τις προκαταλήψεις του συντηρητικού, ανδροκρατούμενου περιβάλλοντός της.
Η ταινία του Ντίνου Δημόπουλου που ταξίδεψε μέχρι το Φεστιβάλ Καννών το 1961 μπόρεσε να κοιτάξει πίσω από το όμορφο πρόσωπο του ελληνικού νησιωτικού τοπίου, εντοπίζοντας συμπεριφορές και ιδεοληψίες βαθιά ριζωμένες στον τόπο και τους ανθρώπους του, στήνοντας ταυτόχρονα ένα περίτεχνο ρομαντικό γαϊτανάκι γύρω από ένα γεμάτο ζωή κοινωνικό ψηφιδωτό. Η μεγάλη σταρ του ελληνικού σινεμά της εποχής, Αλίκη Βουγιουκλάκη ενσαρκώνει έναν από τους πιο εμβληματικούς ρόλους της καριέρας της, ο διευθυντής φωτογραφίας Γουόλτερ Λάσαλι εμπνέεται μοναδικά από την θάλασσα και το τοπίο της Αντιπάρου, ενώ ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει για την ταινία μερικά από τα δημοφιλέστερα τραγούδια του. Μια ταινία γεμάτη χάρη, νιότη και απαλότητα, με την υπογραφή ενός κλασικού σκηνοθέτη του ελληνικού στούντιο συστήματος, με μοναδική ευκινησία ανάμεσα στα κινηματογραφικά είδη.
Η ταινία θα προβληθεί σε ψηφιακή κόπια (DCP) με αγγλικούς υπότιτλους. Η προβολή της ταινίας γίνεται με την υποστήριξη της Finos Film.
ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ του Ροβήρου Μανθούλη | 1960 | 28´ | Παραγωγοί: Ροβήρος Μανθούλης, Φώτης Μεσθεναίος, Ηρακλής Παπαδάκης | Σενάριο: Ροβήρος Μανθούλης σε συνεργασία με τον αρχαιολόγο Γιάννη Μηλιάδη | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Φώτης Μεσθεναίος.
Αφηγείται ο Γιάννης Μηλιάδης.
Μορφωτικό ντοκιμαντέρ των Ροβήρου Μανθούλη, Φώτη Μεσθεναίου και Ηρακλή Παπαδάκη γυρισμένο υπό την αρχαιολογική καθοδήγηση του Γιάννη Μηλιάδη, Διευθυντή του Μουσείου της Ακροπόλεως, ο οποίος είναι και αφηγητής. Αποτελεί μια θαυμαστής συνέπειας χαρτογράφηση του χώρου της Ακρόπολης, στα αντικείμενα, τους χώρους, την εικονογραφία, την σύνδεση με την ιστορία και με την παράδοση. Από τις εναρκτήριες στιγμές και την παρουσίαση της περιπλοκότητας και της ιδιαιτερότητας της θέσης της, και μέσα από την παρουσίαση κάθε εντυπωσιακής λεπτομέρειας, αλλά και ενός ευρύτερου καλλιτεχνικού πλαισίου, το φιλμ μας ταξιδεύει στο χρόνο συνδέοντας τους αιώνες δόξας της αθηναϊκής ιστορίας με το σήμερα, με το μνημείο να καδράρεται όχι μόνο ως το λαμπερό μνήμα ενός παλιού πολιτισμού, αλλά και ως προς την τωρινή θέση του, πάνω από μια μεγάλη, σύγχρονη πόλη. Σε μια εποχή που έργα του Ροβήρου Μανθούλη βραβεύονταν και ταξίδευαν ήδη στο εξωτερικό κι ο ίδιος ως μέλος της Ομάδας των 5 προωθούσε παθιασμένα την τέχνη του ντοκιμαντέρ και την εκπαίδευση του κοινού, η «Ακρόπολη» βρήκε διανομή με έναν αξιομνημόνευτο τρόπο, μέσα από μια προβολή της στο Μουσείο Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης που οδήγησε στην πώλησή της σε σειρά πανεπιστημίων στην Αμερική και τον κόσμο.
Η ταινία θα προβληθεί σε ψηφιακή κόπια (DCP) με αγγλικούς υπότιτλους, οι οποίοι ενσωματώθηκαν στο πλαίσιο της δράσης «Χώρα, σε Βλέπω».
ΘΗΡΑΪΚΟΣ ΟΡΘΡΟΣ των Κώστα Σφήκα & Σταύρου Τορνέ | 1968 | 22´ | Παραγωγοί: Σταύρος Τορνές, Γιώργος Σαμιώτης | Σενάριο: Κώστας Σφήκας | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γιώργος Πανουσόπουλος | Μοντάζ: Πάνος Παπακυριακόπουλος | Ήχος: Κώστας Σφήκας | Παραγωγή: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Βραβεία / Διακρίσεις / Συμμετοχές σε Φεστιβάλ: Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ Μικρού Μήκους Ταινίας, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1968.
