Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Η νουβέλα «Μια αχνογάλαζη γυναικεία γραφή» του Φραντς Βέρφελ κυκλοφορεί, για πρώτη φορά στα ελληνικά, από τη σειρά «Γερμανόφωνοι συγγραφείς» των εκδόσεων Ροές· η μετάφραση είναι του Βασίλη Πατέρα και το επίμετρο της Πελαγίας Τσινάρη.
Στην Αυστρία του 1936, δύο χρόνια περίπου πριν από το Άνσλους –την προσάρτηση της χώρας στη Ναζιστική Γερμανία, ο 50χρονος Λεωνίδας κάνει τον απολογισμό τής έως τότε ζωής του και φουσκώνει από περηφάνια. Ο πατέρας του ήταν ένας φτωχός καθηγητής Γυμνασίου· ωστόσο, εκείνος, δεινός χορευτής, κληρονομεί αναπάντεχα ένα φράκο και εμφανίζεται στα βιεννέζικα σαλόνια, προκαλώντας αίσθηση. Μέσα από τον γάμο του με την όμορφη και πλούσια Αμελί Παραντίνι αποκτά πρόσβαση στους κύκλους της καλής κοινωνίας της εποχής. Και, ως τμηματάρχης στο Υπουργείο Πολιτισμού και Παιδείας, ανήκει πλέον στην πολιτική ελίτ της χώρας.
Την ημέρα των πεντηκοστών γενεθλίων του, λαμβάνει μια επιστολή γραμμένη με αχνογάλαζα γράμματα που μαρτυρούν γυναικείο γραφικό χαρακτήρα. Είναι ένα γράμμα της Εβραίας Βέρας Βόρμσερ, του έρωτα της ζωής του. Μια σύντομη αλλά έντονη ερωτική σχέση δεκαοκτώ χρόνια πριν, στη Χαϊδελβέργη, συνδέει τον Λεωνίδα με τη Βέρα.
«…κάρφωσε το πανικόβλητο βλέμμα του για αρκετή ώρα στην αυστηρή μονοκόμματη γυναικεία γραφή, ζυγίζοντας ξανά και ξανά τον ελαφρύ φάκελο στην παλάμη του, χωρίς να τολμά να τον ανοίξει. Με εκφραστικότητα που γινόταν ολοένα πιο προσωπική τον κοίταζαν οι φειδωλοί χαρακτήρες και διαπότιζαν σιγά σιγά ολόκληρη την ύπαρξή του μ’ ένα φαρμάκι που έκανε την καρδιά του και τον σφυγμό του να παραλύουν. Είχε πάψει πια να θεωρεί πιθανό πως θα ξανάβλεπε κάποτε, ακόμα και στα πιο εφιαλτικά όνειρά του, την ιδιόχειρη γραφή της Βέρας. Τι αδιανόητος, τι ταπεινωτικός φόβος ήταν εκείνος που ένιωσε πριν από λίγο, όταν ανάμεσα στην αδιάφορη αλληλογραφία του αντίκρισε έξαφνα το δικό της γράμμα. Ήταν ένας τρόμος που ξεπηδούσε κατευθείαν από τις απαρχές της ζωής του. Ωστόσο είναι ανεπίτρεπτο να τρομάζει έτσι ένας άντρας που βρίσκεται στο απόγειό του και έχει ολοκληρώσει σχεδόν τη διαδρομή του βίου του. Για καλή του τύχη η Αμελί δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό. Μα γιατί τον είχε διαπεράσει εκείνο το ρίγος, που το ένιωθε ακόμα σε όλο του το κορμί; Στο κάτω κάτω, δεν επρόκειτο παρά για μια παλιά ανόητη περιπέτεια, για ένα άνευ σημασίας νεανικό ατόπημα, που επιπλέον έχει παραγραφεί είκοσι φορές ως τώρα. Υπάρχουν στ’ αλήθεια πράγματα που βαραίνουν περισσότερο τη συνείδησή του απ’ ό,τι η ιστορία με τη Βέρα».
Η παρουσία του συγκεκριμένου γράμματος ανάμεσα στις πάμπολλες ευχετήριες κάρτες παρασύρει τον ήρωα σε μια καταιγιστική ροή αναμνήσεων, προβλέψεων, υποθέσεων και σεναρίων και ξυπνά μια από καιρό ξεχασμένη ενοχή του· κυρίως, όμως, φαίνεται να θέτει σε κίνδυνο όλα όσα έχει πετύχει, τον γάμο του, την κοινωνική του θέση, την υπόληψή του, την οικονομική του επιφάνεια –τις βάσεις της ίδιας του της ύπαρξης…
Δεδηλωμένη πρόθεση του συγγραφέα στο έργο του αυτό ήταν «να τοποθετήσει στο ίδιο επίπεδο, μέσα στην αφήγησή του, το πιο προσωπικό και το πολιτικό μαζί». Το αποτέλεσμα μας δίνει αφενός το εξαιρετικό ψυχογράφημα ενός οπορτουνιστή και αφετέρου μια μαρτυρία του αναδυόμενου αντισημιτισμού στην Αυστρία, σε μια κομβική για την ιστορία της χρονική στιγμή.
Στη νουβέλα παρακολουθούμε, σε πρώτο επίπεδο, μια αριστοτεχνική, σφιχτή όσο και πληθωρική περιγραφή των –ανεπαίσθητων εξωτερικά μα εκκωφαντικών ενδόμυχα, στη σκέψη του ήρωα– ψυχολογικών διακυμάνσεων ενός εκπροσώπου της καθεστηκυίας τάξης, ενός πέρα για πέρα συμβιβασμένου αριβίστα, στον οποίο δίνεται η δυνατότητα να κάνει την επανάστασή του με σκοπό μια πλήρη ανανέωση της ζωής του –αν και εν τέλει επιλέγει να αναδιπλωθεί και να υποχωρήσει, πέφτοντας στη χαύνωση των ανέσεων του βίου του. Και, πλάι στη χαμένη ευκαιρία του Λεωνίδα για μια άλλη ζωή, αχνοφαίνεται σε όλη την πλοκή η εμφάνιση και η απώλεια της μοναδικής ευκαιρίας που είχε η Αυστρία, στη συγκεκριμένη ιστορική συνθήκη, να ορθώσει ανάστημα απέναντι στη ναζιστική Γερμανία.