Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Η παράσταση «Η Χώρα που ποτέ δεν πεθαίνεις» -βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Ορνέλα Βόρπσι, επιστρέφει σε διασκευή και σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι, μετά τη θετική ανταπόκριση που έλαβε από κοινό και κριτικούς, για τέσσερις μόνο παραστάσεις στη σκηνή του θεάτρου Σταθμός –στις 23, 24, 30 και 31 Μαρτίου, στις 9 μ.μ. [Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο].
Στο βραβευμένο και πολυμεταφρασμένο μυθιστόρημα, που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, η συγγραφέας δημιουργεί ένα καθαρά γυναικείο σύμπαν που αμύνεται, ονειρεύεται, συνθλίβεται και, στο τέλος, επιβιώνει σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Ένα βαλκάνιο αφήγημα για την ταπείνωση αλλά και την αντίσταση της γυναίκας ενάντια στα πατριαρχικά καθεστώτα.
Με τον Ένκε Φεζολλάρι, είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε.
Θα θέλατε να μας συστήσετε το έργο;
«Πρόκειται για μια νουβέλα που γράφτηκε το 2004 και συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα της ανατολικοευρωπαϊκής λογοτεχνίας κατά τη μετακομμουνιστική περίοδο από την εικαστικό –συγγραφέα Ορνέλα Βόρπσι, που ζει και εργάζεται στο Παρίσι. Είναι στην ουσία η προσωπική ιστορία της συγγραφέως, που γεννιέται κάτω από το άστρο του Ενβέρ Χότζα στην Αλβανία και περιγράφει τη ζωή της, ουσιαστικά ένα ταξίδι ενηλικίωσης. Η ηρωίδα του βιβλίου, όπως η ίδια η Ορνέλα, μεγαλώνει στην Αλβανία του Χότζα, για την ακρίβεια σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, με πρόσχημα την Κομμουνιστική Ιδέα· ο πατέρας πολιτικός κρατούμενος, ο θείος της εκτελεσμένος από το Κόμμα καθώς και άλλες ιστορίες. Κυρίως, όμως, η Ορνέλα μέσα από τη σατιρική της και ειρωνική ματιά μιλά για την ιστορία της Αλβανίας και του λαού, για την πατριαρχία και κυρίως για τη Γυναίκα στην Αλβανία μέχρι την κατάρρευση του καθεστώτος».
Ποια θέματα συναντάμε στον πυρήνα του;
«Στον πυρήνα του έργου συναντάμε τον λαό και τα χαρακτηριστικά του· πρόκειται για μια πτυχή και κυρίως για τον εγκλεισμό που υπέστη ο λαός από τον Χότζα, για την ερωτική καταπίεση, για την ανελευθερία, την πατριαρχία, για τη Γυναίκα, για την κακοποίηση, τις εκτρώσεις, τις εκτελέσεις και για τη Δύση. Κυρίως, όμως, στο επίκεντρο βρίσκεται η Γυναίκα και δη ένα κορίτσι που ενηλικιώνεται μέσα σε μια κοινωνία».
Συναισθήματα και σκέψεις σας όταν «συναντηθήκατε» με το μυθιστόρημα της Βόρπσι;
«Ως παιδί έζησα κυρίως στην εποχή του Ραμίζ Αλία, σε μια περίοδο που το καθεστώς κατέρρεε σιγά σιγά. Βίωσα και εγώ, διότι μεγάλωσα στα Τίρανα, μέσα από άλλη οπτική γωνία, όλα αυτά που περιγράφει το βιβλίο· το σαρκαστικό ύφος και οι σκληρές ιστορίες μού προκάλεσαν οργή αλλά και δάκρυα και αυτά είναι που με οδήγησαν στην εμπλοκή μου με το έργο. Ταυτίστηκα με την ιδιοσυγκρασία αλλά και με τα κοινά μας βιώματα».
Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε στο ανέβασμά του, και πού εστίασαν η διασκευή και η σκηνοθεσία σας;
«Με την Αμαλία Αρσένη θέλαμε να συνεργαστούμε από το 2012, της είχα δώσει τότε το βιβλίο· και μετά από χρόνια, πραγματοποιήθηκε το όνειρό μας. Ο Μάνος Καρατζογιάνης με προσκάλεσε να σκηνοθετήσω αλβανική δραματουργία και έτσι τα πράγματα με οδήγησαν σ’ αυτή τη σκέψη. Λαχταρούσα να μιλήσω για τη δική μου πατρίδα και να συστήσω στο κοινό ένα έργο αλλά και την ιστορία της γείτονος χώρας που ελάχιστοι ξέρουν. Ήθελα να καταλάβει το κοινό από που προήλθαμε, πώς καταντήσαμε μετανάστες -διότι κανείς δεν εγκαταλείπει, ουσιαστικά, την εστία του. Θέλω με το έργο, ακόμα και αυτοί που παραληρούν για τους Αλβανούς, να δουν με άλλο μάτι αυτόν τον λαό… το έργο είναι μια αφορμή σκέψης και παιδείας».
Πείτε μας μια ατάκα, έναν διάλογο ή περιγράψτε μας μια σκηνή από το έργο –ό,τι σας έρθει πρώτο στον νου.