Μια «οπτική κοινωνική έρευνα» πάνω στη Σαντορίνη την εποχή που η πρωτόγονη αγροτική οικονομία δίνει σταδιακά τη θέση της στην ανερχόμενη τότε βιομηχανία του τουρισμού. Οι εξαθλιωμένοι και υποσιτισμένοι κάτοικοί της αντιπαραβάλλονται στην υποβλητική ομορφιά του νησιού με ηχητικό φόντο τους ψαλμούς του Όρθρου. Γυρισμένο στο νησί το καλοκαίρι του ᾽67, κατά την έναρξη της δικτατορίας, το μικρού μήκους φιλμ μέσα από τη δύναμη της αντίστιξης των εικόνων και της μουσικής ξεφεύγει από τα όρια ενός απλού λαογραφικού ντοκιμαντέρ και παρουσιάζεται ως ένα στοιχειωτικό πορτρέτο μιας κοινωνίας δύο ταχυτήτων, σαν δυσοίωνο όραμα ενός μέλλοντος που ήδη εξαπλωνόταν.
«Έπρεπε να δέσουν σε μια ενότητα τραγικά, σατιρικά, επικά, λυρικά στοιχεία, να απαλλαγούν από οποιονδήποτε νατουραλιστικό χειρισμό στην ηχητική πλαισίωση, ν’ αποκτήσουν μουσική έκφραση που να πηγάζει από την παράδοση αλλά που να είναι συγχρόνως σημερινή αντιμεταφυσική κραυγή του πάσχοντος», λένε οι δύο σκηνοθέτες, για αυτή την μέχρι σήμερα σπάνια και ευτυχή κινηματογραφική συνάντηση. Το ηχητικό τοπίο της ταινίας μετατρέπεται έτσι σε ένα πλαίσιο αντιπαραβολής και έκθεσης. Σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη χρήση του μοντάζ και της φωτογραφίας, η ταινία οδηγεί τον θεατή σε μια βαθιά, συγκλονιστική διαδρομή παρατήρησης. Ρημαγμένοι πληθυσμοί, μια ολόκληρη τάξη στην υπηρεσία της ραγδαίας τουριστικής ανάπτυξης, σε ένα αιχμηρά πολιτικό έργο-προπομπό του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, που θα ερχόταν με τη Μεταπολίτευση. Η ταινία αγοράστηκε μεταξύ άλλων και από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜΟΜΑ), που θέλησε να τη συμπεριλάβει στη συλλογή του.
Η ταινία θα προβληθεί σε νέα αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια (DCP), που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Δράσης «Χώρα, σε Βλέπω».
TO ΟΙΚΟΠΕΔΟ του Θόδωρου Μαραγκού | 1971 | 13´ | Παραγωγός: Θόδωρος Μαραγκός | Σενάριο: Θόδωρος Μαραγκός | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Θόδωρος Μαραγκός | Μοντάζ: Θόδωρος Μαραγκός | Συγχρονισμοί και Τεχνική Επεξεργασία: Μανώλης Σακκαδάκης | Παραγωγή: Tριαντάφυλλος Films.
Η ζωή σε ένα οικόπεδο των Πετραλώνων σε τρεις εποχές του χρόνου. Σε μια αλάνα, το φθινόπωρο στήνεται ένα Λούνα Παρκ, το χειμώνα το οικόπεδο ερημώνεται και την άνοιξη χρησιμεύει σαν στάδιο όπου γίνονται οι γυμναστικές επιδείξεις του σχολείου, οι οποίες κατά τη διάρκεια της Χούντας γίνονται ένα ακόμα εργαλείο αποπροσανατολισμού από το καθεστώς. Μια σύνθεση από στιγμές της ζωής όπως κυλάει σε μια από τις τότε λιγότερο αστραφτερές γωνιές της πρωτεύουσας, όπου ένας χώρος αποκτά τη δική του υπόσταση. Το πέρασμα του χρόνου σμιλεύει τον χαρακτήρα ενός κομματιού γης αφήνοντας εκεί πάνω τα σημάδια του, όπως θα το έκανε και σε έναν άνθρωπο. Στιγμές χαράς και ζωντάνιας δίνουν τη θέση τους σε μια βροχερή μελαγχολία, σαν αλλαγές διάθεσης στην αλλαγή των εποχών. Μέχρι που το συμφέρον, μια εξωγενής δύναμη, διαλύει τα πάντα κατά την ανέγερση μιας οικοδομής. Το τέλος είναι αμείλικτο και αναπόφευκτο.
Στο πρώτο του δείγμα live action κινηματογράφου μετά από αξιοσημείωτες δουλειές στο animation, ο Μαραγκός κοιτάζει με ματιά ανθρώπινη και κινηματογραφική εκεί που μοιάζει να μην υπάρχει απολύτως τίποτα, και βλέπει τον λυρισμό μιας ολόκληρης ύπαρξης. Χρησιμοποιώντας τα απλούστερα μέσα, αποδίδει με αυθεντικότητα έναν ανθρώπινο χώρο, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ένα σπάνιο εσωτερικό ρυθμό. Μετατρέποντας σε ποίηση κάτι τόσο καθημερινό που περνά τελικά απαρατήρητο, αναδεικνύει έτσι την πολιτική του διάσταση. «Έδειχνα την κατάντια της ελληνικής κοινωνίας στα χρόνια της χούντας», λέει ο ίδιος για το έργο, που γυρίστηκε το ‘71 και είχε απαγορευτεί από το καθεστώς. Ο Μαραγκός, που σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του θα παραμείνει πιστός στο ανθρωποκεντρικό του όραμα, χαρίζοντας στο κοινό μεγάλες εμπορικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες όπως το «Μάθε Παιδί μου Γράμματα», μπολιάζει εδώ με την εικαστική του ευαισθησία μια δήλωση πολιτικών πεποιθήσεων, αφήνοντας μια μικρού μήκους διάρκειας αλλά μεγάλης σημασίας παρακαταθήκη.
