Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Το βιβλίο της Ιώς Τσοκώνα «Το Πέρα των Ελλήνων – Στην Κωνσταντινούπολη του χθες και του σήμερα» κυκλοφορεί, με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε εμπλουτισμένη και αναθεωρημένη έκδοση -μετά την πρώτη του εμφάνιση, το 2014.
«Όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται, δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό και να μην πω το αυτονόητο: Είναι πανέμορφη η Πόλη, είναι πανέμορφο το Πέρα. Βαρύ και ασήκωτο το φορτίο που κουβαλούν. Κάθε γωνιά τους έχει και μια ιστορία, κάθε στενό τους έχει το δικό του μυστικό.
Εδώ και αιώνες γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται διθύραμβοι για το κάλλος της Πόλης, για την αρχοντιά και τη μεγαλοπρέπειά της, για την ιστορία της… Τι μπορεί να προσθέσει κανείς όταν άνθρωποι όλων των εθνικοτήτων και όλων των τεχνών ζωγράφισαν, τραγούδησαν και έγραψαν για κάθε σπιθαμή της, βάζοντας ο καθένας το δικό του λιθαράκι στο μωσαϊκό που τη συνιστά; Αν πρέπει όμως να συμπυκνώσουμε όλα αυτά και θελήσουμε να δώσουμε ένα στίγμα της που να τα συγκεντρώνει όλα, θα καταλήξουμε στο Πέρα. Χωρίς να θέλω να μειώσω την ομορφιά και την αξία καμίας άλλης περιοχής, θεωρώ πως στο Πέρα χτυπούσε και εξακολουθεί να χτυπάει η καρδιά της Πόλης».
Πρόκειται για ένα σύντομο οδοιπορικό, εκ των έσω, στην ιστορία της πιο φημισμένης αστικής περιοχής της Πόλης, στο πολυπολιτισμικό Πέρα, το οποίο όμως στιγματίστηκε καθοριστικά από την ελληνορθόδοξη κοινότητα. Μέσα από μία βιωματική αφήγηση περιγράφονται τα σχολεία, τα προξενεία και τα μέγαρα, ο κινηματογράφος, το θέατρο και ο Τύπος, αλλά και οι άνθρωποι, αστοί, διανοούμενοι ή γραφικοί, που έδωσαν πνοή και χρώμα στην περιοχή. Ξεκινώντας από την πρώτη κατοίκηση του Πέρα τον 16ο αιώνα μέχρι σήμερα, ξεδιπλώνεται η ακμή και η παρακμή μιας κοσμοπολίτικης κοινωνίας, παράλληλα με τη μεταμόρφωση της όψης της περιοχής.
«Αυτό που είχε πολλή πλάκα πάντως στην καινούργια μας γειτονιά ήταν το σύστημα με το καλάθι για τις καθημερινές αγορές. Δίπλα στην πολυκατοικία μας υπήρχε ένα μικρό μπακάλικο που το είχαν δύο αδέλφια από τον Πόντο, ο Μουσταφά και ο Αλή. Εκεί μπορούσε να βρει κανείς τα πάντα. Από τυρί και αλεύρι μέχρι εφημερίδες και ψωμί, από βελόνες μέχρι καλσόν. Όταν μας έλειπε λοιπόν κάτι, πετάγαμε από το παράθυρο το καλαθάκι με τα λεφτά, που εννοείται ότι ήταν δεμένο σε ένα μακρύ σχοινί, και τους φωνάζαμε για να δώσουμε την παραγγελία. Ένας από τους δύο έτρεχε αμέσως και σε κλάσματα δευτερολέπτου τοποθετούσε στο καλάθι αυτά που του είχαμε ζητήσει, φροντίζοντας και για τα ρέστα. Τηλέφωνα και άλλα μέσα ειδοποίησης δεν υπήρχαν τότε, γι’ αυτό μονίμως άκουγες φωνές από τα διάφορα παράθυρα της γειτονιάς να δίνουν τις παραγγελίες τους. Το καλαθάκι δεν απευθυνόταν αποκλειστικά και μόνο στα είδη μπακαλικής, αλλά και σε οτιδήποτε πουλούσαν πλανόδιοι μικροπωλητές. Μόλις ακουγόταν η φωνή κάποιου που διαφήμιζε την πραμάτεια του, εμφανίζονταν στα παράθυρα νοικοκυρές που πετούσαν το καλαθάκι τους και ζητούσαν γιαούρτι από τον ηλικιωμένο που ισορροπούσε τους δυο στρογγυλούς ξύλινους ταμπλάδες στους ώμους του, πατάτες από τα καλοκάγαθα αδέλφια κουρδικής καταγωγής που έσπευδαν να εξυπηρετήσουν πετώντας επιδεικτικά στο τέλος και άλλες δυο τρεις πατάτες, “προσφορά του καταστήματος”, για να πάρουν ευχές απ’ τις νοικοκυρές, ακόμα και κατσαρολικά έβαζαν μέσα και περίμεναν τον γανωματή να τα γανώσει, καθώς και μαχαίρια για τον παππούλη που περιφερόταν με τον τροχό του και τα ακόνιζε. Αυτή η πρακτική ήταν διαδεδομένη και σε άλλες συνοικίες της Πόλης και νομίζω πως ήταν από τις πιο ευφυείς και ανέξοδες πατέντες που έχω δει μέχρι σήμερα».
Στον Πρόλογο της έκδοσης, ο Θωμάς Κοροβίνης, μεταξύ άλλων, γράφει: «Στους άσπιλους τόπους της παιδικής και στους λαχταρισμένους της εφηβικής γεωγραφίας συντελούνται πολλά απροσδόκητα θαύματα. Η Ιώ ξεδιπλώνει χαριτωμένα το νηπιακό και μαθητικό λεύκωμα της μικρής ζωηρής Πολίτισσας και μας ξεναγεί στη μυσταγωγία της διαμαντένιας μνήμης της, καθιστώντας μας κοινωνούς μιας άρτι παρελθούσας κοινωνικής ζωής που διατηρούσε ακόμη πολλά από τα ιδιάζοντα στοιχεία της κοσμοπολίτικης ώσμωσης του ξακουστού ευρωλεβαντίνικου Πέρα».