Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Το βιβλίο «Τα μακάρια χρόνια της τιμωρίας» της Φλερ Γιέγκυ κυκλοφορεί και πάλι, αυτή τη φορά από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση Σταύρου Παπασταύρου· στην Ελλάδα πρωτοκυκλοφόρησε το 1995, από τις εκδόσεις Χατζηνικολή, μεταφρασμένο από τον Νίκο Δομαζάκη.
Ένα οικοτροφείο θηλέων στην Ελβετία, στο Άππεντσελ. Μια ατμόσφαιρα ειδυλλίου και αιχμαλωσίας. Έρχεται μια «καινούργια»· μοιάζει τέλεια, σαν να έχει γνωρίσει ήδη τα πάντα στη ζωή –«Μια μέρα, στη διάρκεια του μεσημεριανού φαγητού, ενώ ήμασταν όλες καθισμένες, έφτασε ένα κορίτσι, μια καινούργια. Ήταν δεκαπέντε χρονών, με μαλλιά ολόισια και στιλπνά σαν λεπίδια, βλέμμα αυστηρό και έντονο, σκοτεινό. Η μύτη της γαμψή, τα δόντια της όταν γελούσε, και γελούσε ελάχιστα, αιχμηρά. Ένα ωραίο μέτωπο, όπου οι σκέψεις μπορούσαν ν’ αγγίζουν η μία την άλλη, όπου κάποιες παλαιότερες γενιές τής είχαν εμφυσήσει ταλέντο, εξυπνάδα, γοητεία. Δεν μιλούσε σε κανέναν. Έμοιαζε με μια ακατάδεχτη κούκλα. Ίσως γι’ αυτό θέλησα να την κατακτήσω. Δεν είχε όψη ανθρώπινη. Και φαινόταν απηυδισμένη. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα: Είναι πιο προχωρημένη από μένα. Όταν σηκωθήκαμε, την πλησίασα και της είπα: “Bonjour”. Το δικό της “Bonjour” ήταν βιαστικό. Αυτοσυστήθηκα, με όνομα και επίθετο, σαν πρωτάρα, και αφού άκουσα το δικό της, φάνηκε πως η συνομιλία μας είχε τελειώσει. Με άφησε εκεί στην τραπεζαρία, ανάμεσα στα άλλα κορίτσια που φλυαρούσαν. […] Στη διάρκεια της υπόλοιπης μέρας η καινούργια ήταν άφαντη, το βράδυ όμως ήταν στην ώρα της, όρθια πίσω από την καρέκλα της. Ακίνητη, σαν να τη σκέπαζε ένα πέπλο. […] Την άλλη μέρα εκείνη με χαιρετάει πρώτη». Γοητευμένη από αυτή τη μορφή, η αφηγήτρια ανακαλύπτει το εύθραυστο όριο ανάμεσα στην τελειότητα και την τρέλα.
Με φόντο τη μεταπολεμική Ελβετία, το απόκοσμα όμορφο μυθιστόρημα της Γιέγκυ ξεκινάει απλά και μάλλον αθώα: «Στα δεκατέσσερά μου χρόνια, ήμουν εσωτερική σ’ ένα οικοτροφείο στο Άππεντσελ». Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτα αληθινά απλό ή αθώο εδώ. Με την παρορμητικότητα μιας αδίστακτης νεαρής Εύας, η αφηγήτρια περιγράφει τη ζωή της ως αιχμάλωτης του σχολείου και τις προσπάθειές της να κερδίσει την αγάπη της φαινομενικά τέλειας νεοφερμένης μαθήτριας, της Φρεντερίκ. Καθώς μελετά το σχέδιό της, και παράλληλα τη φύση του αυτοέλεγχου και της τρέλας, το μυθιστόρημα φορτίζεται με μία αόριστα απειλητική ενέργεια.