Η ταινία θα προβληθεί σε νέα αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια (DCP), που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Δράσης «Χώρα, σε Βλέπω», με αγγλικούς υπότιτλους.
ΣΤΑ ΤΟΥΡΚΟΒΟΥΝΙΑ του Λευτέρη Ξανθόπουλου | 1982 | 23´ | Σενάριο: Λευτέρης Ξανθόπουλος | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Σπύρος Νούνεσης | Μοντάζ: Σπύρος Προβής | Ήχος: Δημήτρης Αθανασόπουλος | Παραγωγή: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Γ. Εμιρζάς ΕΠΕ.
Βραβεία / Διακρίσεις / Συμμετοχές σε Φεστιβάλ: Βραβείο Kαλύτερου Nτοκιμαντέρ, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1982.
Στην υψηλότερη κορυφή της λοφοσειράς των Τουρκοβουνίων στην Αθήνα, τα πρώτα αυθαίρετα κτίσματα άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στη δεκαετία του ᾽50 εποικισμένα από οικογένειες άστεγων εσωτερικών μεταναστών σε αναζήτηση ενός μέρους το οποίο θα μπορούσαν να αποκαλέσουν σπίτι. Βασισμένη σε αφηγήσεις των κατοίκων της περιοχής, από τις περιπέτειες που τους οδήγησαν ως εκεί μέχρι τα πορτρέτα τους σε ένα ακόμα βασανισμένο και αβέβαιο παρόν, η ταινία ολοκληρώνει μια τριλογία μικρού μήκους ντοκιμαντέρ πάνω στο μεταναστευτικό ζήτημα από τον Λευτέρη Ξανθόπουλο, μετά τα «Ελληνική Κοινότητα Χαϊδελβέργης» και «Ο Γιώργος από τα Σωτηριάνικα».
Με όπλο την ιδιότυπη καλλιτεχνική του γλώσσα και εντοπίζοντας την σκληρή αστική ποίηση στο
σινεμά τεκμηρίωσης, ο Ξανθόπουλος στοχάζεται πάνω στον ξεριζωμό και την φυγή. Το βλέμμα του είναι αφενός εστιασμένο πάνω στους ήρωές του μέσα σε μια Αθήνα που αλλάζει ραγδαία, και αφετέρου στο πλαίσιο μες στο οποίο κινούνται, από τις αντιστάσεις που συναντούν μέχρι την αντιπαραβολή με ένα λαβυρινθώδες αστικό τοπίο που ελλοχεύει στο περιθώριο του πορτρέτου που ζωγραφίζει. Ένα ντοκιμαντέρ φτιαγμένο με τα απολύτως αναγκαία υλικά, σμιλευμένο με ταπεινότητα και λεπτομέρεια πάνω σε πρόσωπα και σε τόπους, δομημένο σαν ένα δυσβάσταχτο κοινωνικό δράμα για μια ολόκληρη κοινωνία κρυμμένη από τα μάτια μας.
Η ταινία παραχωρήθηκε από το Αρχείο Ταινιών της Διεύθυνσης Παραστατικών Τεχνών και Κινηματογράφου του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και έχει αποκατασταθεί και ψηφιοποιηθεί με δαπάνες του ίδιου του Υπουργείου. Η ταινία θα προβληθεί με αγγλικούς υπότιτλους, οι οποίοι ενσωματώθηκαν στο πλαίσιο της δράσης «Χώρα, σε Βλέπω».
ΑΘΗΝΑΙ της Εύας Στεφανή | 1995 | 40´ | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Εύα Στεφανή | Μοντάζ: Γκίντεον Μπόλτιν | Ήχος: Λαουρέντιου Καλσίου | Παραγωγή: The National Film & TV School.
Η ζωή στον σταθμό Λαρίσης, μια ανοιξιάτικη βραδιά του 1995. Γυρισμένο κατά τη διάρκεια τεσσάρων εβδομάδων, όμως υιοθετώντας τη χρονολογική δομή μιας βραδιάς, το φιλμ αποτελεί μια πινακοθήκη προσώπων που συχνάζουν στον σταθμό: άστεγοι, φαντάροι, μετανάστες, ορίζουν έναν χώρο συνάντησης και συνύπαρξης διαφορετικών κόσμων. Η πτυχιακή ταινία της Εύας Στεφανή, όχι μόνο μας συστήνει μια καθοριστική φιγούρα του ελληνικού αβαν-γκαρντ, αλλά μας εισάγει και στον κόσμο του ντοκιμαντέρ παρατήρησης που υπηρετεί, επιτρέποντας στους χαρακτήρες της να καταλάβουν τον κινηματογραφικό χώρο που το σινεμά ευρείας κατανάλωσης συχνά τους αρνείται.