«Για μένα μια συγκλονιστική σκηνή είναι η περιγραφή της τεχνητής λίμνης, όπου πήγαιναν και αυτοκτονούσαν κοπέλες που έμεναν έγκυες… είναι συνταρακτικό. Υπάρχει, φυσικά, και η ιστορία του πατέρα της Ορνέλας, που ταυτίζομαι προσωπικά πολύ. Με ταράζει και το φινάλε, που δεν μπορώ να αποκαλύψω».
Θα μοιραστείτε μαζί μας μια πικρή στιγμή από την καλλιτεχνική σας πορεία;
«Μια πικρή στιγμή θα έλεγα είναι το ανέβασμα του “Θείου Βάνια” που για μένα ο κορωνοιός σταμάτησε, μόλις έκανε δυο παραστάσεις στο ΔΗΠΕΘΕ Σερρών· αυτό που δεν ξαναπαίχτηκε το έργο αυτό, που ήταν πολύ προσωπικό, μου στοίχησε, ένιωσα σαν να πέθανε ένας πολύ δικός μου άνθρωπος, η πίκρα του τέλους, η ματαίωση θα έλεγα με τον κορωνοιό, που μας σταμάτησε καλλιτεχνικά. Δεν έχω πικρή στιγμή στην πορεία, θα έλεγα· σίγουρα το να κάνεις προτάσεις στο Φεστιβάλ ή στο Εθνικό Θέατρο και να σε απορρίπτουν είναι μες στο παιχνίδι, σίγουρα αυτό σου κόβει τη φόρα, η απόρριψη και το να σε αγνοούν, μερικές φορές, ίσως να δημιουργούν πικρά αισθήματα».
Και μια όμορφη;
«Όμορφη στιγμή ήταν που σκηνοθέτησα τον “Άμλετ” στα Τίρανα…. Που επέστρεψα στην Αλβανία».
Θα θέλατε να μας αναφέρετε κάποιο ή κάποια πρόσωπα που ξεχωρίσατε μέσα από τις συνεργασίες που έχετε όλα αυτά τα χρόνια;
«Στη καριέρα μου έχω συνεργαστεί με ανθρώπους που εκτιμώ· ο Ρίτσος που έκανα στα αλβανικά με την Ελένη Αγγελοπούλου, ο Παζολίνι που έπαιξα σε σκηνοθεσία της Αγγελικής Καρυστινού, η καλλιτεχνική συνάντησή μου με την Καλλιόπη Ευαγγελίδου, η συνεργασία μου με τη Μαρία Σκαφτούρα σε αρκετά έργα. Θα ήθελα να αναφέρω και άλλα πρόσωπα που αγαπώ και μοιράζομαι μαζί τους αγωνίες και όνειρα, αλλά θα γεμίσω πολλές σελίδες…»
Έχοντας ζήσει τα πρώτα σας 12 χρόνια στην Αλβανία, θα μοιραστείτε μαζί μας κάτι που σας λείπει πολύ από εκεί;
«Μου λείπει η ανεμελιά των παιδικών μου χρόνων, η φύση, τα χωριά, οι παππούδες μου, η λίμνη Οχρίδα, η αυτάρκεια νομίζω, οι άνθρωποί μου· το ξερίζωμα είναι σκληρό, θεωρώ».
Και κάτι που δε σας αρέσει καθόλου στην Αλβανία, σήμερα;
«Άναρχη δόμηση και σίγουρα οι νοοτροπίες, κατάλοιπα πατριαρχίας καθώς και η αγωνία της επιβίωσης που κάνει τους ανθρώπους βίαιους… και η πολιτική σκέψη των πολιτών. Είναι πίσω σε πολλά πράγματα, ο ρατσισμός στην ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα και στους Ρομά. Η αγωνία να γίνουν Ευρωπαίοι…»
Πείτε μας και για την Ελλάδα· τι θα θέλατε να αλλάξει αμέσως, αν γινόταν;
«Παιδεία και Πολιτισμός. Υστερούμε».
Και κάτι που αγαπάτε πολύ εδώ;
«Η ζεστασιά και η αλληλεγγύη, η μουσική και η ποίηση».
Χαρακτηριστικά που εκτιμάτε ιδιαίτερα στους άλλους;
«Εξυπνάδα, παιδεία, ευγένεια και καθαρότητα μέσα και έξω».
Και κάποια που σας απωθούν;
«Η αχαριστία και το “όλα για πάρτη μου”».
Να κλείσουμε με μια ευχή σας;
«Να επιβιώσουμε σε όλη αυτήν την παράνοια. Η γενιά μου τσακίστηκε. Μνημόνια, κρίση, πανδημία και, τώρα, πόλεμος… Αυτό με τρομάζει… Θα ήθελα να γίνει καλύτερη η κοινωνία μας».
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Συγγραφέας: Ορνέλα Βόρπσι
Μετάφραση: Μαρία Σπυριδοπούλου
Διασκευή-Σκηνοθεσία: Ένκε Φεζολλάρι
Πρωτότυπη Μουσική: Κώστας Λειβαδάς
Σύμβουλος δραματουργίας: Κάτια Σωτηρίου
Σκηνικός χώρος-Κοστούμια: Γιώργος Λυντζέρης
Φωτισμοί: Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Εύη Κουταλιανού
Φωτογραφίες: Γιώτα Εφραιμίδου
Σχεδιασμός αφίσας – έντυπο υλικού: Μαρίνα Δρακάτου
Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο
Ερμηνεύουν: Αμαλία Αρσένη, Vefi Redhi, Αθηνά Καραγιώτη
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πλέθρον