Η άσκηση της παρατήρησης δεδομένα επηρεάζει αυτό που παρατηρείται, όμως η Στεφανή περιπλανιέται στον χώρο, έρχεται σε επαφή με τα πρόσωπα ώσπου να εξοικειωθούν πλήρως με την εισβολή της κάμερας, δίνοντας τελικά στους σχεδόν αόρατους ήρωές της μια απόλυτη ελευθερία κίνησης και έκφρασης, κινηματογραφικά σχεδόν άφταστη. Με αυτό τον τρόπο καταλήγει να εξερευνά την ίδια τη διάσταση της αλήθειας μέσω της εικόνας, οδηγώντας τον θεατή να χαθεί σε έναν πραγματικό κόσμο, όπου απρόβλεπτοι άνθρωποι – κάποιοι από αυτούς περιθωριοποιημένοι – παίρνουν φωνή, ταξιδεύουν σε ανεξερεύνητες γωνιές του ψυχισμού τους και ορίζουν οι ίδιοι τον κόσμο τους. Η παρατήρηση, ως ταξίδι σε έναν άλλο τόπο- ταυτόχρονα οικείο αλλά και ανοίκειο. Ένας Σταθμός που νοηματοδοτείται από τους περιστασιακούς του κατοίκους.
Η ταινία θα προβληθεί σε νέα αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια (DCP), που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Δράσης «Χώρα, σε Βλέπω», με αγγλικούς υπότιτλους.
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ του Λάκη Παπαστάθη | 1972 | 19´ | Σενάριο: Λάκης Παπαστάθης | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Θανάσης Νέτας | Μοντάζ: Θανάσης Ρεντζής | Μουσική: Μάνος Λοΐζος, Δόμνα Σαμίου (τραγούδι) | Παραγωγή: Cinetic.
Αφηγείται ο Θόδωρος Κατσαδράμης.
Βραβεία / Διακρίσεις / Συμμετοχές σε Φεστιβάλ: Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Mικρού Μήκους στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1972.
Ολόκληρη η ζωή ενός μετανάστη, όπως την αφηγείται ο ίδιος μέσα από ένα δεματάκι από 120 καρτ-ποστάλ και φωτογραφίες, μετατρέπεται σε ντοκουμέντο ενός ολόκληρου εθνικού ξεριζωμού. Ο Αναστάσιος ξεκινάει από το Γύθειο το 1905, φτάνει στην Πάτρα και από εκεί με το υπερωκεάνιο ταξιδεύει στην Αμερική. Ζει εκεί εργαζόμενος σε εστιατόρια. Το 1930 γυρίζει στον τόπο του για να παντρευτεί γυναίκα από την πατρίδα του. Φεύγει μαζί της στην Αμερική, δημιουργούν οικογένεια με δυο παιδιά. Μετά τον εμφύλιο και την άνοδο στην εξουσία του στρατάρχη Παπάγου, επιστρέφουν οριστικά για να πεθάνουν στην Ελλάδα. Όλο το ντοκιμαντέρ στηρίζεται στις εικόνες από τις καρτ-ποστάλ και τις φωτογραφίες που έστελνε στο σπίτι του για πενήντα περίπου χρόνια. Πίσω από αυτές τις εικόνες, υπάρχει πάντα ένα κείμενο, το οποίο αποτέλεσε και το σπικάζ της ταινίας.
Ο Λάκης Παπαστάθης αποκρυπτογραφεί τη ζωή ενός μετανάστη μέσα από δικά του αναμνηστικά που κάπως, κάποτε, κατέληξαν σε ένα υπόγειο παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι. Μια ολόκληρη ζωή ξεχασμένη σε μια σκονισμένη στοίβα σε κάποιο παλιό ράφι; Στα χέρια του Παπαστάθη, γίνεται και κάτι ακόμα παραπάνω, καθώς η ταινία του μοιράζεται μοτίβα και κοινές αγωνίες για την «κακούργα ξενιτιά», για τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες πίσω από την «κατάρα της Ελλάδας». Τα λόγια που έγραφε δεκαετίες πριν ο Αναστάσιος τυλίγουν με ζεστασιά και ευγένεια τις εικόνες του, ζωντανά κειμήλια ενός συλλογικού εθνικού πόνου. «Πονούσε το κορμί του από τον ξεριζωμό και στρεφόταν στις ρίζες του εδώ, για να βρει τα λόγια να το εκφράσει», λέει ο Παπαστάθης, καταφέρνοντας σε ένα σπουδαίο κινηματογραφικό ντοκουμέντο να αποτυπώσει την βιωματική νοσταλγία με τρόπο πρωτοποριακό όσο και βαθιά ανθρώπινο. Ταυτόχρονα, δίνοντας τον τόνο για ένα εμβληματικό και μονίμως ανήσυχο σύνολο έργου που θα ακολουθούσε, καθώς απλώνεται στις δεκαετίες.
Η ταινία θα προβληθεί σε νέα αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια (DCP), που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Δράσης «Χώρα, σε Βλέπω», με αγγλικούς υπότιτλους.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΚΡΟΪΤΣΜΠΕΡΓΚ του Γιώργου Καρυπίδη | 1975 | 22´ | Παραγωγός: Γιώργος Καρυπίδης | Σενάριο: Γιώργος Καρυπίδης | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Θεόδωρος Μαργκάς.
Βραβεία / Διακρίσεις / Συμμετοχές σε Φεστιβάλ: Β’ Βραβείο Ταινίας Μικρού Μήκους, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1975.
Στη συνοικία Κρόιτσμπεργκ του Δυτικού Βερολίνου ζουν ξένοι εργάτες, Έλληνες και Τούρκοι οι οποίοι αγωνίζονται για ένα καλύτερο μέλλον, ενώ παράλληλα προσπαθούν να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα. Η ζωή, τα προβλήματα και η συλλογική πολιτική δράση των γκασταρμπάιτερ γίνεται αντικείμενο εξερεύνησης στο σπουδαίο ντοκιμαντέρ του Γιώργου Καρυπίδη, ο οποίος για ένα διάστημα είχε κι ο ίδιος ζήσει και εργαστεί ως σκηνοθέτης στο Βερολίνο για τη δημόσια τηλεόραση SFB.
Δημιουργός με βαθιά γνώση της διαρκώς εξελισσόμενης διεθνούς κοινωνικοπολιτικής συνθήκης, ο Καρυπίδης, έχοντας παράλληλα δουλέψει και σπουδάσει σε διαφορετικές χώρες, διέθετε όλα τα αναγκαία εργαλεία για ένα σινεμά διεθνιστικό, με ανοιχτές κοινωνικές κεραίες. Είτε μέσα από ντοκιμαντέρ είτε μέσα από τα μετέπειτα κλασικά του νουάρ, η κοινή γραμμή πάντοτε επιστρέφει σε καταστάσεις και σε ήρωες που κουβαλάνε το υπαρξιακό τους βάρος με ένα ελπιδοφόρο βλέμμα στο μέλλον. Σε αυτό το έξοχο δείγμα κοινωνικού ντοκιμαντέρ, μακριά από την οποιαδήποτε απόπειρα αφηγηματικής και συναισθηματικής ευκολίας, ο Καρυπίδης συλλαμβάνει κάτι από τη συλλογική αγωνία ολόκληρων γενεών που βρέθηκαν ξεριζωμένες.
Η ταινία θα προβληθεί σε νέα αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια (DCP), που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Δράσης «Χώρα, σε Βλέπω», με αγγλικούς υπότιτλους.
ΤΟ ΑΛΛΟ ΓΡΑΜΜΑ του Λάμπρου Λιαρόπουλου | 1976 | 72´ | Παραγωγός: Λάμπρος Λιαρόπουλος | Σενάριο: Λάμπρος Λιαρόπουλος | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Σταύρος Χασάπης | Μοντάζ: Ανδρέας Ανδρεαδάκης | Παραγωγή: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Αφηγείται ο Κώστας Καστανάς.
Βραβεία / Διακρίσεις / Συμμετοχές σε Φεστιβάλ: Β´ Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, Βραβείο Φωτογραφίας, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1976.
«Μου ζητάς να σου πω μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Αρχή, γίνεται κάθε στιγμή και το τέλος δε χωράει στην οθόνη που βλέπεις». Τα λόγια του ίδιου του σκηνοθέτη Λάμπρου Λιαρόπουλου γίνονται νοηματική άγκυρα ενός στυλιστικά φιλόδοξου μα πάνω απ’ όλα δυσβάσταχτα προσωπικού, υβριδικού φιλμικού ντοκουμέντου, όπου η πόλη, η χώρα, οι εποχές, οι πολιτικές μετεξελίξεις διαπλέκονται ως ένα με το σινεμά του δημιουργού. Η ταινία, η πρώτη και τελευταία μεγάλου μήκους ενός σκηνοθέτη που έφυγε τραγικά νωρίς αφήνοντας ένα μικρό σύνολο έργου πίσω του (ή, όπως έλεγε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, «μάλλον ο όγκος του έργου του Λιαρόπουλου ήταν αρκετά μεγάλος, αλλά φαίνεται πως τον αγνοούσαν ακόμη και οι συνάδελφοί του»), αποτελεί μια αυτοβιογραφική καταγραφή όσο και ένα σχόλιο πάνω στην κρίσιμη δεκαετία 1965-1975, για τον χρόνο που σμιλεύει, δημιουργεί, καταστρέφει, για τον κόσμο γύρω μας που αλλάζει, για την Αθήνα και την Ελλάδα.
Ξεκινά ως δοκίμιο σε πρώτο πρόσωπο με τον Λιαρόπουλο να εξηγεί πως «η ταινία που γυρίζουμε δεν έχει υπόθεση ούτε ηθοποιούς. Πρωταγωνιστής είναι ο χρόνος που έρχεται και φεύγει και ο κόσμος γύρω μας που αλλάζει. Ο κόσμος αυτός είμαστε όλοι μας, με τη δουλειά μας, με τους ανθρώπους που αγαπούμε, με τα παιδιά μας. Είναι τα σπίτια μας, είναι η πόλη που ζούμε, είναι η χώρα μας. Η κινηματογραφική μηχανή γράφει εικόνες από την καθημερινή ζωή και αποτυπώνει πάνω στο φιλμ τη σημασία τους». Στο φιλμ ενσωματώνει τις δύο μικρού μήκους του, το «Γράμμα από το Σαρλερουά» που γύρισε το 1965 όταν ακόμα δούλευε ως βοηθός του Ανρί Λανγκλουά στη Γαλλική Ταινιοθήκη και το «Αθήνα Πόλη Χαμόγελο» που γυρίστηκε το 1967 αμέσως πριν την έλευση της δικτατορίας. Αυτές οι εικόνες δεμένες όλες μεταξύ τους, θα αποτελέσουν μια καθηλωτική προσπάθεια του σκηνοθέτη να μιλήσει για τη σχέση του με μια χώρα καθώς προσπαθεί να προσαρμοστεί σε μια νέα δεκαετία, μια νέα εποχή. Τη σχέση του, και τη σχέση τελικά όλων μας, με την ζωή και με τον ίδιο μας τον τόπο.
Η ταινία θα προβληθεί σε νέα αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια (DCP), που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Δράσης «Χώρα, σε Βλέπω», με αγγλικούς υπότιτλους.
ΦΟΥΡΝΟΙ, ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ των Αλίντα Δημητρίου & Νίκου Κανάκη | 1983 | 48´ | Σενάριο: Αλίντα Δημητρίου, Νίκος Κανάκης | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Αλέξης Γρίβας | Μοντάζ: Νίκος Κανάκης | Ήχος: Μίμης Κιμουλιάτης | Παραγωγή: YΠΠΟΑ.
Αφηγείται ο Νίκος Κανάκης.
Στο νησί Φούρνοι της Ικαρίας, ένας ερευνητής παρακολουθεί τη ζωή των κατοίκων. Δίχως προκαθορισμένο σενάριο, δίχως έτοιμες ερωτήσεις, ως απλός παρατηρητής. Μέσα από αυτή την έρευνα, ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας η κοινωνία των Φούρνων μέσα από τους ανθρώπους της, μέσα από αναμνήσεις, μέσα από αγωνίες, μέσα από τον καθημερινό μόχθο. Στο νησί, οι άνδρες είναι ναυτικοί και οι γυναίκες έχουν αναλάβει όλα τα πόστα που πιο συμβατικά θα περίμενε κανείς να εκτελούνται από τους άντρες, από οικοδομικές εργασίες μέχρι αγροτικές δουλειές. Η κάμερα της Αλίντας Δημητρίου και του Νίκου Κανάκη καταγράφει έτσι με ανάγλυφο τρόπο τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα και το πώς ο καταμερισμός της εργασίας αποτελεί βασικό γρανάζι στην λειτουργία της κοινωνικής μηχανής.
Ένα από τα πρώτα ντοκιμαντέρ της Αλίντας Δημητρίου, η οποία καθόλη τη διάρκεια της καριέρας της υπηρέτησε το ακτιβιστικό ντοκιμαντέρ, συνδέοντας την κοινωνική παρατήρηση με την εξερεύνηση της θέσης και του ρόλου της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία των τελευταίων δεκαετιών. Ταυτόχρονα, ένα από τα πιο σημαντικά έργα του μοντέρ και σκηνοθέτη Νίκου Κανάκη, ο οποίος έχοντας μόλις ολοκληρώσει τη σειρά δεκάδων ντοκιμαντέρ «Η Ελλάδα των 5 Ωκεανών», εφαρμόζει τεχνογνωσία και βλέμμα σε ένα μικρότερης εμβέλειας αλλά πυκνότερης σημειολογίας καμβά. Μέσα από μια σπουδαίας αφοσίωσης μεθοδολογία προφορικής ιστορίας, όπου την Ιστορία αφηγούνται μέσα από τα βιώματά τους οι ίδιοι οι -συνήθως χωρίς βήμα και χωρίς φωνή- μάρτυρες, η Δημητρίου κι ο Κανάκης τελειοποιούν ένα είδος πολιτικού ντοκιμαντέρ που δεν μένει στην στείρα καταγραφή, αλλά συνδέει την παρατήρηση με την ιδεολογία και με το κοινωνικό ιδεατό. Η ανθρωπολογική τους ματιά δίνει πλατφόρμα και βοή σε φωνές περιθωριοποιημένες από την επίσημη ιστορική καταγραφή, όπως αναδεικνύεται ιδανικά και στην περίπτωση των «Φούρνων», όπου ο φεμινισμός αναπτύσσεται αναγκαία μέσα από τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.
Η ταινία παραχωρήθηκε από το Αρχείο Ταινιών της Διεύθυνσης Παραστατικών Τεχνών και Κινηματογράφου του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και έχει αποκατασταθεί και ψηφιοποιηθεί με δαπάνες του ίδιου του Υπουργείου. Η ταινία θα προβληθεί με αγγλικούς υπότιτλους, οι οποίοι ενσωματώθηκαν στο πλαίσιο της δράσης «Χώρα, σε Βλέπω».
ROM του Μενέλαου Καραμαγγιώλη | 1989 | 76´ | Σενάριο: Μενέλαος Καραμαγγιώλης | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ανδρέας Σινάνος, Ηλίας Κωνσταντακόπουλος | Μοντάζ: Τάκης Γιαννόπουλος | Μουσική: Νίκος Κυπουργός | Ήχος: Δημήτρης Αθανασόπουλος, Δημήτρης Κασιμάτης.
Αφηγούνται οι: Ηλέκτρα Αλεξανδροπούλου, Γιώργος Κώνστας, Μενέλαος Καραμαγγιώλης, Μαρίκα Τζιραλίδου.
Βραβεία / Διακρίσεις / Συμμετοχές σε Φεστιβάλ: Βραβεία Καλύτερου Ντοκιμαντέρ και Μοντάζ, Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1989. Βραβεία Καλύτερης Ταινίας-Ντοκιμαντέρ και Καλύτερης Μουσικής, Κρατικά Βραβεία Κινηματογράφου 1990, Επίσημη Συμμετοχή Cinéma du Réel 1990. Επίσημη Συμμετοχή IDFA, 1991, Επίσημη Συμμετοχή Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σαν Σεμπαστιάν 1991, Επίσημη Συμμετοχή Βιεννάλε 2018.
Το 1979, ο ΟΗΕ αναγνωρίζει τη φυλή των Ρομά με το προγονικό της όνομα RΟΜ. Μια δεκαετία αργότερα, η ταινία του Μενέλαου Καραμαγγιώλη χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τον όρο ROM στην Ελλάδα και επιχειρεί να δώσει το στίγμα του λαού αυτού στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ακολουθώντας τέσσερις διαφορετικές κατευθύνσεις που εκφράζονται στα πρόσωπα των τεσσάρων αφηγητών: Ο Δάσκαλος παρουσιάζει τις ρίζες των Ρομά αναλύοντας τις σπάνιες ιστορικές μνείες, σαν να διαβάζει από τα περιθώρια της Ιστορίας, και ο Φωτογράφος αποτυπώνει σε εικόνες το παρόν ενός λαού που δεν είχε ποτέ γραπτή παράδοση και επίσημη ιστορία. Η Τάμαρα μας ξεναγεί σε αρχέγονους μύθους, ιστορίες και τρόμους που εκφράζουν μια ολόκληρη κοινή ιστορία, ενώ η Άιμα μας συστήνει τη ματιά μιας νέας γενιάς που κοιτά προς το μέλλον, αναζητώντας μια νέα ταυτότητα δεμένη με το σήμερα.
Θεματικά και στυλιστικά τολμηρό, πρωτοποριακό αβαν-γκαρντ ντοκιμαντέρ που προέκυψε ως παραγωγή της -αμήχανης απέναντι στο περιεχόμενο- δημόσιας τηλεόρασης, το φιλμ του Καραμαγγιώλη βρήκε απέναντί του αντιστάσεις, λογοκρίθηκε στην εποχή του και δημιούργησε αντιδράσεις, βουτώντας βαθιά σε μια πλευρά της Ελλάδας που πολλοί θα προτιμούσαν να προσποιούνται πως δεν υφίσταται. Πλέκοντας περίτεχνα μύθο με ιστορική αλήθεια και νότες μαγείας με κοινωνιολογική παρατήρηση, ο Καραμαγγιώλης αφήνει κατά μέρος την προσέγγιση της γραμμικής αφήγησης και ανιχνεύει την ιστορική εξέλιξη της Ρομά παράδοσης μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον βίαιης απόρριψης. Συνεκτικό ρόλο παίζουν τα έμμονα leitmotifs της εικόνας και της μουσικής, που τονίζουν ακόμη περισσότερο τη συνειρμική διάσταση του φιλμ, μια διάσταση που δεν παρακολουθεί τη διαδρομή της λογικής αλλά την τροχιά της περιπέτειας, και που επιμένοντας στη γοητεία του επουσιώδους, συγγενεύει όσο μπορεί με τα τσιγγάνικα παραμύθια. Ταινία-σταθμός στην ιστορία του ελληνικού ντοκιμαντέρ που χαρακτηρίστηκε «αριστούργημα που πρέπει να μείνει κλασικό στην ιστορία του σινεμά» από τη Cinémathèque Française, το φιλμ του Καραμαγγιώλη αποτελεί ένα φορμαλιστικά περιπετειώδες δείγμα κοινωνικού και πολιτικού σινεμά που ερευνά με καθοριστικό τρόπο την ιδέα της ταυτότητας.
Η ταινία θα προβληθεί σε νέα αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια (DCP), που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Δράσης «Χώρα, σε Βλέπω», με αγγλικούς υπότιτλους.
…ΛΙΠΟΤΑΚΤΗΣ των Γιώργου Κόρρα & Χρήστου Βούπουρα | 1988 | 121’ | Παραγωγοί: Γιώργος Κόρρας, Χρήστος Βούπουρας | Σενάριο: Γιώργος Κόρρας, Χρήστος Βούπουρας | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ανδρέας Μπέλλης | Μοντάζ: Γιώργος Κόρρας, Χρήστος Βούπουρας | Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου | Σκηνικά – Kοστούμια : Δαμιανός Ζαρίφης | Ήχος: Νίκος Αχλάδης | Παραγωγή: Οπτικοακουστική ΕΠΕ, Ε.Τ. 1, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Παίζουν οι: Στέλιος Μάινας, Τούλα Σταθοπούλου, Λεωνίδας Νομικός, Στέλιος Παύλου, Σίντα Στεφανοπούλου, Γιώργος Γιαννόπουλος, Στέλιος Ρέππας, Γιάννης Χριστογιάννης, Μάγδα Τσαγκάνη, Παναγιώτης Σταματόπουλος, Τάσος Παντζαρτζής.
Βραβεία / Διακρίσεις / Συμμετοχές σε Φεστιβάλ: Βραβείο Β´ Γυναικείου Ρόλου (Τούλα Σταθοπούλου) & Βραβείο Κριτικών, Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1988. Α’ Βραβείο, Φεστιβάλ Τορίνο 1989. Επίσημη Συμμετοχή, Πανόραμα Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου 1988.
Σε μια επαρχιακή λουτρόπολη, ο Μανώλης, τρεις φορές λιποτάκτης από το στρατό, θα θελήσει να επανενταχτεί στην κοινωνία της πόλης του. Την αλλαγή αυτή παρακολουθεί με πίκρα ο Χρήστος, ένας νεαρός γκέι άνδρας από την Αθήνα, που φτάνει εκεί γοητευμένος από τον Μανώλη, τον ατίθασο χαρακτήρα του, και την ικανότητά του να κουβαλάει φαινομενικά άκοπα όλες τις αντιφάσεις του κοινωνικού τους περιβάλλοντος. Σε αυτό το μωσαϊκό χαρακτήρων, το χρήμα λειτουργεί ως συνδετικός ιστός, αφού η πόλη τελικά ευημερεί χάρη στις ντόπιες τουριστικές επιχειρήσεις. Αυτή ακριβώς η στροφή στο γρήγορο κέρδος και το αδιέξοδο της ανεξέλεγκτης εμπορευματοποίησης είναι τελικά που θα επιτρέψουν στον Μανώλη να υποκύψει και να αφομοιωθεί από το περιβάλλον, αφήνοντας τον Χρήστο να παρακολουθεί σαν όλα να τον γοητεύουν και να τον απωθούν την ίδια στιγμή. Η ομοφυλοφιλία τους όχι μόνο δεν γίνεται αποδεκτή, αλλά τα επαρχιακά σαλόνια αντηχούν και αναπαράγουν την αστική εχθρότητα.
Το φιλμ, μέσα από μια στιβαρή κινηματογραφική ματιά και μια αναγκαία οικονομία στην προσέγγιση, προοικονομεί μια Ελλάδα που έρχεται ή και που είναι ήδη εδώ, χαρτογραφώντας τόσο τον ψυχισμό των ηρώων και της μεταξύ τους ερωτικής σχέσης που δοκιμάζεται, όσο και έναν κοινωνικό μικρόκοσμο γύρω τους βυθισμένο στην υποκρισία, τον νεοπλουτισμό και την πνευματική παρακμή. Με άλλα λόγια ψηλαφεί και καταγράφει την απώλεια της λαϊκότητας της ελληνικής επαρχίας και της ελληνικής κοινωνίας. Μια λαϊκότητα που υπήρξε τροφός για τον ελληνικό κινηματογράφο και την τέχνη επί δεκαετίες. Με ρίζες που εντοπίζονται ακόμα και στον ιταλικό νεορεαλισμό και με μια παθιασμένη αναζήτηση ερεθισμάτων, αισθητικής αλήθειας και ποίησης σε μια κυνική νέα πραγματικότητα, το φιλμ ταξιδεύει μέχρι το Πανόραμα του Βερολίνου και αποτελεί μια τολμηρή προσθήκη στην έως τότε σπάνια στα ντόπια εδάφη queer φιλμογραφία αλλά και τη θεμέλια λίθο σε μια φιλμογραφία αφοσιωμένη στην εξερεύνηση του διαφορετικού. Κάτι που, όπως εξάλλου λέει κι ο συν-σκηνοθέτης Χρήστος Βούπουρας, αποτελεί για τον ίδιο «μια γοητεία που δεν έχει τελειωμό. Κάθε τι το διαφορετικό ενέχει κι έναν άγνωστο κόσμο. Η ανακάλυψή του, αποτελεί πηγή γνώσης και καθρέφτη του ίδιου μας του εαυτού».
Η ταινία θα προβληθεί σε νέα αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια (DCP), που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Δράσης «Χώρα, σε Βλέπω», με αγγλικούς υπότιτλους.